Ἀντιφεγγίδες (1895)
Στη μνήμη τοῦ Φίλιππου Βλάχου
Πρόλογος
Κι ὁ ἄθρωπος εἷναι σὰν τὰ φύλλα τοῦ δένδρου, ποὺ τ᾽ ἀόρατο τοῦ χινοπώρου χέρι σκορπίζει καὶ παραδέρνει στὴ γῆς ἀπάνου.
Ἡ ζωὴ περνάει.
Κι ἡ φωνὴ τοῦ ποιητῆ στὸ ψιθύρισμα τῶ φύλλωνε μοιάζει. Τὰ φύλλα μιλοῦνε στὲς ἁπαλὲς καρδιὲς σὰν ὁ Ζέφυρος γλυκὰ τὰ χαϊδεύει, ἡ μελωδία τοῦ πουλιοῦ -ποὺ χαρούμενο τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς, γιὰ μία φορὰ ἀκόμα ξαναβλέπει - δὲν εἶναι κουφὸ αἴνιγμα· τῶν φύλλων τὸ ριὸ βωβὸ δὲν εἶναι, ὅλα θυμίζουν στὴν καρδιὰ παλαιὲς ἱστορίες κι ἀγάπες πεθαμένες.
Τ᾽ ἀθρώπου ἡ ψυχὴ στὰ περασμένα πάντα ἀρμενίζει καὶ γιὰ τὰ μελλούμενα λαχταράει, εἶναι σὰν ἕνα βαθὺ πηγάδι νερὸ γιομάτο, ὅπου, ὅμοιες μὲ ἄστρα, καθρεφτίζονται μία κατόπι στὴν ἄλλη οἱ στιγμὲς τοῦ καιροῦ ποὺ θα ᾽ρθει καὶ φεύγει σὰν ἄπιαστο πουλί.
Prologue
And man is like the leaves of the tree, that the invisible hand of Fall scatters and sways on the earth.
Life is just passing by.
And the voice of the poet looks like the whisper of the leaves . The leaves are speaking to the gentle hearts just as Zephyros is sweetly caressing them, the melody of the bird - that happy bird, in the redness of dawn, once again able to see- the melody is not a deaf enigma; the flow of the leaves is not silent, everything is reminding to the heart of old stories and deceased loves.
The soul of man always sails to those days of the past, and is longing for future things, it is like a deep well full of water, where, stars- alike, one after the other, the moments of time passed and time yet to come and go like an elusive bird, the moments are reflecting down there at the well, one after the other.
The Barbarians
Οἱ Βάρβαροι
Στὴ μέση ἀπὸ ἕναν ἐλαιώνα, ἤτουν χτισμένος ἕνας μικρὸς τετράγωνος ναὸς με δεκάξη κολῶνες τρογύρου, ὕπαιθρος, καὶ μέσα ἕνα ἄσπρο ἄγαλμα μαρμαρένιο τοῦ Ἑρμῆ στὸν ὕπνο.
In the middle of an olive grove, there was built a small square temple, with sixteen columns all around, out in the open air, and in it a white marble statue of Hermes asleep.
Ὁ γλύφτης ποὺ τὸν ἔκαμε στὸ μάρμαρο ζωὴ εἶχε δώκει· φαινότουν ὠς ν’ ἀνάπνεγε ὁ θεός εὐτυχισμένος· καθὼς ὁ Ὄνειρος γλυκὰ τὴ φαντασία τοῦ χάιδευε τὰ χείλια του γελούσαν — λίγο ἀκόμα κι ἡ πέτρα θὰ μιλοῦσε.
The sculptor who made him had given life to the marble; it seemed as if the god was breathing happy; whilst Dream sweetly was caressing his imagination, his lips were laughing- a little more and the stone would speak.
Χρόνια πολλὰ ἀπεράσαν ἀπό τὸν καιρὸ ποὺ ὁ γλύφτης στὴν πέτρα ἔδωκε μορφή· καὶ πολλὲς θυσίες γινήκαν στὸν ἀποκοιμισμένον τὸν θεό· γενεὲς ἀνθρώπων εἶχαν προσευκηθεῖ μπροστὰ στὸ ἁγνό τὸ μάρμαρο.
Years of many passed by since the time that the sculptor gave shape to the stone; and many sacrifices had been given to the asleep god; generations of people had prayed in front of the virgin marble.
Ἡ ἄνοιξη καὶ πάλε εἶχε στολίσει τὲς ἱερὲς ἐλιὲς μὲ ἄσπρα μικρὰ λουλούδια σὰν ἀπὸ χιόνι· τὰ χελιδόνια καὶ πάλε πετούσαν κελαδώντας ἀπὸ χαρά πού ’χαν ξανάβρει τὲς ποθητὲς φωλιές.
Spring again had graced the sacred olive trees with white small flowers that looked like made of snow; the swallows again were flying chirping of joy, joy that they had found again the desirable nests.
Κι ἐχαιρότουν ἡ φύση κι ἔζιουνε ὁλόγυρα στὸν ἄψυχο ναό, στὰ πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιὰ τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν, ὁ ἀγἐρας ὁ ἴδιος εἶχε λουστεῖ στὴ φαιδρότη.
And nature was happy and girdling the soulless temple, up on the green trees full of flowers birds were singing, butterflies were flying, and the wind itself had showered in delight/ blissfulness.
Μὰ οἱ ἄγριοι στρατιῶτες ποὺ τοῦ Χριστοῦ τὴ θρησκεία ἐλατρεύαν, ναούς, ἀγάλματα, κι ἀρχαιότη μισώντας, ὅλα ἐκάνανε στάχτη.
But the wild soldiers that worshiped the religion of Christ, out of hatred for temples, statues, and Antiquity, they put everything to flames/ ashes.
Καὶ κεῖ στὸν ἔρμο ναὸ ὅπου ὁ Ἑρμῆς ἀπὸ αἰῶνες κοιμούτουν, ἀνάμεσα στὲς πράσινες ἐλιές — φορτωμένες τώρα ἄσπρα μικρὰ λουλούδια — εἴχανε φτάσει, ὁπλισμένα τὰ βάρβαρα χέρια μὲ βαριὰ σφυριά, μὲ καταστρεφτικὰ τσεκούρια.
And there, in the poor desolate temple where Hermes, for centuries, was sleeping, in the midst of the green olive trees - now loaded with white small flowers - there had arrived, enarmed barbarian hands with heavy hammers, with destructive axes.
Ἐκεῖνοι χαρούμενοι κομμάτια ἐκάναν τοῦ Ἑρμῆ τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ ναὸ συντρίβαν, μὰ οἱ ἐλιές ποὺ ἴσκιαζαν αὐτὸ τὸ στολίδι τῆς φύσης βροχὴ τ’ ἄνθια τους ρίχνανε ἀπάνου στὰ ἀρέπια που ὀπίσω τους οἱ βάρβαροι ἀφήναν.
They gleefully tore the statue of Hermes to pieces and crushed down the temple, but the olive trees that were once giving shade to this ornament of nature, now were springing down their flowers up on the ruins that the Barbarians left behind them.
Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάμπας.
Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα.
Ἁπόλλων καὶ Δάφνη
ανατρέπει το μύθο, δεν είναι πια μία σκηνή βιασμού όπως στον Οβίδιο, αλλά ομοιάζει με ΑΕΜ, Δάφνις και Χλόη. Η γυναίκα έχει την επιθυμία και ο άνδρας. Ο Απόλλων ίσως λίγο λιγότερο επιθυμεί. Είναι θεός, τι μπορεί να θέλει; Ο Θεοτόκης παραλάσσει τον μύθο. Η Δάφνη θέλει και δεν θέλει. Ενώ στον Οβίδιο όλα είναι δημιου΄ργημα του Έρωτα και η Δάφνη δεν θέλει σίγουρα.
Β᾽
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.
Κάπου ἡ θάλασσα γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧταν.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.
Apollo and Daphne
A'
Hyperion hitched up the white horses, rode up the chariot of fire and took the gold embroidered leashes in his hands.
Night was moving forward and the rosy-coloured Dawn was following nearby. The sky was dim, without any star, meanwhile in the east the red breath of the white horses was visible. Zephyrus blew; happily the trees scrunched and all together with the birds they began singing a song. All of Nature was living the new life of another day. In the bidding of a beam, Hypnos fell asleep and Silence hid away the speechless face; and, as when the victor enters his country, and the people with joy and excitement shout Hip Hip Hooray, the same way Nature was buzzing, when Apollo at once conquered the sky.
B.
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.
In the green meadows of Thessaly, similar to the Elysian Fields, where the white steeds of Apollo graze at night, on the green grass soaked with Nectar by Zeus, a Nymph with blond hair close to a silver stream, she marvelled too at the redness of dawn, that is the red breath of the white horses, and with a smile of happiness she saw the luminescent chariot on the celestial dome of the sky, rising up, glowing like a golden sphere that was lit by the fire, unique grandeur in the sky of daylight.
He saw her too, Apollo.
And the whole day, while he was pricking the white steeds, he was pondering of her.
Γ.
Τὸ μεσημέρι ἀπέρασε καὶ τ' ἄλογα χαρούμενα στὰ Ἠλύσια νὰ γυρίσουν, σηκώνονταν στὰ πισινὰ ποδάρια, χρημήτιζαν, καὶ καπνὸς ἀπὸ τ' ἀρθούνια τους ἔβγαινε ἡ πνοή τους, καὶ σπίθες ἀπὸ τ᾽ ἄγρια μάτια τους.
The middle of the day passed and the horses joyfully returning to the Elysian Fields, stood up on their back feet, nickering/ neighing and like fume from their nostrils their breath came out, and sparks from their wild eyes.
Δ.
Κάπου ἡ θάλασσα γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
In his chariot seated the god, in front of him he always watched with serenity, his hands still were holding on strongly to the golden straps.
Somewhere the sea azzure and black and golden, restless; the earth; and the people; green fields, woods, mountains, countries, Mount Olympus.
Above, infinity, without a beginning or an end; everywhere, infinity, all over the earth,on the sun, on the islands of infinity.
E.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧταν.
And again, the rare clouds, red in the colourness of the Sunrise; the tops of the trees merely basking in the sun, but little by little even from there the sun was going away.
Now only the mountaintops.
And in a while, merely the few clouds that were close to the West.
The wind was turning to violet colour and began to turn black.
And after he unfastened the white horses, loose out on the Elysian Fields, Hekebolos Apollo, hitting faraway into the distance, with his golden lyre in hand, he went to sing, in the midst of the dusk, on the riverfront of the stream, where he saw the Nymph.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.
First time ever had the Nymph heard such a divine voice, such a divine melody, and a little bit concerned yet curious about it and dazzled, little by little she leaned forward/ gradually emerged.
Oh it was Apollo.
Divine face, flash of Infinity, deep gaze, and serene immortal beauty.
The Nypmh stayed there waiting.
And God stood up with his lyre in his hand, and he embraced her. - Alas.
The Nymph was trembling, thinking/sensing the magnificence of the god. The prosperity of love she did not want, faithfull to the worship of Artemis.
Eros for her, a sin, a blasphemy, to desire a god. To father Zeus she prayed, to set her free.
He listened to her.
And whilst Apollo was kissing here mouth, the toenails of her where growing out, they were becoming roots, the body that the god was grasping was becoming wood, the hands branches, the fingers sprigs, the nails twigs.
And you can still find the tree in the forests of Greece.
It's the glorious Daphne.
Βλέπε και Οβιδίου Μεταμορφώσεις:
http://www.theogonia.gr/metamorfoseis/pllnkdphn.htm
«Στάσου» ικέτευε ο Απόλλωνας. Εκείνη το έβαλε στα πόδια,
άφηκε πίσω τον θεό - και του θεού ανώφελα τα λόγια.
Ξοπίσω εκείνος έτρεξε. «Δάφνη, σταμάτα, σ᾽ αγαπώ - κι εξάλλου
δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου.
Είμαι προφήτης, ξέρω τα μελλούμενα, ξέρω τα περασμένα·
υπόψιν είμαι και γιατρός - κι ας μην μπορώ να γιατρευτώ από σένα.»
Του κάκου· δεν τον άκουγε. Σαν άνεμος ξεχύθηκε στα όρη,
ανέμιζαν στις αύρες τα μαλλιά και φάνταζε πιο όμορφη η κόρη.
Δεν άντεξε άλλο ο θεός του πόθου στην καρδιά του το δρολάπι -
γρήγορη από φόβο αυτή, πιο γρήγορος εκείνος από αγάπη.
Την πρόφτασε· η κοπελιά εσήκωσε τα χέρια στον αγέρα:
«Η ομορφιά με κάνει ποθητή· άλλαξε τη μορφή μου, ω πατέρα!»
Δεν πρόκανε το λόγο της να πει, πάγωσε η κίνησή της,
φυτρώνει φλούδα ολόγυρα και φυλλωσιά ψηλά στην κεφαλή της·
σαν γιασεμί τα χέρια της, όμως τα χέρια είναι τώρα κλώνοι,
έγινε το κορμάκι της κορμός και σαν κορμός μέσα στη γης ριζώνει.
Εκείνος την αγκάλιασε· φιλούσε ξύλο, δε φιλούσε στόμα
κι αφουγκραζόταν μέσα στον κορμό μία καρδιά που χτύπαγε ακόμα.
«Οι μοίρες δεν το έστερξαν· δε σ᾽ έκανε γυναίκα του ο Απόλλων·
αλλά σα δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά θα ᾽σαι δική του
ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.»
Metamorphoses
I. 452-567
English Translation | Original Latin | |
---|---|---|
Peneian Daphne was Apollo's first love, which |
Primus amor Phoebi Daphne Peneia, quem non |
(Δάφνη), a fair maiden who is mixed up with various traditions about Apollo. According to Pausanias (10.5.3) she was an Oreas and an ancient priestess of the Delphic oracle to which she had been appointed by Ge. Diodorus (4.66) describes her as the daughter of Teiresias, who is better known by the name of Manto. She was made prisoner in the war of the Epigoni and given as a present to Apollo. A third Daphne is called a daughter of the rivergod Ladon in Arcadia by Ge (Paus. 8.20.1; Tzetz. ad Lycoph. 6; Philostr. Vit. Apollon. 1.16), or of the river-god Peneius in Thessaly (Ov. Met. 1.452; Hyg. Fab. 203), or lastly of Amyclas. (Parthen. Erot. 15.) She was extremely beautiful and was loved and pursued by Apollo. When on the point of being overtaken by him, she prayed to her mother, Ge, who opened the earth and received her, and in order to console Apollo she created the ever-green laurel-tree (δάφνη), of the boughs of which Apollo made himself a wreath. Another story relates that Leucippus, the son of Oenomaüs, king of Pisa, was in love with Daphne and approached her in the disguise of a maiden and thus hunted with her. But Apollo's jealousy caused his discovery during the bath, and he was killed by the nymphs. (Paus. 8.20.2; Parthen. l.c.) According to Ovid (Ov. Met. 1.452, &c.) Daphne in her flight from Apollo was metamorphosed herself into a laurel-tree.
https://www.jstor.org/stable/23041206?seq=1#page_scan_tab_contents
Libanius,Progymnasmata 17, Apollo and Daphne
Libanius, Oration XI, 94-99
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που γεννήθηκε στην Κέρκυρα, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι..Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το «Η ζωή των ορέων», που δημοσιεύθηκε και από τον Ερμή της Γαλλίας. Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο.
Το 1889 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταφεύγει στη Βενετία για οικονομικούς λόγους, όπου και γνωρίζει την βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς. Ύστερα από αντιρρήσεις του πατέρα του την παντρεύεται δύο χρόνια αργότερα και αποκτά μαζί της μία κόρη.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.
Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: Σακούνταλα, Μαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.
Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.
Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.
Η λογοτεχνία στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σ' αυτήν αντικατοπτρίζονται, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αλλά και διάφορα νέα λογοτεχνικά ρεύματα (νατουραλισμός, κριτικός ρεαλισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός κ.ά.). Η γέννηση και η ανάπτυξη του εργατικού καθώς και του σοσιαλιστικού και πρώιμου κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, ο πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και φυσικά η μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστους σπουδαίους λογοτέχνες.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο οποίος μάλιστα πέρα από το έργο του, ήταν και ο ιδρυτής μιας σοσιαλιστικής κίνησης στην Κέρκυρα, το 1911. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1898, μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Τέχνη», του Κ. Χατζόπουλου. Στη συνέχεια, δημοσίευσε διηγήματα στο «Διόνυσο» και στο «Νουμά», που είναι εμπνευσμένα από τη ζωή στην Κέρκυρα και από διάφορα ιστορικά γεγονότα.
Γενικότερα, η Κέρκυρα, τόπος γέννησης του ποιητή, είναι σχεδόν πάντα το φόντο στα έργα του. Οπως αναφέρει ο Τάκης Αδάμος, στόχος του Θεοτόκη ήταν να δώσει τον άνθρωπο στις κοινωνικές του σχέσεις και με το έργο του να ξεσκεπάσει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας, που δεν ήταν άλλες από την οικονομική ανισότητα και τη σκληρή εκμετάλλευση που κυριαρχεί στην ταξική κοινωνία. «Κι από την άποψη αυτή, η κοινωνική σύνθεση της Κέρκυρας ήταν εξαιρετικά πρόσφορη. Στην Κέρκυρα υπήρχε ακόμα το φεουδαρχικό αρχοντολόι, που στην πλειοψηφία του ζούσε με την ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων του και που έφθινε καθημερινά, ανίκανο να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Δίπλα τους, υπήρχε η αστική τάξη, που διαμορφώνονταν στην πόλη και στο χωριό, παραμέριζε όλο και πιο πολύ το αρχοντολόγι από την οικονομική και κοινωνική ζωή κι εκμεταλλεύονταν το ίδιο σκληρά το μόχθο των εργατών στις φάμπρικες των αγροτών στον κάμπο, με τη βοήθεια του αντιλαϊκού, διεφθαρμένου κι ανήθικου κράτους και των πολιτικών εκπροσώπων της. Κι ανάμεσα σ' αυτούς ο εργαζόμενος λαός βουτηγμένος στην αθλιότητα, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, την καθυστέρηση...». Παράλληλα, όμως, με το έργο του αναδείκνυε και περιπτώσεις λαϊκών ανθρώπων με ολοφάνερη τη θέληση να παλέψουν, για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη ζωή της κοινωνίας...
Το διήγημα ξετυλίγεται στο Μαντούκι, εργατικό προάστιο της Κέρκυρας. Επίκεντρο της ιστορίας είναι το αίσθημα ανάμεσα στον πολιτικό παράγοντα και ξεπεσμένο οικονομικά Αντρέα με τη νεαρή εργάτρια Ρήνη. Εμπόδιο στην αγάπη τους θα σταθούν τα χρήματα, αλλά και η νοοτροπία του Αντρέα, που λογαριάζει να μπορέσει να ξανασταθεί οικονομικά μέσα από το γάμο και την προίκα. Παράλληλα, μέσα στο έργο αναδεικνύονται κι άλλες πλευρές, όπως η διαφθορά, που είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα, που κίνητρό του έχει το κέρδος. «Μωρέ καμία κυβέρνηση δεν το κυνηάει το λαθρεμπόριο... Εμπόριο είναι κι αυτό, τόσο τίμιο όσο και τ' άλλο». Σημαντική πλευρά του έργου είναι και η αναφορά στη θέση της γυναίκας, που άλλωστε ήταν κοινό θέμα σε πολλούς λογοτέχνες της περιόδου, και η συνειδητή προσπάθειά της για χειραφέτηση. Το κυριότερο, όμως, είναι η τελική απόφαση της Ρήνης στο τέλος του έργου... «"Οχι!", του 'πε μ' απόφαση, "εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. Θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να βρω αλλού εργασία. Θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;"». Μια απόφαση συνειδητή, που φανερώνει και τη νέα τάξη που ανατέλλει, με διαφορετική ηθική, την ηθική της εργατικής τάξης.
Στην πραγματικότητα, με το έργο αυτό ο Θεοτόκης μετουσιώνει καλλιτεχνικά το νομοτελειακό ιστορικά φαινόμενο της εξέλιξης της κοινωνίας, το πέρασμά της από ένα κατώτερο σ' ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα. Με επίκεντρο την οικογένεια του ξεπεσμένου αριστοκράτη Αλέξανδρου Οφιομάχου, περιγράφεται η κατάρρευση της φεουδαρχίας, η αμείλικτη εκτόπισή της από την αστική τάξη σε όλους τους τομείς της ζωής: οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό. Μα, την ίδια στιγμή που η τάξη αυτή ανεβαίνει στο προσκήνιο, προδιαγράφεται κιόλας στο βάθος ο αναπότρεπτος χαμός της... «Τόσο οπίσω ο τόπος τούτος δεν ημπορεί να μένει για πάντα κι ούτε μπορεί να περιμένει το φυσικό και αργό ξετύλιγμα για τούτο το ξύπνημα. Πρέπει να 'ναι σύντομο και γρήγορο... Σε μια στιγμή σαν τούτη, όταν σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ' όλα τα μέρη, πάνωθε από έναν γερασμένο κόσμο, πώς θα μπορέσει να μείνει ο τόπος τούτος αδιάφορος;»...
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, μαζί με τον Κώστα Παρορίτη, με το έργο τους ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, πολύ πριν ακόμα την καθιέρωση του όρου. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που γράφει ο Τ. Αδάμος:
«Μπόρεσε να συλλάβει και να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της εποχής, την ουσία των κοινωνικών σχέσεων και των φαινομένων της ελληνικής ζωής. Δεν στέκεται στην επιφάνεια... Πίσω από την ηθογραφική μορφή υπάρχει το κοινωνικό υπόβαθρο. Η επίμονη αναζήτηση των νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, των αιτιών που προκαλούν την κοινωνική ανισότητα, τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Ο Θεοτόκης δεν σταματάει στις θέσεις του κριτικού ρεαλισμού. Δεν τον φτάνει να επισημάνει και να στιγματίσει μόνο την κοινωνική αδικία και ανισότητα. Προχωρεί πολύ περισσότερο. Στο έργο του προβάλλει μια κοινωνία καινούργια, ανώτερη, πιο δίκαιη και ανθρώπινη. Γενική είναι η εκτίμηση ότι με το έργο του η ελληνική πεζογραφία ανεβαίνει στο σκαλοπάτι της ωριμότητάς της κι ο ρεαλισμός στη βαθιά κι ουσιαστική του έννοια, αποχτάει τις πρώτες λογοτεχνικές περγαμηνές ελληνικής ιθαγένειας».
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το μοντέλο του Θεοτόκη για τα κερκυραϊκά διηγήματά του είναι η αρχαία ελληνική τραγωδία, αλλά η απόσταση είναι εμφανής όταν σκεφθούμε τις τραγωδίες που έχουν γράψει νεοέλληνες συγγραφείς, και ιδίως αυτές του Καζαντζάκη και του Σικελιανού (οι οποίοι έχουν επίσης περάσει από το στάδιο του αισθητισμού). Χρησιμοποίησα έως τώρα τους όρους «ρεαλισμός» και «νατουραλισμός»· οι όροι αυτοί, καθώς και τα ονόματα των Balzac, Flaubert, Maupassant, Zola, αλλά και Mérimée, Τουργκιένιεφ και Paul Heyse έχουν αναφερθεί από τους κριτικούς. Η έμφαση στο milieu και η ζοφερή ατμόσφαιρα κάνουν τον Zola και το νατουραλισμό το πλησιέστερο πρότυπο· όμως, μολονότι τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Zola περιέχουν αιμομειξίες, μοιχείες, φόνους από έρωτα και για οικονομικές διαφορές, είναι γραμμένα σε ένα τελείως διαφορετικό ύφος, που φαίνεται εύγλωττο, ανεπτυγμένο, σχεδόν χαλαρό σε σύγκριση με το λιτό, κοφτό ύφος του Θεοτόκη, είτε στο μικροεπίπεδο του κειμένου είτε στο μακροεπίπεδο της επιλογής και σύνδεσης των αφηγηματικών μονάδων. Το μοντέλο του Θεοτόκη μάλλον πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Αρχές του 20ού αιώνα. Βρισκόμαστε στην πρώτη του δεκαετία, κατά την οποία ξεκινά και ευοδώνεται η έκδοση του περιοδικού Ο Νουμάς: ενός περιοδικού μαχητικού, που υπήρξε όχι απλώς μια γλωσσική καταβολή για την εκπαίδευση, αλλά διαρκέστερα και μια κοινωνική, μέσα από τη σκέψη και από τη λογοτεχνία, έπαλξη του δημοτικισμού.
Από την έπαλξη αυτή θα δώσει και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης το παρών ως πεζογράφος όχι πλέον της φανταστικής μυθοπλασίας, την οποία καλλιέργησε κυρίως απ’ το «Πάθος» (1899) ως τον «Απελλή» (1904), αλλά αντίθετα της ρεαλιστικής πεζογραφίας. Γιατί εκεί δημοσιεύονται, η μία μετά την άλλη, εκτός από την πρώτη και την τελευταία, οι Κορφιάτικες ιστορίες. Με αυτές ο συγγραφέας τους παύει να είναι μόνον ένας διανοητής με ευρωπαϊκή παιδεία και με εκτεταμένη γλωσσομάθεια (και νεκρών γλωσσών ακόμη), γνώριμος σε μια κλειστή ελίτ αναγνωστών και οπαδών του εκ Βορρά συμβολισμού (των περιοδικών Η Τέχνη και Διόνυσος, στα οποία και ο ίδιος συνεργάστηκε)· αλλά συνοδοιπορώντας με τους άλλους ομοτέχνους του τώρα στρέφεται και αυτός προς την εντοπιότητα και έτσι αρχίζει να αποσπά την προσοχή βαθμηδόν ενός ευρύτερου κοινού […].
Περισσότερα εδώ:
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=32