Gods in Exile, Homeward Bound : Modern Greek Aestheticism


Πλάτων Ροδοκανάκης : De Profundis - Τὸ Ἰδανικὸν, Νύξ - Πηνελόπη

ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟΝ (1908)

Pehr Gabriel Wickenberg, Oedipus och Antigone (1833)

ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟΝ (1908)

Οἰδίπους ἡ ψυχὴ μου ἔκπτωτος, πλανᾶται ὑπὸ τὰς κατάρας καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς τοῦ πεπρωμένου.
Θὰ ἐκρημνίζετο εἰς τὰ χαώδη βάραθρα τῆς πείρας καὶ τῆς ἀπογοητεύσεως, τυφλὴ ὡς εἶναι καὶ ἀδύνατος,
ἂν μία Ἀντιγόνη τρυφερά, δὲν ἤρχετο νὰ τὴν χειραγωγήσῃ ἀσφαλῶς.

THE IDEAL

Oedipus is my soul overthrown/fallen, lingering under the curses and mockery of destiny.
It would collapse into the chaotic abyss of experience and dismay, blind as is it is and weak,
(had it not been for) if an Antigone tender, did not come to lead my soul safely by the hand.

 

ΝΥΞ - ΠΗΝΕΛΟΠΗ (1908)

John William WaterhousePenelope and the Suitors (1912). Pre-Raphaelite (influence on British Aestheticism)

Ιωάννης Ουίλλιαμ Ουότερχαους, Η Πηνελόπη και οι Μνηστήρες (1912). Προραφαηλίτες (επιρροή στον Βρετανικό Αισθητισμό)

ΝΥΞ - ΠΗΝΕΛΟΠΗ (1908)

Οἱ χρυσοχίτωνες ἥλιοι, ὡς μνηστῆρες περὶ τὴν σεμνὴν περιφέρονται νύμφην.
Ἀλλ᾽ ἐκείνη καθ᾽ ἑκάστην ἑσπέραν τὸν μαῦρον ὑφαίνει ἱστὸν καὶ ὑπόσχεται.
Εἰς τὸν ἀπόντα ἥρωα πιστή, διαλύει τὸν πέπλον κατὰ πᾶσαν πρωΐαν.
- Ἀναμένει τὴν ἐπάνοδον τοῦ συζύγου της Χάους.
Ὅπως ἀποσύρῃ τὸν κεστὸν ἀπὸ τὴν ἄδρακτον.
Διὰ νὰ σαβανώσῃ τὴν Δημιουργίαν.

NIGHT - PENELOPE

The golden cloaked suns, as suitors they roam around the humble bride.
But every single evening/ evetide the black she weaves web/ shroud and promises.
To the absent hero loyal, she dissolves the veil through every morning.
- She awaits the return of her husband, Chaos.
So as to remove the ornament/ girdle from the spindle.
So as to shroud Creation. 

Παράβαλε: Ἔργα καὶ Ἡμέραι, Θεογονία - Ἡσίοδος.

510 B.C. Attic red-figured amphora, depicting Penelope weaving on the loom in presence  of Telemachus.
National Archaeological Museum of Chiusi, Tuscany, Italy.

510 π. Χ. Αττικός ερυθρόμορφος αμφορέας, απεικονίζει την Πηνελόπη να υφαίνει στον αργαλειό, παρουσία του Τηλεμάχου.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κιούζι, Τοσκάνη, Ιταλία.


(Translated by : Ilias Kolokouris)
Copyright: Greek Texts : © Academy of Athens, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη. 
English Translation: © The Paideia Institute & Ilias Kolokouris

 

Source:

Ροδοκανάκης Πλάτων, Αφηγήματα, επιμ. Αθανασόπουλος Β., Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2010.

 

Platon Rodokanakis was born in Smyrna in 1883. At an early age, he got ill and his family had to move to Kordelio, a beautiful seaside village near Smyrna. A student, still, he decided to become a priest and took up Theology at the the Theological School of Chalke. But the narcissism of his idiosyncrasy did not let him finish his studies. He decided to return to the world and, in his words "worship beauty". He moved to Athens where he worked as a bookstore assistant and a journalist for the newspaper Acropolis. In 1916 he was assigned to organize and found the Byzantine Museum of Thessaloniki and a year later he was put on the Head of the Byzantine Department for the Ministry of Education in Athens. He passed away on 1919 of tuberculosis. His main works where Cassock in Flames and Purple Rose. In his first work, De Profundis, the influence of Oscar Wilde is visible from the title already. Brief fragmental prose, with a tendency for sensuality and hedonism that is more than profound. His shift from Christianity to Paganism was already noted from the critics of his era. Tellos Agras wrote that "he began as a Jesus-to-be and ended up an Adonis" (Nea Hestia 32- 1942). An idiosyncrasy of pessimism yet adoration of the beautiful that was immense. And of course, a scandal and a lawsuit against his Purple Rose characterized his brief life. After being accused of narrating the life of another writer and friend of his, Constantinos Christomanos, Rodokanakis rewrote his semi-autobiographical novel to avoid the charges of defamation and libellography.

 

 


Παύλος Νιρβάνας : Ἀκρόπολις

ἈΚΡΟΠΟΛΙΣ (1898)

 

Students of Hill Memorial School at the Acropolis, 1860. Photographer: Philippos Margaritis.

Μαθήτριες τῆς Σχολῆς Χιλλ στὴν Ἀκρόπολη, 1860. Φωτογράφος: Φίλιππος Μαργαρίτης.

Μαδοῦν, μαδοῦν ἐπάνω εἰς τὰ πεθαμένα νερὰ τῆς Σαλαμῖνος, μαδοῦν οί μενεξέδες τῆς δύσεως. Τὰ μάγια τῶν χρωμάτων ὑφαίνουν γλυκὰ γλυκὰ τὸ σάβανον τοῦ ἥλιου. Τὸ φῶς λιγοθυμᾶ ἐπάνω εἰς τὰ θλιμμένα μάρμαρα τοῦ Παρθενῶνος καὶ ὁ ἀέρας τοῦ δειλινοῦ εἶναι παγωμένος, εἶναι παγωμένος, ὦ βασίλισσα τῆς ζωῆς μου.

 

Δὸς μου τὸ χλωμόν σου χέρι, ὦ Μιράντα, καὶ ἔλα κάθισε εἰς τὸ πλευρόν μου, κάτω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάρμαρα. Ἐδῶ ἐπάνω ἡ ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ τὰ χρόνια περνοῦν μαλακὰ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς στύλους. Ἔλα καὶ κάθισε εἰς τὸ πλευρόν μου. Τὸ χέρι σου εἶναι ψυχρὸν καὶ εἰς τὸ πρόσωπόν σου ἁπλώνεται ἡ χλωμάδα τῶν ἐρειπίων. Διατὶ ἔχεις κλεισμένα τὰ χείλη σου καὶ διατὶ αἱ μεγάλαι σου βλεφαρίδες σκεπάζουν τὴν λάμψιν τῶν βλεμμάτων σου; Τὸ χέρι σου εἶναι ψυχρὸν, ὦ Μιράντα. Διατὶ κρύβεις τὸ πρόσωπόν σου, ὦ Μιράντα;

 

 

Sophia Loren at the Acropolis, from the film Boy on a Dolphin1957.

Ἡ Σοφία Λόρεν στὴν Ἀκρόπολη, ἀπὸ τὴν ταινία Τὀ παιδὶ καὶ τὸ Δελφίνι, 1957. (λινκ για την ταινία)

 

~~~~

 

Δόξα σοι, δόξα, ὦ Παλλάς ! Δόξα σοι, δόξα ὦ Νηΐθ. Κάτω ἀπὸ τοὺς σκιεροὺς κλώνους τῆς ἱερᾶς ἐλαίας, εἰς τὸ ἄδυτον τοῦ Ἐρεχθείου, ὦ λευκόν ἄνθος τοῦ Νείλου καὶ ὦ πλάσμα τοῦ ἀττικοῦ αἰθέρος, αἱ παρθένοι τοῦ ἄστεως ὑφαίνουν τὸν κροκωτὸν πέπλον σου. Δόξα σοι, δόξα, ὦ Ἀνδρόγυνε, ὦ κόρη τῆς Σκέψεως, ὦ Ὑγεία καὶ ὦ Νίκη καὶ ὦ Σώτειρα καὶ ὦ Σάλπιγξ. Ἀπὸ τὴν λάμψιν τῆς γυμνότητός σου τυφλώνονται οἱ Τειρεσίαι καὶ ἀπὸ τὴν δύναμίν σου κυλᾶ ἡ Αἴτνα ἐπάνω εἰς τὸν Ἐγκέλαδον. Δόξα σοι, δόξα !

 

Ἡ βοὴ τῶν Παναθηναίων ὑψώνεται ἀπὸ τὴν Ἀγορὰν τοῦ Κεραμεικοῦ καὶ δονεῖ τὸν χλιαρὸν ἀέρα τοῦ ἐκατομβαιῶνος. Ἀπὸ τοῦ Ἀρείου Πάγου τὸ ἀγκυροβόλιον φθάνει ἐπάνω εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς ἐφηβικῆς σαρκὸς ἡ ἱερᾶ χιλιάκωπος. Αἱ εὐώδεις αὖραι κολπῶνουν τὸν τίμιον πέπλον ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ ἱστοῦ καὶ τὸ φῶς φιλεῖ τὰ χρυσᾶ ποικίλματα εἰς τὸν δρόμον τοῦ Διπύλου. Ὑψηλᾶ εἰς τὸν ἀέρα λάμπουν τὰ κανὰ τῶν θυσιῶν καὶ σείονται αἱ θαλλοὶ τῆς ἐλαίας καὶ ὁ ποδοβολητὸς τῶν ἵππων γεμίζει μὲ θρίαμβον τὸν ἀέρα. Εἰς τοὺς πόδας σου κυλᾷ ὁρμητικὸν τὸ ῥεῦμα τῆς λατρείας, ὦ Παρθένε.

 

 

~~~~

 

Κλεῖσε τὰ τρομασμένα μάτια σου. Τὸ ὄνειρον ἁπλώνει ἐπάνω σου τὰ πτερὰ του. Ὦ ! Νὰ τὰ Παναθήναια τοῦ ἔρωτός μας. Ἡ ἱερὰ πομπὴ τῆς ἀγάπης μου κυλᾷ ὁρμητικὴ εἰς τοὺς πόδας σου. Ἡ αὐγῆ τῆς παρθενίας λάμπει ἐπάνω εἰς τὸ ὑψηλὸν βάθρον τῆς νεότητος. Σοῦ φέρνω τὸν πέπλον τὸν ὁποῖον ὕφανα κάτω ἀπὸ τὰ μάγια τοῦ Γαλαξία μὲ τὰς ἀκτῖνας τῆς σκέψεώς μου. Ὦ ! Νὰ τὰ Παναθήναια τοῦ ἔρωτός μας. Δός μου τὸ χέρι σου, ὦ Μιράντα. Τὸ ὄνειρον τῆς νεότητος καὶ τῆς ἀγάπης εἶναι ἀθάνατον.

 

Ἀπὸ τὴν φύσιν καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴν (1898)

 

θλιμμένα Μάρμαρα : τριμμένα; Κομμάτια; Διαλυμένα

 

They wither, they wither on the dead waters of Salamis, they wither, the violets of the West. The magic/ sorcery of colors weave sweetly sweetly the shroud of the sun. The light is fainting/ swoons on the sorrowful Parthenon marbles and the air of dusk is icy, icy, oh queen my life.

Give me your pale hand, oh Miranda, come and sit by my side, under the big marbles. Up here life is eternal and years pass by gently atop the sacred columns. Come and sit by my side. Thy hand is cold / frigid and in thy face is spreading the paleness of the ruins. Wherefore keep thy lips sealed and wherefore veil thy great eyelashes the sparkle of thy gaze? Thy hand is frigid, oh Miranda. Wherefore hide thy face, oh Miranda?

~~~~

 

Glory to Thee, glory, O Pallas! Glory to Thee, glory O Neith. Under the shady branches of the sacred olive tree, deep inside the innermost sanctuary of the Erechtheion, oh white flower of the Nile and oh creature of aether of Attica, virgins de la Cité / of the Polis weave thy saffron dyed veil/ cloak. Glory to Thee, glory, oh Androgynous, O daughter of Thought, Oh Health and Nike and oh Saviouress / Salvatrix / Servātrix and oh Clarion. From the sparkle of thy nudity Teiresiai are blinded and from your power Etna exudes/ flows/ seeps/ rolls upon Enceladus. Glory to Thee, glory! 

The roar of Panathenaic Festivities heights / rises / raises from the Agora of Kerameikos and vibrates the warm air of Hekatombaion. From the anchorage of Areopagus arrives atop the spume / froth of teenage / ephebic flesh the Sacred Chiliakopos Ship of Thousand Oars. Fragrant breezes engulf the holy/ dignified/ decorous veil on the up-high/ lofty / sublime mast and the light kisses the golden garnishments / adornments on the road of Dipylon. Sublime in the air are shining the jugs of sacrifice and shaking are the fronds of the olive tree and the clop / clatter of the horses fills the air with triumph. On thy feet rolls the impetuous stream of worship is exuding / rolls / exudes, O Virgin.

  

~~~~

 

Close thy fearful eyes. The dream is spreading its wing upon thee. Oh! Here are the Panathenaic Festivities of our eros. The Holy Procession of my love rolls impetuously on/ into thy feet. The dawn of virginity shines upon in the high /sublime pedestal of youth. I bring thee the veil which I wove under the spell of the Galaxy with the rays of my thought. Oh! Here are the Panathenaic Festivities of our eros. Give me thy hand, oh Miranda. The dream of youth and love is immortal.

 

On nature and life (1898)

Translated by: Ilias Kolokouris

 

 

κροκωτός α) είδος επενδύτη που φορούσαν οι γυναίκες ελαφριών ηθών,
β) ελαφρό ένδυμα που φορούσε ο Διόνυσος πάνω από το χιτώνα του.

 

Νηΐθ: Η Αιγυπτία θεά του Πολέμου, η Αθηνά του Νείλου: 

https://en.wikipedia.org/wiki/Neith

*Ο Τειρεσίας: Τυφλώθηκε από την Αθηνά, επειδή την είδε τυχαία γυμνή την ώρα που λουζόταν, μετά όμως συγκινήθηκε τόσο από τις ικεσίες της μητέρας του Τειρεσία, ώστε απέσπασε από την αιγίδα της το φίδι Εριχθόνιο και το πρόσταξε: "Καθάρισε τα αφτιά του Τειρεσία με τη γλώσσα σου για να καταλαβαίνει τη λαλιά των προφητικών πουλιών". Έτσι, ο Τειρεσίας έγινε μάντης. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Τειρεσίας επειδή όργισε την Ήρα, μεταμορφώθηκε για επτά χρόνια σε γυναίκα, τεκνοποίησε και μετά, αφού βρήκε δύο φίδια να ζευγαρώνουν, δεν τα ενόχλησε και έγινε πάλι άνδρας. Η εκδοχή αυτή σώζεται στον Υγίνου, ίσως συνδέεται με το μοτίβο του Ανδρόγυνου εδώ.

Παράβαλε: Καλλίμαχος,

εἰς Λουτρά τῆς Παλλάδος

 

δή ποκα γὰρ πέπλων λυσομένα περόνας 
ἵππω ἐπὶ κράναι Ἑλικωνίδι καλὰ ῥεοίσαι 
λῶντο: μεσαμβρινὰ δ᾽ εἶχ᾽ ὄρος ἁσυχία. 
ἀμφότεραι λώοντο, μεσαμβριναὶ δ᾽ ἔσαν ὧραι, 
πολλὰ δ᾽ ἁσυχία τῆνο κατεῖχεν ὄρος. 
Τειρεσίας δ᾽ ἔτι μῶνος ἁμᾶ κυσὶν ἄρτι γένεια 75
περκάζων ἱερὸν χῶρον ἀνεστρέφετο: 
διψάσας δ᾽ ἄφατόν τι ποτὶ ρῥόον ἤλυθε κράνας, 
σχέτλιος: οὐκ ἐθέλων δ᾽ εἶδε τὰ μὴ θεμιτά: 
τὸν δὲ χολωσαμένα περ ὅμως προσέφασεν Ἀθάνα 
'τίς σε, τὸν ὀφθαλμὼς οὐκέτ᾽ ἀποισόμενον,  80
ὦ Εὐηρείδα, χαλεπὰν ὁδὸν ἄγαγε δαίμων;᾽ 
ἃ μὲν ἔφα, παιδὸς δ᾽ ὄμματα νὺξ ἔλαβεν. 
ἑστάκη δ᾽ ἄφθογγος, ἐκόλλασαν γὰρ ἀνῖαι 
γώνατα καὶ φωνὰν ἔσχεν ἀμηχανία. 
ἁ νύμφα δ᾽ ἐβόασε 'τί μοι τὸν κῶρον ἔρεξας 85
πότνια; τοιαῦται δαίμονες ἐστἐ φίλαι; 
ὄμματά μοι τῶ παιδὸς ἀφείλεο. τέκνον ἄλαστε 
εἶδες Ἀθαναίας στήθεα καὶ λαγόνας, 
ἀλλ᾽ οὐκ ἀέλιον πάλιν ὄψεαι. ὦ ἐμὲ δειλάν,

According to the mythographic compendium Bibliothekedifferent stories were told of the cause of his blindness, the most direct being that he was simply blinded by the gods for revealing their secrets. An alternate story told by the poet Pherecydes was followed in Callimachus' poem "The Bathing of Pallas"; in it, Tiresias was blinded by Athena after he stumbled onto her bathing naked. This, readable as a doublet of the Actaeon mytheme , was the version preferred by the English poets Tennyson and even Swinburne.

 

*Ο Εγκέλαδος: αρχηγός των Γιγάντων, γιος του Τάρταρου και της Γης που έπαιξε όμως πρωτεύοντα ρόλο στη Γιγαντομαχία στην οποία και φονεύθηκε από την Αθηνά η οποία αφού τον έτρεψε σε φυγή έρριψε εναντίον του τη Σικελία ή το όρος Αίτνα με το οποίο και τον καταπλάκωσε. Ο Εγκέλαδος κινούμενος και στενάζοντας ενίοτε μέσα στο τάφο του προκαλεί εκρήξεις ηφαιστείων και σεισμούς. Σήμερα στα νέα ελληνικά, λέμε ακόμη "Χτύπησε ο Εγκέλαδος", ειδικά στην γλώσσα του τύπου και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, για σεισμικές δονήσεις.

Παράβαλε: Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1.6.2.

κἀκεῖνος μὲν οὕτως ἐτελεύτα, Πορφυρίων δὲ Ἡρακλεῖ κατὰ τὴν μάχην ἐφώρμησεκαὶ Ἥρᾳ. 
Ζεὺς δὲ αὐτῷ πόθον Ἥρας ἐνέβαλεν, ἥτις καὶ καταρρηγνύντος αὐτοῦ τοὺς πέπλους 
καὶ βιάζεσθαι θέλοντος βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο: καὶ Διὸς κεραυνώσαντος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε. 
τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν ἀριστερὸν ἐτόξευσεν ὀφθαλμόν, Ἡρακλῆς δὲ τὸν δεξιόν: 
Εὔρυτον δὲ θύρσῳ Διόνυσος ἔκτεινε, Κλυτίον δὲ δᾳσὶν Ἑκάτη, Μίμαντα δὲ Ἥφαιστος βαλὼν μύδροις. 
Ἀθηνᾶ δὲ Ἐγκελάδῳ φεύγοντι Σικελίαν ἐπέρριψε τὴν νῆσον, 
Πάλλαντος δὲ τὴν δορὰν ἐκτεμοῦσα ταύτῃ κατὰ τὴν μάχην τὸ ἴδιον ἐπέσκεπε σῶμα.

But in the battle Porphyrion attacked Hercules and Hera.
Nevertheless Zeus inspired him with lust for Hera, and when he tore her robes
and would have forced her, she called for help, and Zeus smote him with a thunderbolt,
and Hercules shot him dead with an arrow. 
As for the other giants, Ephialtes was shot by Apollo with an arrow in his left eye and by Hercules in his right;
Eurytus was killed by Dionysus with a thyrsus, and Clytius by Hecate with torches, and Mimas by Hephaestus with missiles of red-hot metal. 
Enceladus fled, but Athena threw on him in his flight the island of Sicily;
and she flayed Pallas and used his skin to shield her own body in the fight

Ο πρώτος μήνας του Αττικού Έτους, ο ζεστός "Ιούνιος": 

https://el.wikipedia.org/wiki/Εκατομβαιών

 

Η Ιερά Ναυς των Παναθηναίων: http://digital.lib.auth.gr/record/90080?ln=el

http://www.theoi.com/Festival/Panathenaia.html 

 

 


Παύλος Νιρβάνας : Ἑκλεκταὶ Σελίδες

Η Ουγγαρέζα Χορεύτρια Νικόλσκα στην Ακρόπολη, Φωτογραφία της Νέλλυ'ς, 1929.

The Hungarian Dancer Nikolska at the Acropolis, Photograph by Nelly's, 1929.

 

 

 

ΔΕΛΦΟΙ

 

ΔΕΛΦΟΙ

«Δὲν ἔχει δάφνη μάντισσα καὶ σπίτι πιὰ ὁ Θεός…»
Μέσ' στὴ βραχώδη τὴν ἐρμιὰ παραμιλάει ἡ Πυθία.
Στὶς Φαιδριάδες, ἄγριες, πέφτει χλωμὸ τὸ φῶς
Καὶ δάκρυα στάζει, δάκρυα βουβά, ἡ Κασταλία.

 

Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί ΣελίδεςΠοιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 18

 

DELPHI

"God has no laurel, oracle or home any more..."
Amid the rocky bleakness Pythia is muttering.
On the wild Phaedriades cliffs, pale light is falling  
And tears Castalia spring is dripping, silent tears.

 

Implied here by Pavlos Nirvanas is the famous Last Oracle of Delphi, given to the emperor Julian.
Julian the Apostate, tried to revive the ancient religion in order to save the Roman Empire from dissolution.
The oracle survived in the works of the Orthodox Father and Church Historian, Philostorgius.
The quote read:

εἴπατε τῷ βασιλῆι· χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά.
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, ὀυ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν. ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.

Translated by the famous Decadent and Aesthete Algernon Charles Swinburne for his poem The Last Oracle

Tell the king, on earth has fallen the glorious dwelling,
And the watersprings that spake are quenched and dead.
Not a cell is left the God, no roof, no cover;
In his hand the prophet laurel flowers no more.

 

ΜΥΚΗΝΑΙ

 

Ο Ερρίκος Σλήμαν και ο Γουλιέλμος Ντόρπφελντ στην Πύλη των Λεόντων, στις Μυκήνες, τέλη 19ου αιώνα.

Heinrich Schliemann and Wilhelm Dörpfeld at the Lion Gate in Mycenae, late 19th century.

 

ΜΥΚΗΝΑΙ

Νεκρὰ σκεπάζουν σύννεφα τῶν Μυκηνῶν τὰ τείχη…
Παλάτια, τάφοι, ὅλα βουβά, κι' ἀσάλευτος ὁ ἀγέρας,
Σὰν ὄνειρον ἀλαργινὸ μιᾶς παναρχαίας ἡμέρας.
Καὶ μέσ' στοῦ ὀνείρου τὰ βαθειὰ φιλιῶν καὶ θρήνων ἦχοι.

 Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί ΣελίδεςΠοιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 18

MYCENAE

Dead clouds obscure the walls of Mycenae ...
Palaces, tombs, all still, and immovable the wind,
Like a dream faraway of an age-old day.
And in the depths of the dream sounds of kisses and laments.

 

ΟΛΥΜΠΙΑ

 

 

ΟΛΥΜΠΙΑ

Ὦ φῶς καὶ χλόη καὶ νερὰ καὶ κρουσταλλένιε ἀέρα,
Ζωὴ καὶ χάρο ἀσύγκριτα τὰ σμίξατ' ἐδῶ πέρα.
Κ' ἐδῶ ἡ ὀλύμπια ἡ ζωὴ τὰ μάτια ἂν ἔχει κλείσει,
Τόσο γλυκὰ κοιμήθηκε, ποὺ λές: κι' ἂς μὴν ξυπνήση.

Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί ΣελίδεςΠοιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 17

OLYMPIA

Oh light and grass and water and crystal air,
Life and Death incomparably you coupled here.
And even if here Olympian Life has shut its eyes,
She slept so sweetly, that you might say: "Let's not wake her up."

 

 Ο Παύλος Νιρβάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη) γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά Σφαίρα και Πρόνοια. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου και παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Τέχνη, Παναθήναια, Νέα Εστία, Το Περιοδικόν μας, Ασμοδαίος, Μη χάνεσαι κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο Παγά λαλέουσα (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της Τέχνης του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι.

 

 


Πλάτων Ροδοκανάκης : De Profundis - Ἀριάδνη

ΑΡΙΑΔΝΗ (1908)

Edward Burne-Jones, Ὀ Θησεύς καὶ ὁ Μινὠταυρος ἐν τῷ Λαβυρίνθω (1862, Προραφαηλίτης, ἐπιρροή Σώσερ) 

Εἶμαι νέος. Θέλω καὶ δύναμαι νὰ ἀναδειχθῶ. Ῥίπτομαι εἰς τὴν πρώτην τυχοῦσαν εἴσοδον ὅπως ἐπιδείξω τὴν ἀνδρείαν μου.

Πρὸ αὐτῆς ὀρθία μὲ ἀναμένει ἐκείνη καὶ μοὶ προτείνει μειδιῶσα τὸν μίτον. Φιλῶ τὴν χεῖρά της, τὸν ἀρπάζω καὶ χάνομαι.
Ἔτη παρῆλθον καὶ ἀκόμη πλανῶμαι. Ἐπὶ τέλους ἡ στιγμὴ πλησιάζει.


Μυκηθμοὶ καὶ γδοῦπος ὁπλῶν ἀντηχοῦν εἰς τὸ σκότος.
Ἀκατάσχετος ῥίπτομαι ὅπως συλλάβω τὸ θηρίον καὶ ἀναγορευθῶ νικητὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ βίου.
Ἀλλ᾽ ἐν τῇ μέθῃ τοῦ δρόμου ἐθραύσθη καὶ τὸ νῆμα διέφυγε.

Βιαίως τὸ ἔσυρα ὅπως συντομεύσω τὰς στιγμάς;
Διὰ νὰ μὲ συγκρατήσῃ καὶ μὴ ἐκτεθῶ, ἐκείνη τὸ ἐκράτησε ἔξωθεν;
Αὐτὸ τοῦτο εὑρέθη μικρᾶς ἀντοχῆς; Ἀγνοῶ.




Τώρα οὔτε τὴν ἔξοδον νὰ ἐπανεύρω ἐλπίζω, οὐδὲ νὰ ἐπιτύχω τοῦ σκοποῦ μου τὴν ἐκτέλεσιν.
Ἀλλὰ σκιὰ μονήρης, παραπαίω εἰς τὰς ἀποπνικτικὰς σήραγγας τοῦ ἀχανοῦς Λαβυρίνθου.

 

Τυνησία, Χεντσίρ ελ Φαουάρ, περίπου 300 μ.Χ. Ο Λαβύρινθος του μωσαϊκού ευρίσκεται ακόμη in situ.  
Tunisia, Henchir el Faouar, dating circa. 300 AD. The Labyrinth mosaic floor is still found in situ.

 

 

Platon Rodokanakis was born in Smyrna in 1883. At an early age, he got ill and his family had to move to Kordelio, a beautiful seaside village near Smyrna. A student, still, he decided to become a priest and took up Theology at the the Theological School of Chalke. But the narcissism of his idiosyncrasy did not let him finish his studies. He decided to return to the world and, in his words "worship beauty". He moved to Athens where he worked as a bookstore assistant and a journalist for the newspaper Acropolis. In 1916 he was assigned to organize and found the Byzantine Museum of Thessaloniki and a year later he was put on the Head of the Byzantine Department for the Ministry of Education in Athens. He passed away on 1919 of tuberculosis. His main works where Cassock in Flames and Purple Rose. In his first work, De Profundis, the influence of Oscar Wilde is visible from the title already. Brief fragmental prose, with a tendency for sensuality and hedonism that is more than profound. His shift from Christianity to Paganism was already noted from the critics of his era. Tellos Agras wrote that "he began as a Jesus-to-be and ended up an Adonis" (Nea Hestia 32- 1942). An idiosyncrasy of pessimism yet adoration of the beautiful that was immense. And of course, a scandal and a lawsuit against his Purple Rose characterized his brief life.
After being accused of narrating the life of another writer and friend of his, Constantinos Christomanos, Rodokanakis rewrote his semi-autobiographical novel to avoid the charges of defamation and libellography.

 

 


Περικλής Γιαννόπουλος : Ὁ τραγουδιστής

 

 

http://www.elkosmos.gr/megali-pempti-tou-1910-o-periklis-giannopoulos-pernai-stin-athanasia/

Ὁ τραγουδιστής

Ἡ πόλις εἶνε λευκή. Ἡ πόλις εἶνε ὡραία. Ἡ πόλις εἶνε γεμάτη παλάτια. Παραδείσια στολισμένα κάθονται γύρω της ὅλα τὰ βουνά, νυμφικὰ λάμπουν τὰ μαρμαρένια της παλάτια. Καὶ ὁ Ἥλιος κατάχρυσος περιπατεῖ μόνος εἰς τοὺς ἐρήμους της δρόμους καὶ κλαίει. Κατάκλεισται εἶνε ὅλαι αἱ θύραι, κατάκλειστα εἶνε ὅλα τὰ παράθυρα, ἡ πόλις εἶνε νεκρά. Ἡ πόλις ἄλλοτε ἦτο ὅλο ζωὴ καὶ ἑώρταζε λαμπρὰς ἑορτὰς καὶ ἕνα Κακὸν Πνεῦμα ἐπέρασε καὶ ἐμαρμάρωσε τὴν χαράν. Οἱ ἄνθρωποι εἶνε κλεισμένοι εἰς τὸ σκότος, αἱ ψυχαὶ δεμέναι εἰς σώματα νεκρά.

Ἀλλὰ τώρα τὴν πάμφωτον ἐρημίαν ἕνα ἆσμα ταράζει. Εἶνε ἕνας τραγουδιστής, ἕνας τραγουδιστὴς ποὺ περνᾶ. Ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκε τὴν δύναμιν, ποὺ τίποτε δὲν τὴν νικᾶ, ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκεν ἕνα θαυμάσιον σπαθὶ ποὺ κόβει ὅλα τὰ δεσμά. Ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύθη τὴν ὡραίαν πόλιν, ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύεται ὅλας τὰς ψυχάς, τὸν ἔστειλλε νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν πόλιν, νὰ ἐξυπνήσῃ ὅλας τὰ ψυχάς. Ὁ Τραγουδιστὴς περνᾶ καὶ τραγουδεῖ «ὦ λιγερὸν καὶ κοπτερὸν σπαθί μου», διαμαντένιο σπαθὶ τῆς Εὐμορφιᾶς. Καὶ γελᾷ καὶ περνᾷ τραγουδῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐρήμους δρόμους μαζὶ μὲ τὸν Ἥλιον ποὺ κλαίει.

Τραγουδεῖ, τραγουδεῖ καὶ ὅλαι αἱ κλεισμέναι ψυχαὶ εἰς τὰ νεκρὰ σώματα, αἰσθάνονται εἰς τὰ σπλάγχνα των τὰ ἡδονικὰ ἀναταράγματα τῆς ὡραίας Σουλαμίτιδος. Καὶ ὁ Τραγουδιστὴς θὰ τραγουδῇ, θὰ τραγουδῇ, μὲ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ γλυκυτέραν του φωνήν, θὰ τραγουδῇ ἕως ὅτου αἱ ψυχαὶ πεταχθοῦν καὶ ἀνοίξουν ὅλας τὰς θύρας, ὅλα τὰ παράθυρα, ἕως ὅτου προβάλλουν ὅλαι ἐρωτευμέναι εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τραγουδιστήν, ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστὴς δὲν θὰ εἶνε πλέον. Δὲν θὰ εἶνε ὁ τραγουδιστής, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ξυπνημέναι, ὅλαι αἱ θύραι καὶ τὰ παράθυρα ἀνοικτά, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐλευθερωμέναι, θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐρωτευμέναι, ἐρωτευμέναι εἰς τὸ Φῶς.

Ι. ΑΝΕΜΟΣ

(Ι. Ἄνεμος, «Ὁ τραγουδιστής», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)

 

The troubadour

The city is white. The city is lovely. The city is full of palaces. Paradisally ornated, all mountains sit around the city, nymphic its marble palaces shine. And gloriously golden, the Sun walks alone on the desolate road and cries. Sealed are all doors, sealed are all windows, the city is dead. The city was once full of life and celebrated glamorous feasts and one evil spirit passed by and petrified/ marbleized joy. People are locked up in the dark, the souls are tied onto dead bodies.

But now the lustrous desolation is disturbed by a chant. It is a troubadour, a troubadour passing by. Eros has given him the power, that invincible vigor, Eros gave him a magnificent sword that cuts all ties. Eros who fell in love with the beautiful city, Eros who falls in love with every soul, sent him to awaken the city, to awaken every soul. The troubadour passes by and sings "Oh my slender, my sharp sword" diamond sword of Pulchritude. And he laughs and passes by singing down all desolate roads with the Sun crying.

He is singing, he is singing, and all souls locked up in dead bodies, feel hedonic chills in their guts, shakes of the Beautiful Soulamitis. And the Troubadour will sing, will sing, with his highest and sweetest voice, he will sing until souls will fly and open all doors, all windows, until they all emerge enamorous to the light, to see the Troubadour, but the Troubadour will be no more. He will not be the Troubadour, but he will be all souls awake, all doors and windows open, but he will be all souls liberated, he will be all souls amorous, enamorous to the Light. 

Ι. WIND (ψευδώνυμον)

Translated by: Ilias Kolokouris

 

 http://pheidias.antibaro.gr/Giannopoulos/media.html

 Σουλαμίτις: Γυναίκα από το Άσμα Ασμάτων 

 


Περικλής Γιαννόπουλος : Λόγια τοῦ ἀέρος... τοῦ Ἁττικοῦ ἀέρος λόγια

ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ…

ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΕΡΟΣ ΛΟΓΙΑ….

 

Ἀλήθεια εἶνε Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια… Τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Δὲν τὰ λέω ἐγώ… Καθισμένα ἐλαφρότατα αἴρονται μόνα των, αἰωροῦνται εἰς τὸν Ἀέρα καὶ σὰν ἄρωμα πλέουν εἰς τὸ Φῶς - τὸ θυμαρόεν Φῶς. Χρυσοῦν στάχυ παῖζον εἰς τὸν ὦμον καφεοροδίνου βράχου, γράφει μὲ τὸ χρυσόν του δάκτυλον, εἰς τὸν σμαράγδινον οὐρανόν, ποιήματα τρελλότατα. Εἰς τὰ κολπούμενα πλάγια λόφου μακρυνοῦ, φαίνεται ἀναπαυομένη ὡραία Νύμφη, λέγουσα τὰ ὄνειρά της εἰς τα φῶτα. Ἀπὸ τὴν λιγυρὰν γραμμὴν λόφου ἄλλου, ἀφίπταται σὰν πτερωτὴ Νίκη, ἔρχεται, ἔρχεται ὅλη χαρά, νεοτάτη, ὡραία Ἰδέα. Ἀπὸ ἀργυροκλίνοντα κλῶνον ἐλαίας, τρυφερότατον ἀποκρεμᾶται αἴσθημα, ὅπως πίπτουν τῶν ἀνθισμένων δένδρων, τὰ πέταλα τῶν ἀνθέων. Ἀπὸ γυρμένων ἀκτίνων πεύκου, πίπτει βροχὴ ἀκτίνων ἄλλη, φωτοραίνουσα ἡδονικώτατα τὴν ψυχὴν. Ἀπὸ ἀναπνοὴν κλυματος ἱοθωπεύτου ἀκτῆς, ἀμβρόσιον ἐκπνέεται συναίσθημα. Καὶ ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν ὀρεινῶν κορυφοσειρῶν, ποῦ στεφανώνουν τὸ οὐράνιον Ἄστυ, ἐπουρανία ἐκπορεύεται μελῳδία. Δὲν τὰ λέγω ἐγώ… Καθισμένα εἰς τὸν ἀέρα, αἴρονται μόνα των, μόνα των ἔρχονται τὰ Λόγια τοῦ Ἀέρος καὶ θωπεύουν τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἐφήμερου διαβάτου τῆς Ζωῆς. Ἐλαφρά, αἰθέρια, μὲ τὰ χρωματιστά των φορέματα καὶ τὰς μουσικάς των γραμμάς, ἀεροποροῦν εἰς τὸν Ἀέρα, μέ μαλακότατον ταξιδεύουν ῥυθμόν. Ἄλλοτε ἔρχονται σαν ἴα (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἄλλοτε σὰν τριαντάφυλλα, προσφερόμενα ἀπὸ ὡραῖον χέρι (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἄλλοτε σὰν κρίνοι, κρίνοι χωρὶς ἄγγελον, φέροντες Εὐαγγέλια Χαρᾶς. Καὶ ἐνίοτε ἔρχονται καὶ περικάθηνται γύρων τῶν κροτάφων, σὰν πράσινα στεφάνια κισσοῦ (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) ἐνίοτε σὰν ἀργυρόχροα Στεφάνια ἐλαίας. Κάποτε ζητοῦν, ψαύουν, θροοῦν, ψιθυρίζουν, σαν χείλη (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) καὶ κάποτε καίουν, σὰν φιλήματα. Ὤ ναι! σὰν Ἀφροδίσεια βίσινα χείλη, φιλοῦν τὰς αἰσθήσεις μεθυστικώτατα τὰ ὡραῖα Λόγια. Λόγια τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Ἀλήθεια δὲν τα λέγω ἐγώ. Ἀλήθεια εἶνε… Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια…

 

1. Εἰς ἕνα μέρος τοῦ Ἐλαιῶνος, τοῦ ἱεροῦ Ἐλαιῶνος, ποῦ ἔχει ἀκόμη ἐλαίας τοῦ ὡραίου καιροῦ, εἰς ἀγρὸν φυλαγμένον ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ του φύλλα, ἀγρὸν φουντωμένον ἀπὸ κλήματα νέα, ἕνας νέος, ξανθὸς νέος, κύπτει σκάπτων, εἰς τὴν ἱερὰν τῆς πρωΐας σιγήν.

Καὶ ὁ μόνος κρότος τῆς ἀξίνης, ὁ χανόμενος εἰς τὸ ξανθοπράσιον κῦμα τῶν κλημάτων καὶ τὸ ἀργυροῦν ἁβροσάλευμα τῶν ἐλαιῶν, λαλεῖ ῥυθμικά καὶ λέγει:

Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, ὅλην τὴν ὥραν, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε τὴν ἄμπελον ποῦ σοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, τὴν χρυσοφωτισμένην Ἄμπελον τῆς Ψυχῆς, ποῦ δίδει τὸ μεθυστικὸν τοῦ Ὡραίου ποτόν. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος τῆς Ἀμπέλου κουρασμένος, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς χρυσοφώτεινα φύλλα διὰ νὰ στεφανώσῃ τὰ νυκτόχροα μαλλιά του, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς ὡραῖα σταφύλια διὰ νὰ δροσίσῃ τὰ ῥοδόχροα χείλη του.
Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ἑντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος, ὁ Ἀπολλώνειος Κύριος -  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.

 

2. Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου περνῶ ὥρας ὡρῶν, καὶ ὅπου γυρίσουν τὰ μάτια, εἰς τὸν Ἐλαιῶνα, εἰς τὰ πλάγια τῶν καφεοροδίνων λόφων, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Πεντελικοῦ, ἢ τοῦ Πάρνηθος,ἢ τοῦ Αἰγάλεω, ἢ τοῦ Κορυδαλοῦ, τὰ μάτια μένουν μαγευμένα, καὶ ἕνα πάντα συναίσθημα πλημμυρίζει τὴν ζωήν.
Σὰν μία μουσικὴ νὰ ἔπαιζε παντοῦ, ᾆσμα χαρᾶς ἡδυτάτης καὶ λύπης ἀκροτάτης, σὰν μία ὀρχήστρα νὰ ἔπαιζεν ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ ἔφθανεν ἦχος ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ δόνησις αἰθέρος ἄηχος, νὰ ἔφθανε μόνον ἕως ἐδῶ καὶ να ἔπαλλε μουσικώτατα τὴν ψυχήν.
Τί θαυμασία ποῦ εἶνε ἡ ζωή ! τί θαυμασία ἡ αἴσθησις τοῦ νέου Σώματος εἰς τὸν ἡδονικὸν Ἀέρα ! πῶς αισθάνεται θαυμάσια εἰς τὸ κυανορόδινον φῶς καὶ ποθεῖ, ποθεῖ, ποθεῖ τὸ κάλλος ! τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τὸ ζωγραφιζόμενον ἐντός του μὲ φιλήματα μουσικά.

Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου, περνῶ  ὥρας ὡρῶν, κρατημένος ἐκεῖ εἰς τὸν Ἐαρινὸν Ἀέρα, χωρὶς νὰ διανοοῦμαι οὐδέν, αἰσθανόμενος μόνον τὸ Σῶμα νὰ ζῇ, νὰ διαμένῃ μακάριον.
Καὶ κάποτε, σὰν ἕνας πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ εἰς τὸ κυανοῦν καὶ αἰθέριον μέθυ τοῦ γλυκοῦ Ἀέρος (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) περνᾷ, μόνος πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ καὶ ἀναπερνᾷ και περιγυρίζει, ὅπως ἡ σκιὰ τῶν πουλιῶν εἰς τὸ φωτισμένον χῶμα : νὰ ἥμουν Ἔφηβος Φειδίου Μαρμάρινος, νὰ βλέπω αἰῶνας αἰώνων τὸ Ἀττικὸν Φῶς.

 

3. Ἐδῶ, ἐδῶ, εἰς τὸν Ἀττικὸν Ἀέρα, πλέει ὅλη ἡ Σοφία, γεννᾶται καὶ ἐνθουσιάζει ὁ πόθος τῶν Τελείων Καλλονῶν. Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὰ Παλάτια τοῦ Ὡραίου, Νίκης, Ἐρεχθέως, Ἀθηνᾶς, τοὺς Θείους Οἴκους, ὁ θειότερος τοῦ κόσμου Ἀὴρ ἐκδύει τὴν ψυχήν, ὅλων τῶν χυδαίων φορεμάτων, ἐνδύει καὶ κοσμεῖ αὐτήν, δι᾽ ὅλων τῶν βασιλείων ἐνδυμάτων.

Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τῶν παγκάλων Ἱερῶν τὸ θεῖον θέαμα, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ πρόθυρα, ὅπου οἱ λευκοφόροι ἱερεῖς τοῦ ὡραίου καιροῦ ἐρέμβαζον μὲ τὰ θεῖα, διαμένω ὥρας ὡρῶν, μακαρίως λησμονῶν τὴν ταπεινῆν ζωήν, μὲ ἄφωνον ἔκστασιν ἀκούων τὸ Νέον μου Σῶμα νὰ ὑμνῇ ἀφώνως, τὸν Θεὸ τοῦ Ὡραίου.

Ἀπὸ τὸν Ἐλαιῶνα, ἀπό τὰς μελῳδούσᾳς γραμμὰς τῶν Ὁρέων, ἀπὸ τὰ ἀδειανὰ ἄδυτα τῶν Ναῶν, ἀπὸ κάθε μαρμαρίνην φαεινὴν χορδήν, αἱ εἰκόνες, αἱ ἰδέαι, τὰ ἄνθη, τὰ ἀρώματα, ἐκπορεύονται, ἔρχονται, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνοιγμένα χείλη, τὰ ὡραῖα συναισθήματα, οἱ ὡραῖοι πόθοι, τὰ ὡραῖα Λόγια τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος. Ἔρχονται καὶ θωπεύουν καὶ στολίζουν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν φιλοῦν, μὲ τὸν διάπυρον πόθον νὰ τὴν κάμουν Ὡραίαν. Καὶ ἡ Ψυχὴ εὐφραίνεται καὶ μεθᾷ, σὰν Νύμφη ὑπὸ παρθένων στολιζομένη διὰ συνουσίαν μὲ Ὡραῖον Θεόν.
Ἄχ ! τί παραδίσειαι εἶνε αἱ Ὧραι ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ γαμήλια πρόθυρα. Ἐνίοτε αἰσθάνομαι ἐπὶ τῶν νώτων μαλακὸν πλοῦτον πορφῦρας, καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν λαμποβολὴν διαδήματος. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα προσκλίνει ἀκούσια ἀπὸ τῶν βαθμίδων, διὰ νὰ δεχθῇ τὰ ἁβρότατα χαρίσματα, ὅπως Βασιλεὺς ἀπὸ Θρόνον δεχόμενος δῶρα. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα ὑποκλίνεται μὲ εὐλάβειαν εἰς ὡραῖον ἄγγελον φέροντα κρίνον (ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ) καὶ ἐνίοτε μοῦ φαίνεται ὅτι, σὰν ἀπὸ Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ, μὲ ἀργυρόμαλλον νεότητα Ὄντος Ἀθανάτου, τείνω ῥοδίνην εὐδαιμονίαν χειλέων, πρὸς ἅγιον φίλημα Ὡραίας Θεότητος.

Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297

 

http://www.lit.auth.gr/node/679

http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue95_15SEPT1904.pdf

 

σελίδα 41: ΜΑΪΟΣ

http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue14_1901.pdf

σελίδες 58 -59:

http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue14_1901.pdf

σελίδα 181 : ΝΥΚΤΩΜΑ

http://www-old.lit.auth.gr/panathinaia/panathin_issue17_1901.pdf

 

«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ γρηοῦλα» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899)

http://elia.lib.ucy.ac.cy/disk4/KYRIAKATIKI/1899/pdf/kyr_issue33.pdf

 

«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ Παναγία μου - Ἡλίων χαρίσματα - Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)

http://elia.lib.ucy.ac.cy/disk4/KYRIAKATIKI/1899/pdf/kyr_issue34.pdf


Πλάτων Ροδοκανάκης : De Profundis - Ἀκρόπολις

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (1908)

 

Muoiono gli altri: di Grecia i numi
Non sanno occaso; ei dormon n' e materni
Tronchi e n' e fiori, sopra i monti i fiumi
i mari eterni
CARDUCCI

 

Ποῖος δὲν εἶδε ἐπάνω ἀπὸ τὸν λόφον τοῦ Ἁγίου Μάρκου, τὰ γυμνὰ στήθη των; Ἐκεῖ εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ὑμηττοῦ, ἐπάνω ἀπὸ τὰ μωσαϊκὰ τοῦ ἐλαιῶνος ὅπου ἡ Καισαριανὴ θυμιάζει μεσαιωνικὰς ἀναμνήσεις· ὃπου αἱ βυζαντιναὶ κυρτώσεις παίζουν μὲ τὴν εὐθεῖαν ῥέμβην τῶν μαρμάρων τῆς νεοπλατωνικῆς σχολῆς τοῦ Διοδῶρου· ὃπου αἱ μέλισσαι συλλαμβάνουν τὸν ξανθὸν ἒρωτα, μέσα εἰς τὴν μυρωμἐνην τοῦ θύμου ἀγκάλην. Ἐπάνω εἰς τὸ εὐρὺ λεκανοπέδιον τῶν Ἀθηνῶν, ἐξηπλώθησαν ὓπτιαι αἱ γυναῖκες τῶν γιγάντων τοῦ μῦθου. Εἴδετε τὰς καμπύλας τῶν λόφων αἱ ὁποῖοι φαίνονται ὡς ποτήρια ἀργυρᾶ, ἀνεστραμμένα κατόπιν ὀργίων; Εἶναι οἱ μαστοὶ τῶν θηλυκῶν Τιτάνων, ὄρθιοι, προκλητικοί, σκληροί, ἱκανοὶ νὰ στηρίξουν τὸ στῆθος τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὸν βαμβάκινον χνοῦν. Ἄλλοτε οἱ θεοὶ ἐκρέμασαν τὰ κόκκινα χείλη των, ἐρρόφησαν δυνάμεις ἀπὸ τοὺς πλαστικοὺς αὐτοὺς κάλυκας τῆς ζωῆς, καὶ ἐκυρίευσαν τὰ κρυστάλλινα ὀχυρώματα τοῦ Ὀλύμπου. Διὰ τοῦτο τὸ λευκὸν νέκταρ δὲν ἀναβλύζει ἔκτοτε ἀπὸ τὴν διαυγῆ κορυφήν των. Καὶ μόνον ὁ μαστὸς μιᾶς ἀμαζόνος, ἡ ὁποία πάνοπλος ὑπερήσπισε τὴν παρθενίαν τοῦ στήθους της ἀπὸ τὴν κορυφὴν ἑνὸς βράχου, πλημμυρίζει μὲ γάλα τὰ μαρμάρινα κύπελλα τοῦ Μνησικλέους καὶ τοῦ Ἰκτίνου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ αἰῶνες ῥοφοῦν καὶ γίνονται ἀθάνατοι.

 

Who did not see above the hill of St. Mark, their bare breasts? There, at the foot of Hymettus, above the mosaic of the olive grove where Kesariani censes medieval memories; where the byzantine bends play with the straight wandering/daydream of the marbles from the NeoPlatonic school of Diodorus; where the bees capture the blonde eros, in the midst of the myrrhed brace/bosom of thyme. Atop the wide basin of Athens outstretched/lying supine are the wives of the giants of myth. Have you seen the curves of the hills, which appear as cups of silver, inverted after the orgy? They are the breasts of female Titans, standing, provocative/tempting, tough, capable of supporting the chest of the sky with cottony villus/fluff. Whilom/Erst the gods hanged their red lips, sucked in/drunk the forces  from these handcrafted calyces* of life, and conquered the crystal fortification of Olympus. Wherefore the white nectar does not gush ever since from the transparent/clear top of the fortification. And only the breast of an Amazon, which in full armor defended the virginity of her breast from the top of a rock, floods with milk the marble cups of Mnesikles and Ictinus, from which centuries drink and become immortal.

(Translated by: Ilias Kolokouris)

 

Mnesikles:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82_%CE%BF_%CE%91%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82

 

The Monastery Rodokanakis is mentioning is up in Kesariani, and is called Frangomonastiro.

Here more: http://www.archaiologia.gr/blog/publishig/ο-άγιος-μάρκος-φραγκομονάστηρο-στο-λό-5/

Ρέμβη = Daydream. Apparently, the word "rembetis" is also connected to ρέμβη.

Εδώ περισσότερα:

 

*what's the plural of calyx in English?

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Platon Rodokanakis was born in Smyrna in 1883. At an early age, he got ill and his family had to move to Kordelio, a beautiful seaside village near Smyrna. A student, still, he decided to become a priest and took up Theology at the the Theological School of Chalke. But the narcissism of his idiosyncrasy did not let him finish his studies. He decided to return to the world and, in his words "worship beauty". He moved to Athens where he worked as a bookstore assistant and a journalist for the newspaper Acropolis. In 1916 he was assigned to organize and found the Byzantine Museum of Thessaloniki and a year later he was put on the Head of the Byzantine Department for the Ministry of Education in Athens. He passed away on 1919 of tuberculosis. His main works where Cassock in Flames and Purple Rose. In his first work, De Profundis, the influence of Oscar Wilde is visible from the title already. Brief fragmental prose, with a tendency for sensuality and hedonism that is more than profound. His shift from Christianity to Paganism was already noted from the critics of his era. Tellos Agras wrote that "he began as a Jesus-to-be and ended up an Adonis" (Nea Hestia 32- 1942). An idiosyncrasy of pessimism yet adoration of the beautiful that was immense. And of course, a scandal and a lawsuit against his Purple Rose characterized his brief life. After being accused of narrating the life of another writer and friend of his, Constantinos Christomanos, Rodokanakis rewrote his semi-autobiographical novel to avoid the charges of defamation and libellography.

 

 


Σπήλιος Πασαγιάννης : Ἔρως καὶ Σωφροσύνη

Ἕρως καὶ Σωφροσύνη (1894) 

PASAGIANNISSPILIOS

 

 

 

Pandora and her Box

Ἕρως καὶ Σωφροσύνη

 (1894, περιοδικὸν τῆς Ζακύνθου Αἱ Μοῦσαι )

 

“…Σωφρονῆτε, νέοι, σωφρονῆτε!…”

 

Τί θηρία ποῦ εἶν᾽ οἱ γέροντες!…

 

Ἥδη πρὸς πεῖσμα τῶν ἐρωτύλων ἀπομάχων τίθεται τὸ ἐξῆς ζήτημα: Ἔνθα ὑπάρχει ἔρως, δυνατὸν καὶ σωφροσύνη νὰ συνυπάρχῃ;

 

Οἱ αὐστηροὶ πελτασταὶ ἀκολουθήσατε ὅπως κατὰ τοῦ γεροντικοῦ ἀντεπεξέλθωμεν φθόνου. Καὶ δὴ, ἀπὸ τοῦ σοφωτάτου ἀνδρῶν τε θεῶν τε ἀρξώμεθα, τοῦ Διός, ὃς πολλῶν Δολωπίδων φρένας διέσεισε καὶ θέλγητρα ἔγνω, ὁ μακάριος. — Ὁ Ζεὺς ὑπῆρξε πάντοτε σώφρων; Ἀναμφιβόλως. Καὶ πῶς θέλετε νὰ παραδεχθῶμεν τοὐναντίον, ἀφ᾽ οὗ εἰς ἕνα του πταρμόν, μίαν φοράν, ἐκ βάθρων ὁ Ὄλυμπος διεσαλεύθη καὶ ἀπὸ τῆς καταλεύκου του κεφαλῆς, ὡς εἶδος κόκκος πιτυρίδος ἀνεπήδησεν ἡ θεὰ τῆς σοφίας καὶ σωφροσύνης ; 

Ὁ μέγας, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ Θεὸς, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὅπερ εἰς μίαν του διάχυσιν ἔπλασε πρὸς ἰδίαν τέρψιν καὶ ὅπερ διὰ τοῦ Προμηθέως δωρησαμένου αὐτῷ τὸ θεῖον πῦρ καὶ τέχνας παντοίας, ἄρχισε νὰ τοῦ μπαίνῃ στὸ ρουθοῦνι, διέταξε τοὺς ὑπηκόους ὑποθεοὺς Ἥφαιστον καὶ Ἑρμῆν καὶ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀφροδίτην καὶ τὰς Χάριτας νὰ πλάσωσι γυναῖκα θνητὴν μεταδίδοντες αὐτῇ τὰς θείας των ἰδιότητας. Ὁ Ἥφαιστος περιωρίσθη εἰς τὸ νὰ τὴν ζυμώσῃ ἐκ πηλοῦ καὶ τὴν ψήσῃ στὸ καμίνι — ἐντεῦθεν ἡ ἀπὸ γύφτων καταγωγὴ τῆς γυναικός, ἡ συμπάθεια πρὸς τὰ ζυμαρικὰ καὶ ἡ πρὸς τὸ ψήσιμο κλίσις αὐτῆς. Ὁ Ἑρμῆς τῇ μετέδωκε τὴν πονηρίαν, τὰ θέλγητρα καὶ τὴν εὐγλωττίαν του. Ἡ Ἀθηνᾶ σωφροσύνην, ἡ Ἀφροδίτη ἀφρο(δ)σύνην∙δηλ. ἡ τε Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη — ζηλότυπον ἀεὶ τὸ θῆλυ — συνώμοσαν νὰ μὴ τῆς δώσουν τίποτε. Αἱ Χάριτες, τέλος, καλλονήν, οἵαν μόνον ποιηταὶ —ὁ Γκίνης αἴφνης — θὰ ἐφαντάζοντο, τελείαν. Ἐπειδὴ δ᾽ ὁ γέρω Δίας ἐνόμισεν ὅτι πάντες οἱ ἐπιταχθέντες ὑπο-θεοὶ τῇ μετέδωκαν ἀπὸ κἄτι τι —ποῦ νὰ ὑποπτευθῇ τὴν προδοσίαν τῶν θυγατέρων του! —, ἔκρινε καλὸν νὰ τὴν ὀνομάσῃ, (τὸ βάπτισμα δὲν ἦτο γνωστὸν τότε), Πανδώραν. Καὶ τὸ κατώρθωσε.

 

 

Μετὰ ταῦτα διέταξε τὸν Ἑρμῆν νὰ κάμῃ τὸν καβαλλιέρο τῆς κυρᾶ-Πανδώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδωρήσατο καὶ πολύτιμον πυξίδα, καὶ τὴν ὁδηγήσῃ παρὰ τῷ Προμηθεῖ, ὃν ἰσχυρίσθη, ὁ ἐπίβουλος, ὅτι τῆς ὥριζε σύζυγον. Ὁ ἀγχινούστατος ὅμως καὶ προνοητικώτατος Προμηθεύς, ἂν καὶ ἔρριψε πρὸς τὴν Πανδώραν μερικὲς γλυκὲς ματιές, ἔχων ἀφορμὰς νὰ δυσπιστῇ πρὸς τὰ δῶρα τῶν Ὁλυμπίων, ἀπέπεμψε μὲ ὕφος δυσηρεστημένου τοκογλύφου τόν τε Ἑρμῆν καὶ τὴν κυρὰ-Πανδώραν, μὴ δεχθεὶς οὐδὲ τὴν πυξίδα τὴν πολύτιμον, ἣν ἐπιχαρίτως αὕτη τῷ προσέφερεν.

 

Ὁ Ζεὺς ἡττήθη. Εἶχε λησμονήσει, ὁ μακάριος, νὰ ἐξαποστείλῃ πρότερον τὸν πονηρόν του, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἐγγονίσκον, ὅπως προδιαθέσῃ τὴν καρδίαν τοῦ Προμηθέως καὶ τὴν ἔπαθε σἂν ἀγράμματος — καίτοι τότε δὲν εἶχεν ἀναφυεῖ γλωσσικῶν σημαιῶν σύγχυσις. — Ὠργίσθη διὰ τὴν τοιαύτην του ἧτταν καὶ ἀμέσως διατάσσει τὸν μὲν Ἔρωτα νὰ μεταβῇ πάραυτα παρὰ τῷ ἀδελφῷ τοῦ Προμηθέως, Ἐπιμηθεῖ καὶ ἐντείνων τὰ τόξα ἀγκυλώσῃ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, τὸν δ᾽ Ἑρμῆν ἵνα σπεύσῃ μετὰ τῆς Πανδώρας, εὐθὺς μετὰ τὸν Ἔρωτα παρ᾽ ἐκείνῳ.

 

Οὕτω καὶ ἐγένετο. ‘Η ἁπαλὴ τοῦ Ἐπιμηθέως καρδία ἠχμαλωτίσθη καὶ ὁ Ἑρμῆς τῷ προσέφερε μεταβὰς τὴν καλλίστην τῷ εἴδει γυναικῶν καὶ πρώτην, αὕτη δὲ ὡς γαμήλιον δῶρον τὴν πυξίδα.

 

Ὁ Ἐπιμηθεὺς μαγευθεὶς, ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας, ὁ θήλαιος, περιέσφυξε τὴν θεόπλαστον ὀσφὺν τῆς Πανδώρας —ἄδηλον ἂν ἔφερε κορσέν. Ἐκείνη ἐπιχαρίτως μειδιῶσα τῷ προσήνεγκε τὴν ἀργυρόηλον πυξίδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἀπεσφράγισαν…

 

 

Ἀλλοίμονον ! Ἡ πυξίς ἐνεῖχε τοῦ κόσμου τὰ κακά, ἄγνωστα ὡς τότε, καὶ εἰς σκνῖπας, μυῖας καὶ κώνωπας μεταμορφωθέντα ἐπέταξαν ἐκ τοῦ κόσμου τὰ πέρατα ἀπαισίως βομβοῦντα. Ἡ Πανδώρα ἔσπευσε νὰ κλείσῃ τὴν πυξίδα∙ ἀλλ᾽ ἦν ἀργὰ πλέον. Τὰ κακὰ ἀπέπτησαν πάντα καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ κρατήσῃ δεσμίαν ἐν τῇ πυξίδι τὴν Ἐλπίδα —καλόν, ὅπερ μόνον μετὰ τῶν κακῶν ηὐδόκησε νὰ κατατάξῃ ἡ Θεότης Του.

 

Ὁ Ζεὺς ἐξεδικήθη ἐκδίκησιν διττήν.

 

Ἔκτοτε χρονολογοῦνται κληροδοτηθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς ἁβροτέρας χειρὸς τὰ κακὰ τοῦ κόσμου. Ἔκτοτε παρήχθη τὸ ὀλέθριον καὶ τό, φοβερωτέρων τῶν κακῶν τῆς πυξίδος, πάροχον γένος τῶν γυναικῶν, ἀπὸ τῆς ἀπαράτου Πανδώρας.

 

Ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστί γυναικῶν θηλυτεράων
τῆς γᾶρ ὀλώϊνον ἐστι γένος∙ καὶ φῦλα γυναικῶν
πῆμα μέγα θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν — *

ποὺ ἀνάθεμά την!

 

 

…Ἑρῶν τις πάσχει ψύχωσιν…

 

*Hesiod, Theogony, 950

Γιατί απ᾽ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.

Μετάφραση στα νέα ελληνικά: Στ. Γκριγκένης

Βλέπε και εδώ

 

“…Σωφρονῆτε, νέοι, σωφρονῆτε!…”

Τί θηρία ποῦ εἶν᾽ οἱ γέροντες!…

... Be temperate, youths, Be temperate! ..."

What beasts are the old men! ...

Ἥδη πρὸς πεῖσμα τῶν ἐρωτύλων ἀπομάχων τίθεται τὸ ἐξῆς ζήτημα: Ἔνθα ὑπάρχει ἔρως, δυνατὸν καὶ σωφροσύνη νὰ συνυπάρχῃ;

Already in stubborn contradiction of flirtatious veterans the following question is placed: where Cupid exists, is it possible for Prudence to coexist?

Οἱ αὐστηροὶ πελτασταὶ ἀκολουθήσατε ὅπως κατὰ τοῦ γεροντικοῦ ἀντεπεξέλθωμεν φθόνου. Καὶ δὴ, ἀπὸ τοῦ σοφωτάτου ἀνδρῶν τε θεῶν τε ἀρξώμεθα, τοῦ Διός, ὃς πολλῶν Δολωπίδων φρένας διέσεισε καὶ θέλγητρα ἔγνω, ὁ μακάριος. — Ὁ Ζεὺς ὑπῆρξε πάντοτε σώφρων; Ἀναμφιβόλως. Καὶ πῶς θέλετε νὰ παραδεχθῶμεν τοὐναντίον, ἀφ᾽ οὗ εἰς ἕνα του πταρμόν, μίαν φοράν, ἐκ βάθρων ὁ Ὄλυμπος διεσαλεύθη καὶ ἀπὸ τῆς καταλεύκου του κεφαλῆς, ὡς εἶδος κόκκος πιτυρίδος ἀνεπήδησεν ἡ θεὰ τῆς σοφίας καὶ σωφροσύνης ; 

Oh, you stern Skirmishers follow, so that we overcome the envy of the Elders. In particular, from the wisest of men and gods let us begin, Zeus, Who violently shook the sanity of many deceitful eyed women and got to know their charm/lures, the Blissful One. - Has Zeus always been wise? Undoubtedly. And how do you want us to accept the opposite, since upon His sneezing, one time, mount Olympus was shaken to its foundations and from His white head, as a kind of grain of dandruff the goddess of wisdom and prudence jumped out?

 Ὁ μέγας, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ Θεὸς, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὅπερ εἰς μίαν του διάχυσιν ἔπλασε πρὸς ἰδίαν τέρψιν καὶ ὅπερ διὰ τοῦ Προμηθέως δωρησαμένου αὐτῷ τὸ θεῖον πῦρ καὶ τέχνας παντοίας, ἄρχισε νὰ τοῦ μπαίνῃ στὸ ρουθοῦνι, διέταξε τοὺς ὑπηκόους ὑποθεοὺς Ἥφαιστον καὶ Ἑρμῆν καὶ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀφροδίτην καὶ τὰς Χάριτας νὰ πλάσωσι γυναῖκα θνητὴν μεταδίδοντες αὐτῇ τὰς θείας των ἰδιότητας. Ὁ Ἥφαιστος περιωρίσθη εἰς τὸ νὰ τὴν ζυμώσῃ ἐκ πηλοῦ καὶ τὴν ψήσῃ στὸ καμίνι — ἐντεῦθεν ἡ ἀπὸ γύφτων καταγωγὴ τῆς γυναικός, ἡ συμπάθεια πρὸς τὰ ζυμαρικὰ καὶ ἡ πρὸς τὸ ψήσιμο κλίσις αὐτῆς. Ὁ Ἑρμῆς τῇ μετέδωκε τὴν πονηρίαν, τὰ θέλγητρα καὶ τὴν εὐγλωττίαν του. Ἡ Ἀθηνᾶ σωφροσύνην, ἡ Ἀφροδίτη ἀφρο(δ)σύνην∙δηλ. ἡ τε Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη — ζηλότυπον ἀεὶ τὸ θῆλυ — συνώμοσαν νὰ μὴ τῆς δώσουν τίποτε. Αἱ Χάριτες, τέλος, καλλονήν, οἵαν μόνον ποιηταὶ —ὁ Γκίνης αἴφνης — θὰ ἐφαντάζοντο, τελείαν. Ἐπειδὴ δ᾽ ὁ γέρω Δίας ἐνόμισεν ὅτι πάντες οἱ ἐπιταχθέντες ὑπο-θεοὶ τῇ μετέδωκαν ἀπὸ κἄτι τι —ποῦ νὰ ὑποπτευθῇ τὴν προδοσίαν τῶν θυγατέρων του! —, ἔκρινε καλὸν νὰ τὴν ὀνομάσῃ, (τὸ βάπτισμα δὲν ἦτο γνωστὸν τότε), Πανδώραν. Καὶ τὸ κατώρθωσε.

The Great, at that time, God, in order to punish mankind, which indeed he created in one outburst of his  for his personal enjoyment, and to whom through Prometheus bestowed the divine fire and arts of all sorts, began "entering his nostril" /disturbing/ getting on his nerves, ordered the subject subgods/Lesser Gods Hephaestus and Hermes and Athena and Aphrodite and the Graces to create woman mortal, transmitting to her their divine qualities. Hephaestus confined himself in kneading her from clay and baking her in the kiln - thereof the origin of woman from the Gypsies, her fondness for pasta and her tendency for baking. Hermes transmitted to her the guile, the lures and the eloquence of his. Athena (transmitted) Prundence, Aphrodite aphro-Imprudence / nonsense∙ ie. Athena and Aphrodite - jealous always the female - conspired not to give her anything. The Graces, finally, pulchritude, about which only poets -Gines suddenly- would fantasize as perfect. Because old Zeus thought that all dictated sub-gods had transmitted to her some kind of something -how could he suspect the betrayal of his daughters! - he considered fitting to name her (baptism was not known then), Pandora. And he accomplished his goal.

 

Μετὰ ταῦτα διέταξε τὸν Ἑρμῆν νὰ κάμῃ τὸν καβαλλιέρο τῆς κυρᾶ-Πανδώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδωρήσατο καὶ πολύτιμον πυξίδα, καὶ τὴν ὁδηγήσῃ παρὰ τῷ Προμηθεῖ, ὃν ἰσχυρίσθη, ὁ ἐπίβουλος, ὅτι τῆς ὥριζε σύζυγον. Ὁ ἀγχινούστατος ὅμως καὶ προνοητικώτατος Προμηθεύς, ἂν καὶ ἔρριψε πρὸς τὴν Πανδώραν μερικὲς γλυκὲς ματιές, ἔχων ἀφορμὰς νὰ δυσπιστῇ πρὸς τὰ δῶρα τῶν Ὁλυμπίων, ἀπέπεμψε μὲ ὕφος δυσηρεστημένου τοκογλύφου τόν τε Ἑρμῆν καὶ τὴν κυρὰ-Πανδώραν, μὴ δεχθεὶς οὐδὲ τὴν πυξίδα τὴν πολύτιμον, ἣν ἐπιχαρίτως αὕτη τῷ προσέφερεν.

Thereafter he ordered Hermes to act as the cavalier of Mrs. Pandora, which he gifted also with a precious box of wood, and to lead her too by the side of Prometheus, whom Zeus, the treacherous, claimed that he mandated him to be her husband. Nevertheless, the shrewd and careful Prometheus, although he cast to Pandora some sweet glances, having reasons to distrust the gifts of the Olympians, expelled Hermes and Mrs. Pandora with the air of a discontented usurer, not even accepting the precious box of wood, which in great grace she offered to him.

Ὁ Ζεὺς ἡττήθη. Εἶχε λησμονήσει, ὁ μακάριος, νὰ ἐξαποστείλῃ πρότερον τὸν πονηρόν του, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἐγγονίσκον**, ὅπως προδιαθέσῃ τὴν καρδίαν τοῦ Προμηθέως καὶ τὴν ἔπαθε σἂν ἀγράμματος — καίτοι τότε δὲν εἶχεν ἀναφυεῖ γλωσσικῶν σημαιῶν σύγχυσις. — Ὠργίσθη διὰ τὴν τοιαύτην του ἧτταν καὶ ἀμέσως διατάσσει τὸν μὲν Ἔρωτα νὰ μεταβῇ πάραυτα παρὰ τῷ ἀδελφῷ τοῦ Προμηθέως, Ἐπιμηθεῖ καὶ ἐντείνων τὰ τόξα ἀγκυλώσῃ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, τὸν δ᾽ Ἑρμῆν ἵνα σπεύσῃ μετὰ τῆς Πανδώρας, εὐθὺς μετὰ τὸν Ἔρωτα παρ᾽ ἐκείνῳ.

Zeus was defeated. He had forgotten, the prosperous, to send beforehand his sneaky, in his own image and likeness, little grandson, so as to predispose the heart of Prometheus and epically failed/ his goose was cooked as if an illiterate / he fell into his own trap as an illiterate - although there had not yet arisen a confusion of linguistic flags. - He was irritated for such a defeat of his and immediately ordered Eros, on the one hand, to go immediately before the brother of Prometheus, Epimetheus and drawing the bows to prick his heart, and Hermes, on the other hand, to rush there with Pandora by his side, immediately after Eros, to Epimetheus.

 

Οὕτω καὶ ἐγένετο. ‘Η ἁπαλὴ τοῦ Ἐπιμηθέως καρδία ἠχμαλωτίσθη καὶ ὁ Ἑρμῆς τῷ προσέφερε μεταβὰς τὴν καλλίστην τῷ εἴδει γυναικῶν καὶ πρώτην, αὕτη δὲ ὡς γαμήλιον δῶρον τὴν πυξίδα.

And so it was. The gentle heart of Epimetheus was captured and Hermes, as soon as he got there, offered him the most beautiful in respect of form of all women and first among them, and she, as a wedding gift, the box of wood.

Ὁ Ἐπιμηθεὺς μαγευθεὶς, ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας, ὁ θήλαιος, περιέσφυξε τὴν θεόπλαστον ὀσφὺν τῆς Πανδώρας —ἄδηλον ἂν ἔφερε κορσέν. Ἐκείνη ἐπιχαρίτως μειδιῶσα τῷ προσήνεγκε τὴν ἀργυρόηλον πυξίδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἀπεσφράγισαν…

Epimetheus being bewitched , opening his arms, the feminine, hugged the god created body/ loins of Pandora –it is unknown if she wore a corset.  She gracefully smiling brought close the silvermade box and together they opened/ unsealed it…

Ἀλλοίμονον ! Ἡ πυξίς ἐνεῖχε τοῦ κόσμου τὰ κακά, ἄγνωστα ὡς τότε, καὶ εἰς σκνῖπας, μυῖας καὶ κώνωπας μεταμορφωθέντα ἐπέταξαν ἐκ τοῦ κόσμου τὰ πέρατα ἀπαισίως βομβοῦντα. Ἡ Πανδώρα ἔσπευσε νὰ κλείσῃ τὴν πυξίδα∙ ἀλλ᾽ἦν ἀργὰ πλέον. Τὰ κακὰ ἀπέπτησαν πάντα καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ κρατήσῃ δεσμίαν ἐν τῇ πυξίδι τὴν Ἐλπίδα —καλόν, ὅπερ μόνον μετὰ τῶν κακῶν ηὐδόκησε νὰ κατατάξῃ ἡ Θεότης Του.

Alas!  The box had in it all the world’s distress, which were unknown till then, and being transformed into gnats, flies and mosquitoes they flew from the world’s end, buzzing hideously. Pandora hurried to seal the box; but it was already too late. All evil flew away (into the world), and she barely managed to hold on inside the box a bundle of Hope –a virtue, which his holiness managed to make coexist only together with distress.

Ὁ Ζεὺς ἐξεδικήθη ἐκδίκησιν διττήν.
Zeus avenged a twofold avenge.


Ἔκτοτε χρονολογοῦνται κληροδοτηθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς ἁβροτέρας χειρὸς τὰ κακὰ τοῦ κόσμου. Ἔκτοτε παρήχθη τὸ ὀλέθριον καὶ τό, φοβερωτέρων τῶν κακῶν τῆς πυξίδος, πάροχον γένος τῶν γυναικῶν, ἀπὸ τῆς ἀπαράτου Πανδώρας.

 

Ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστί γυναικῶν θηλυτεράων
τῆς γᾶρ ὀλώϊνον ἐστι γένος∙ καὶ φῦλα γυναικῶν
πῆμα μέγα θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν — *

ποὺ ἀνάθεμά την!

…Ἑρῶν τις πάσχει ψύχωσιν…

Thenceforward the world’s distress is aged, handed to us by the sweetest of hands. Thenceforward the distress and most disastrous of evils of the compass were created, from the generous gender of women, from the accursed Pandora.   

For from her is the race of women and female kind:
of her is the deadly race and tribe of women 
who live amongst mortal men to their great trouble,
no helpmeets in hateful poverty, but only in wealth.

 Damn her!

 ...When someone is in love he is suffering a psychosis...

 

Translated by: Ilias Kolokouris

 

 Peltastes: https://el.wikipedia.org/wiki/Πελταστής

http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/f/9/metadata-a4bf22b1d25793dd383b712055f442c5_1273817075.tkl&do=68245_w.pdf&pageno=21&pagestart=1&width=841&height=595&maxpage=53&lang=en

 

**Hermes o Logios, ως θεός των γραμμάτων και της ερμηνείας, ο θεός που μεταφέρει

που μετα-κομίζει, και ο εγγονίσκος που παίζει εδώ και γι' αυτό η εμμονή με τα γράμματα και τις δύο γλώσσες

στην συγκεκριμένη παράγραφο.


Ναπολέων Λαπαθιώτης : Ο Δημοφών κι ο θάνατος

 

Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής· πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη απιστία…

 

            Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα, για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου.

 

            Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ΄ όλες τις μεριές, τόσο στενά που ’λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ’φθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (πού να ’ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια θα ’μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’  από τα ξακουστά επιγράμματά του!

 

            Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος ξέρει…

 

            Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα – θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του· γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ’κανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι έμοιαζε σαν κομμένη μέσ΄ στο βράχο.

 

            Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή :

 

            — Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα…

 

            Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μέσ΄ στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάۤ· εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού!

 

            Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πει.

 

            Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε : 

 

            — Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;

 

            — Ναι, πάντα.

 

            Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια απ΄ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.

 

            — Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια μέρα;

 

            — Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.

 

            — Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;

 

            — Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο…

 

            — Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;

 

            — Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…

 

            — Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.

 

            — Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.

 

            — Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;

 

            — Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.

 

            — Και τότε;…

 

            — Δεν ξέρω· περιμένω.

 

            — Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα;

 

            — Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.

 

            — Συμπέρασμα;

 

            — Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.

 

            — Αν είχες θα την ακολουθούσες;

 

            — Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω.

 

            Τότε η σκιά του ’κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά και του ’δειξε δυο θύρες σκαμμένες μέσ΄ στο βράχο που είχαν τώρα λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.

 

            — Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς την κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι μέσ΄ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ! 

 

            Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις.

 

            Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του· και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του!

 

            Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή :

 

            — Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους!…

 

            Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!

 

            Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά.

 

            Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μέσ΄ από τον ορατό τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του.

 

            Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.-

 Εφημερίδα «Ελευθερία», 26-4-1953.