ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ…
ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΕΡΟΣ ΛΟΓΙΑ….
Ἀλήθεια εἶνε Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια… Τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Δὲν τὰ λέω ἐγώ… Καθισμένα ἐλαφρότατα αἴρονται μόνα των, αἰωροῦνται εἰς τὸν Ἀέρα καὶ σὰν ἄρωμα πλέουν εἰς τὸ Φῶς - τὸ θυμαρόεν Φῶς. Χρυσοῦν στάχυ παῖζον εἰς τὸν ὦμον καφεοροδίνου βράχου, γράφει μὲ τὸ χρυσόν του δάκτυλον, εἰς τὸν σμαράγδινον οὐρανόν, ποιήματα τρελλότατα. Εἰς τὰ κολπούμενα πλάγια λόφου μακρυνοῦ, φαίνεται ἀναπαυομένη ὡραία Νύμφη, λέγουσα τὰ ὄνειρά της εἰς τα φῶτα. Ἀπὸ τὴν λιγυρὰν γραμμὴν λόφου ἄλλου, ἀφίπταται σὰν πτερωτὴ Νίκη, ἔρχεται, ἔρχεται ὅλη χαρά, νεοτάτη, ὡραία Ἰδέα. Ἀπὸ ἀργυροκλίνοντα κλῶνον ἐλαίας, τρυφερότατον ἀποκρεμᾶται αἴσθημα, ὅπως πίπτουν τῶν ἀνθισμένων δένδρων, τὰ πέταλα τῶν ἀνθέων. Ἀπὸ γυρμένων ἀκτίνων πεύκου, πίπτει βροχὴ ἀκτίνων ἄλλη, φωτοραίνουσα ἡδονικώτατα τὴν ψυχὴν. Ἀπὸ ἀναπνοὴν κλυματος ἱοθωπεύτου ἀκτῆς, ἀμβρόσιον ἐκπνέεται συναίσθημα. Καὶ ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν ὀρεινῶν κορυφοσειρῶν, ποῦ στεφανώνουν τὸ οὐράνιον Ἄστυ, ἐπουρανία ἐκπορεύεται μελῳδία. Δὲν τὰ λέγω ἐγώ… Καθισμένα εἰς τὸν ἀέρα, αἴρονται μόνα των, μόνα των ἔρχονται τὰ Λόγια τοῦ Ἀέρος καὶ θωπεύουν τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἐφήμερου διαβάτου τῆς Ζωῆς. Ἐλαφρά, αἰθέρια, μὲ τὰ χρωματιστά των φορέματα καὶ τὰς μουσικάς των γραμμάς, ἀεροποροῦν εἰς τὸν Ἀέρα, μέ μαλακότατον ταξιδεύουν ῥυθμόν. Ἄλλοτε ἔρχονται σαν ἴα (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἄλλοτε σὰν τριαντάφυλλα, προσφερόμενα ἀπὸ ὡραῖον χέρι (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἄλλοτε σὰν κρίνοι, κρίνοι χωρὶς ἄγγελον, φέροντες Εὐαγγέλια Χαρᾶς. Καὶ ἐνίοτε ἔρχονται καὶ περικάθηνται γύρων τῶν κροτάφων, σὰν πράσινα στεφάνια κισσοῦ (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἐνίοτε σὰν ἀργυρόχροα Στεφάνια ἐλαίας. Κάποτε ζητοῦν, ψαύουν, θροοῦν, ψιθυρίζουν, σαν χείλη (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) καὶ κάποτε καίουν, σὰν φιλήματα. Ὤ ναι! σὰν Ἀφροδίσεια βίσινα χείλη, φιλοῦν τὰς αἰσθήσεις μεθυστικώτατα τὰ ὡραῖα Λόγια. Λόγια τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Ἀλήθεια δὲν τα λέγω ἐγώ. Ἀλήθεια εἶνε… Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια…
1. Εἰς ἕνα μέρος τοῦ Ἐλαιῶνος, τοῦ ἱεροῦ Ἐλαιῶνος, ποῦ ἔχει ἀκόμη ἐλαίας τοῦ ὡραίου καιροῦ, εἰς ἀγρὸν φυλαγμένον ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ του φύλλα, ἀγρὸν φουντωμένον ἀπὸ κλήματα νέα, ἕνας νέος, ξανθὸς νέος, κύπτει σκάπτων, εἰς τὴν ἱερὰν τῆς πρωΐας σιγήν.
Καὶ ὁ μόνος κρότος τῆς ἀξίνης, ὁ χανόμενος εἰς τὸ ξανθοπράσιον κῦμα τῶν κλημάτων καὶ τὸ ἀργυροῦν ἁβροσάλευμα τῶν ἐλαιῶν, λαλεῖ ῥυθμικά καὶ λέγει:
Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, ὅλην τὴν ὥραν, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε τὴν ἄμπελον ποῦ σοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, τὴν χρυσοφωτισμένην Ἄμπελον τῆς Ψυχῆς, ποῦ δίδει τὸ μεθυστικὸν τοῦ Ὡραίου ποτόν. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος τῆς Ἀμπέλου κουρασμένος, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς χρυσοφώτεινα φύλλα διὰ νὰ στεφανώσῃ τὰ νυκτόχροα μαλλιά του, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς ὡραῖα σταφύλια διὰ νὰ δροσίσῃ τὰ ῥοδόχροα χείλη του.
Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ἑντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος, ὁ Ἀπολλώνειος Κύριος - Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.
2. Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου περνῶ ὥρας ὡρῶν, καὶ ὅπου γυρίσουν τὰ μάτια, εἰς τὸν Ἐλαιῶνα, εἰς τὰ πλάγια τῶν καφεοροδίνων λόφων, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Πεντελικοῦ, ἢ τοῦ Πάρνηθος,ἢ τοῦ Αἰγάλεω, ἢ τοῦ Κορυδαλοῦ, τὰ μάτια μένουν μαγευμένα, καὶ ἕνα πάντα συναίσθημα πλημμυρίζει τὴν ζωήν.
Σὰν μία μουσικὴ νὰ ἔπαιζε παντοῦ, ᾆσμα χαρᾶς ἡδυτάτης καὶ λύπης ἀκροτάτης, σὰν μία ὀρχήστρα νὰ ἔπαιζεν ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ ἔφθανεν ἦχος ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ δόνησις αἰθέρος ἄηχος, νὰ ἔφθανε μόνον ἕως ἐδῶ καὶ να ἔπαλλε μουσικώτατα τὴν ψυχήν.
Τί θαυμασία ποῦ εἶνε ἡ ζωή ! τί θαυμασία ἡ αἴσθησις τοῦ νέου Σώματος εἰς τὸν ἡδονικὸν Ἀέρα ! πῶς αισθάνεται θαυμάσια εἰς τὸ κυανορόδινον φῶς καὶ ποθεῖ, ποθεῖ, ποθεῖ τὸ κάλλος ! τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τὸ ζωγραφιζόμενον ἐντός του μὲ φιλήματα μουσικά.
Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου, περνῶ ὥρας ὡρῶν, κρατημένος ἐκεῖ εἰς τὸν Ἐαρινὸν Ἀέρα, χωρὶς νὰ διανοοῦμαι οὐδέν, αἰσθανόμενος μόνον τὸ Σῶμα νὰ ζῇ, νὰ διαμένῃ μακάριον.
Καὶ κάποτε, σὰν ἕνας πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ εἰς τὸ κυανοῦν καὶ αἰθέριον μέθυ τοῦ γλυκοῦ Ἀέρος (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) περνᾷ, μόνος πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ καὶ ἀναπερνᾷ και περιγυρίζει, ὅπως ἡ σκιὰ τῶν πουλιῶν εἰς τὸ φωτισμένον χῶμα : νὰ ἥμουν Ἔφηβος Φειδίου Μαρμάρινος, νὰ βλέπω αἰῶνας αἰώνων τὸ Ἀττικὸν Φῶς.
3. Ἐδῶ, ἐδῶ, εἰς τὸν Ἀττικὸν Ἀέρα, πλέει ὅλη ἡ Σοφία, γεννᾶται καὶ ἐνθουσιάζει ὁ πόθος τῶν Τελείων Καλλονῶν. Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὰ Παλάτια τοῦ Ὡραίου, Νίκης, Ἐρεχθέως, Ἀθηνᾶς, τοὺς Θείους Οἴκους, ὁ θειότερος τοῦ κόσμου Ἀὴρ ἐκδύει τὴν ψυχήν, ὅλων τῶν χυδαίων φορεμάτων, ἐνδύει καὶ κοσμεῖ αὐτήν, δι᾽ ὅλων τῶν βασιλείων ἐνδυμάτων.
Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τῶν παγκάλων Ἱερῶν τὸ θεῖον θέαμα, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ πρόθυρα, ὅπου οἱ λευκοφόροι ἱερεῖς τοῦ ὡραίου καιροῦ ἐρέμβαζον μὲ τὰ θεῖα, διαμένω ὥρας ὡρῶν, μακαρίως λησμονῶν τὴν ταπεινῆν ζωήν, μὲ ἄφωνον ἔκστασιν ἀκούων τὸ Νέον μου Σῶμα νὰ ὑμνῇ ἀφώνως, τὸν Θεὸ τοῦ Ὡραίου.
Ἀπὸ τὸν Ἐλαιῶνα, ἀπό τὰς μελῳδούσᾳς γραμμὰς τῶν Ὁρέων, ἀπὸ τὰ ἀδειανὰ ἄδυτα τῶν Ναῶν, ἀπὸ κάθε μαρμαρίνην φαεινὴν χορδήν, αἱ εἰκόνες, αἱ ἰδέαι, τὰ ἄνθη, τὰ ἀρώματα, ἐκπορεύονται, ἔρχονται, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνοιγμένα χείλη, τὰ ὡραῖα συναισθήματα, οἱ ὡραῖοι πόθοι, τὰ ὡραῖα Λόγια τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος. Ἔρχονται καὶ θωπεύουν καὶ στολίζουν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν φιλοῦν, μὲ τὸν διάπυρον πόθον νὰ τὴν κάμουν Ὡραίαν. Καὶ ἡ Ψυχὴ εὐφραίνεται καὶ μεθᾷ, σὰν Νύμφη ὑπὸ παρθένων στολιζομένη διὰ συνουσίαν μὲ Ὡραῖον Θεόν.
Ἄχ ! τί παραδίσειαι εἶνε αἱ Ὧραι ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ γαμήλια πρόθυρα. Ἐνίοτε αἰσθάνομαι ἐπὶ τῶν νώτων μαλακὸν πλοῦτον πορφῦρας, καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν λαμποβολὴν διαδήματος. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα προσκλίνει ἀκούσια ἀπὸ τῶν βαθμίδων, διὰ νὰ δεχθῇ τὰ ἁβρότατα χαρίσματα, ὅπως Βασιλεὺς ἀπὸ Θρόνον δεχόμενος δῶρα. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα ὑποκλίνεται μὲ εὐλάβειαν εἰς ὡραῖον ἄγγελον φέροντα κρίνον (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) καὶ ἐνίοτε μοῦ φαίνεται ὅτι, σὰν ἀπὸ Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ, μὲ ἀργυρόμαλλον νεότητα Ὄντος Ἀθανάτου, τείνω ῥοδίνην εὐδαιμονίαν χειλέων, πρὸς ἅγιον φίλημα Ὡραίας Θεότητος.
Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ
Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297
http://www.lit.auth.gr/node/679
http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue95_15SEPT1904.pdf
σελίδα 41: ΜΑΪΟΣ
http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue14_1901.pdf
σελίδες 58 -59:
http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue14_1901.pdf
σελίδα 181 : ΝΥΚΤΩΜΑ
http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue17_1901.pdf
«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ γρηοῦλα» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899)
http://elia.lib.ucy.ac.cy/disk4/KYRIAKATIKI/1899/pdf/kyr_issue33.pdf
«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ Παναγία μου - Ἡλίων χαρίσματα - Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)
http://elia.lib.ucy.ac.cy/disk4/KYRIAKATIKI/1899/pdf/kyr_issue34.pdf
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη.
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι . Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν.
Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας ), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.
Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910 , ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν, στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).
Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα.
Για περισσότερα Εδώ