Κωνσταντίνος Θεοτόκης - Αντιφεγγίδες (1895)

December 20, 2017

Ἀντιφεγγίδες (1895) 

Στη μνήμη τοῦ Φίλιππου Βλάχου

Πρόλογος
 

Κι ὁ ἄθρωπος εἷναι σὰν τὰ φύλλα τοῦ δένδρου, ποὺ τ᾽ ἀόρατο τοῦ χινοπώρου χέρι σκορπίζει καὶ παραδέρνει στὴ γῆς ἀπάνου.
Ἡ ζωὴ περνάει.

Κι ἡ φωνὴ τοῦ ποιητῆ στὸ ψιθύρισμα τῶ φύλλωνε μοιάζει. Τὰ φύλλα μιλοῦνε στὲς ἁπαλὲς καρδιὲς σὰν ὁ Ζέφυρος γλυκὰ τὰ χαϊδεύει, ἡ μελωδία τοῦ πουλιοῦ -ποὺ χαρούμενο τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς, γιὰ μία φορὰ ἀκόμα ξαναβλέπει - δὲν εἶναι κουφὸ αἴνιγμα· τῶν φύλλων τὸ ριὸ βωβὸ δὲν εἶναι, ὅλα θυμίζουν στὴν καρδιὰ παλαιὲς ἱστορίες κι ἀγάπες πεθαμένες.

Τ᾽ ἀθρώπου ἡ ψυχὴ στὰ περασμένα πάντα ἀρμενίζει καὶ γιὰ τὰ μελλούμενα λαχταράει, εἶναι σὰν ἕνα βαθὺ πηγάδι νερὸ γιομάτο, ὅπου, ὅμοιες μὲ ἄστρα, καθρεφτίζονται μία κατόπι στὴν ἄλλη οἱ στιγμὲς τοῦ καιροῦ ποὺ θα ᾽ρθει καὶ φεύγει σὰν ἄπιαστο πουλί.

 

 

Prologue

And man is like the leaves of the tree, that the invisible hand of Fall scatters and sways on the earth.
Life is just passing by.

And the voice of the poet looks like the whisper of the leaves . The leaves are speaking to the gentle hearts just as Zephyros is sweetly caressing them, the melody of the bird - that happy bird, in the redness of dawn, once again able to see- the melody is not a deaf enigma; the flow of the leaves is not silent, everything is reminding to the heart of old stories and deceased loves.

The soul of man always sails to those days of the past, and is longing for future things, it is like a deep well full of water, where, stars- alike, one after the other, the moments of time passed and time yet to come and go like an elusive bird, the moments are reflecting down there at the well, one after the other. 

The Barbarians

Οἱ Βάρβαροι

Στὴ μέση ἀπὸ ἕναν ἐλαιώνα, ἤτουν χτισμένος ἕνας μικρὸς τετράγωνος ναὸς με δεκάξη κολῶνες τρογύρου, ὕπαιθρος, καὶ μέσα ἕνα ἄσπρο ἄγαλμα μαρμαρένιο τοῦ Ἑρμῆ στὸν ὕπνο.

In the middle of an olive grove, there was built a small square temple, with sixteen columns all around, out in the open air, and in it a white marble statue of Hermes asleep. 

Ὁ γλύφτης ποὺ τὸν ἔκαμε στὸ μάρμαρο ζωὴ εἶχε δώκει· φαινότουν ὠς ν’ ἀνάπνεγε ὁ θεός εὐτυχισμένος· καθὼς ὁ Ὄνειρος γλυκὰ τὴ φαντασία τοῦ χάιδευε τὰ χείλια του γελούσαν — λίγο ἀκόμα κι ἡ πέτρα θὰ μιλοῦσε.

The sculptor who made him had given life to the marble; it seemed as if the god was breathing happy; whilst Dream sweetly was caressing his imagination, his lips were laughing-  a little more and the stone would speak. 

Χρόνια πολλὰ ἀπεράσαν ἀπό τὸν καιρὸ ποὺ ὁ γλύφτης στὴν πέτρα ἔδωκε μορφή· καὶ πολλὲς θυσίες γινήκαν στὸν ἀποκοιμισμένον τὸν θεό· γενεὲς ἀνθρώπων εἶχαν προσευκηθεῖ μπροστὰ στὸ ἁγνό τὸ μάρμαρο.

Years of many passed by since the time that the sculptor gave shape to the stone; and many sacrifices had been given to the asleep god; generations of people had prayed in front of the virgin marble.  

Ἡ ἄνοιξη καὶ πάλε εἶχε στολίσει τὲς ἱερὲς ἐλιὲς μὲ ἄσπρα μικρὰ λουλούδια σὰν ἀπὸ χιόνι· τὰ χελιδόνια καὶ πάλε πετούσαν κελαδώντας ἀπὸ χαρά πού ’χαν ξανάβρει τὲς ποθητὲς φωλιές.

Spring again had graced the sacred olive trees with white small flowers that looked like made of snow; the swallows again were flying chirping of joy, joy that they had found again the desirable nests. 

Κι ἐχαιρότουν ἡ φύση κι ἔζιουνε ὁλόγυρα στὸν ἄψυχο ναό, στὰ πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιὰ τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν, ὁ ἀγἐρας ὁ ἴδιος εἶχε λουστεῖ στὴ φαιδρότη.

And nature was happy and girdling the soulless temple, up on the green trees full of flowers birds were singing,  butterflies were flying, and the wind itself had showered in delight/ blissfulness. 

Μὰ οἱ ἄγριοι στρατιῶτες ποὺ τοῦ Χριστοῦ τὴ θρησκεία ἐλατρεύαν, ναούς, ἀγάλματα, κι ἀρχαιότη μισώντας, ὅλα ἐκάνανε στάχτη.

But the wild soldiers that worshiped the religion of Christ, out of hatred for temples, statues, and Antiquity, they put everything to flames/ ashes.

Καὶ κεῖ στὸν ἔρμο ναὸ ὅπου ὁ Ἑρμῆς ἀπὸ αἰῶνες κοιμούτουν, ἀνάμεσα στὲς πράσινες ἐλιές — φορτωμένες τώρα ἄσπρα μικρὰ λουλούδια — εἴχανε φτάσει, ὁπλισμένα τὰ βάρβαρα χέρια μὲ βαριὰ σφυριά, μὲ καταστρεφτικὰ τσεκούρια.

And there, in the poor desolate temple where Hermes, for centuries, was sleeping, in the midst of the green olive trees - now loaded with white small flowers - there had arrived, enarmed barbarian hands with heavy hammers, with destructive axes.

Ἐκεῖνοι χαρούμενοι κομμάτια ἐκάναν τοῦ Ἑρμῆ τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ ναὸ συντρίβαν, μὰ οἱ ἐλιές ποὺ ἴσκιαζαν αὐτὸ τὸ στολίδι τῆς φύσης βροχὴ τ’ ἄνθια τους ρίχνανε ἀπάνου στὰ ἀρέπια που ὀπίσω τους οἱ βάρβαροι ἀφήναν.

They gleefully tore the statue of Hermes to pieces and crushed down the temple, but the olive trees that were once giving shade to this ornament of nature, now were springing down their flowers up on the ruins that the Barbarians left behind them. 

Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάμπας.

Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα.

Ἁπόλλων καὶ Δάφνη

ανατρέπει το μύθο, δεν είναι πια μία σκηνή βιασμού όπως στον Οβίδιο, αλλά ομοιάζει με ΑΕΜ, Δάφνις και Χλόη. Η γυναίκα έχει την επιθυμία και ο άνδρας. Ο Απόλλων ίσως λίγο λιγότερο επιθυμεί. Είναι θεός, τι μπορεί να θέλει; Ο Θεοτόκης παραλάσσει τον μύθο. Η Δάφνη θέλει και δεν θέλει. Ενώ στον Οβίδιο όλα είναι δημιου΄ργημα του Έρωτα και η Δάφνη δεν θέλει σίγουρα.

 

Α'
 
Ὁ Ὑπερίων ἔζεψε τ' ἄσπρα τ' ἄλογα, στὸ πύρινο ἅρμα ἀνέβη καὶ τὰ χρυσοκέντιστα λουριὰ στὰ χέρια του ἐπῆρε. 
Ἡ Νύχτα ἔφευγε μπροστά, κι ἠ ῤοδoχρώματη Ἠώς ἀπὸ σιμὰ ἀκλουθοῦσε. Ἦταν ἀχνὸς ὁ οὐρανὸς δίχως κανέν' ἀστέρι, ἐνῷ ποὺ στὴν ἀνατολὴ φαινότουν τὀ κόκκινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων.  
Ὁ Ζέφυρος ἐφύσησε · ἐτρίξαν χαρούμενα τὰ δένδρα καὶ τὰ πουλιὰ ὅλα μαζὶ ἕνα τραγούδι ἀρχίσαν. Ἡ φύση ὅλη ἔζιουνε μιανῆς μερός ἀκόμα καινούρια ζωή. 
Στῆς ἀχτίδας τὸ πρόσταγμα κοιμήθηκε ὁ Ὕπνος κι ἡ Σιωπὴ τ' ἄλαλο πρόσωπο έκρουψε· καὶ καθὠς ὅταν νικητὴς στὴ χώρα του μπαίνει, μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμὸ ὁ κόσμος του ζήτω φωνάζει, ἔτσι κι ἡ φύση ἐβούιξε, ὅταν ὁ Ἀπόλλων τὸν οὐρανὸ μὲ μίας ἐκυρίεψε.

Β᾽ 

Μὲς στὰ πράσινα τῆς Θεσσαλίας λιβάδια, ὅμοια μὲ τὰ Ἠλύσια, ὅπου τ' ἄτια τ' ἄσπρα τ' Ἀπόλλωνα τή νύχτα βόσκουν τὸ πράσινο χορτάρι μἐ νἐχταρ ποτισμένο ἀπ' τὸ Δία, μία Νύφη μὲ ξανθὰ μαλλιὰ σιμὰ σ' ἕνα ἀσημένιο ῥυάκι ἐθιάμασε κι αὐτὴ τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς πού 'ναι τὸ πὐρινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων, καὶ μὲ χαμόγελο εὐτυχίας εἶδε τὸ φωτοβόλο ἄρμα στὸν οὐράνιο θόλο ν' ἀνεβαίνει, λαμπρὸ σὰ σφαίρα ἀπό χρυσάφι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔχει ἀνάψει, μοναδικὸ μεγαλεῖο στὸν οὐρανὸ τῆς ἡμέρας.
Τὴν εἷδε κι ὁ Ἀπόλλων.
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.
Γ᾽
Τὸ μεσημέρι ἀπέρασε καὶ τ' ἄλογα χαρούμενα στὰ Ἠλύσια νὰ γυρίσουν, σηκώνονταν στὰ πισινὰ ποδάρια, χρημήτιζαν, καὶ καπνὸς ἀπὸ τ' ἀρθούνια τους ἔβγαινε ἡ πνοή τους, καὶ σπίθες ἀπὸ τ᾽ ἄγρια μάτια τους.
Δ᾽
Στὸ ἄρμα του καθισμένος ὁ θεὸς μπροστὰ του πάντα ἔβλεπε μὲ γαληνότη, τὰ χἐρια του ἀκίνητα κρατούσαν μὲ δύναμη τὰ ὁλόχρυσα λουριά.
Κάπου ἡ θάλασσα 
γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
Ἁπάνου τὸ ἄπειρο δίχως ἀρχὴ οὔτε τέλος· παντοῦ τὸ ἄπειρο, ὁλόγυρα στὴ γῆς, στὸν ἥλιο, νησιὰ τοῦ ἀπείρου.
Ε ᾽
Καὶ πάλε τὰ σπάνια σύγνεφα κόκκινα στῆς Ἀνατολῆς τὴ χρωμότη· οἱ κορφές τῶν δένδρων μόνο λιασμένες, μα λίγο λίγο κι ἀποφτοῦ ἔφευγε ὁ ἥλιος.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧ
ταν.
Ὁ ἁγέρας χρῶμα ἰουλί ἔπαιρνε κι ἄρχισε νὰ μαυρίζει.
ΣΤ᾽
Κι ἀφοῦ τ᾽ ἄσπρα τ᾽ἄλογα στὰ Ἠλύσια ἔλυσε ὁ Ἐκηβόλος, μὲ τὴ χρυσή του λύρα ἐπῆε νὰ τραγουδήσει, στὸ σούρουπο, στοῦ ῥυακιοῦ τὴν ὄχτη ὅπου τὴ Νύφη εἶδε.
Ζ᾽
Πρώτη φορὰ ἡ Νύφη ἄκουε τἐτοια θεία φωνή, τέτοια θεία μελωδία, κι ἀνήσυχη λίγο μὰ περίεργη πολὺ καὶ θαμπωμένη γάλι γάλι πρόβαλε ἐμπρός.
Ὦ ἦταν ὁ Ἀπόλλων.
Θεῖο πρόσωπο, ἀναλαμπὴ τοῦ Ἀπείρου, βλέμμα βαθὺ, καὶ γαληνὴ ἀθάνατη ὀμορφότη.
Ἔμειν᾽ ἡ Νύφη.
Κι ὁ Θεός σηκώθηκε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι, καὶ τὴν ἀγκάλιασε. - Ὠιμἐ.
Ἔτρεμε ἡ Νύφη τοῦ θεοῦ τή μεγαλειότη νοώντας. Τὴν εὐτυχία τῆς ἀγἀπης δὲν ἤθελε, πιστὴ στῆς Ἀρτέμιδος τὴ λατρεία.
Ὁ ἔρωτας γι᾽ αὐτἠν, ἀμαρτία, βλαστήμια, νὰ ἐπιθυμήσει ἕνα θεό. Στο Δία πατέρα δεήθηκε νὰ τὴν ἐλευτερώσει.
Τὴν εἰσάκουσε.
Κι ἐκεῖ ὁποὺ τὸ στόμα της ὁ Ἀπόλλων ἐφιλοῦσε, τὰ νύχια στὰ πόδια ἐμάκραιναν, ἤτανε ῥίζες, τὸ κορμὶ ποὺ ὁ θεὸς ἔσφιγγε ξύλο ἐγενότουν, τὰ χέρια κλῶνοι, τὰ δάχτυλα κλάδοι, τὰ νύχια κλωνάρια.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.

Apollo and Daphne


A'

 

Ὁ Ὑπερίων ἔζεψε τ' ἄσπρα τ' ἄλογα, στὸ πύρινο ἅρμα ἀνέβη καὶ τὰ χρυσοκέντιστα λουριὰ στὰ χέρια του ἐπῆρε. 
Ἡ Νύχτα ἔφευγε μπροστά, κι ἠ ῤοδoχρώματη Ἠώς ἀπὸ σιμὰ ἀκλουθοῦσε. Ἦταν ἀχνὸς ὁ οὐρανὸς δίχως κανέν' ἀστέρι, ἐνῷ ποὺ στὴν ἀνατολὴ φαινότουν τὀ κόκκινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων.  
Ὁ Ζέφυρος ἐφύσησε · ἐτρίξαν χαρούμενα τὰ δένδρα καὶ τὰ πουλιὰ ὅλα μαζὶ ἕνα τραγούδι ἀρχίσαν. Ἡ φύση ὅλη ἔζιουνε μιανῆς μερός ἀκόμα καινούρια ζωή. 
Στῆς ἀχτίδας τὸ πρόσταγμα κοιμήθηκε ὁ Ὕπνος κι ἡ Σιωπὴ τ' ἄλαλο πρόσωπο έκρουψε· καὶ καθὠς ὅταν νικητὴς στὴ χώρα του μπαίνει, μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμὸ ὁ κόσμος του ζήτω φωνάζει, ἔτσι κι ἡ φύση ἐβούιξε, ὅταν ὁ Ἀπόλλων τὸν οὐρανὸ μὲ μίας ἐκυρίεψε.

Hyperion hitched up the white horses, rode up the chariot of fire and took the gold embroidered leashes in his hands.
Night was moving forward and the rosy-coloured Dawn was following nearby. The sky was dim, without any star, meanwhile in the east the red breath of the white horses was visible. Zephyrus blew; happily the trees scrunched and all together with the birds they began singing a song. All of Nature was living the new life of another day. In the bidding of a beam, Hypnos fell asleep and Silence hid away the speechless face; and, as when the victor enters his country, and the people with joy and excitement shout Hip Hip Hooray, the same way Nature was buzzing, when Apollo at once conquered the sky. 

 

B.

Μὲς στὰ πράσινα τῆς Θεσσαλίας λιβάδια, ὅμοια μὲ τὰ Ἠλύσια, ὅπου τ' ἄτια τ' ἄσπρα τ' Ἀπόλλωνα τή νύχτα βόσκουν τὸ πράσινο χορτάρι μἐ νἐχταρ ποτισμένο ἀπ' τὸ Δία, μία Νύφη μὲ ξανθὰ μαλλιὰ σιμὰ σ' ἕνα ἀσημένιο ῥυάκι ἐθιάμασε κι αὐτὴ τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς πού 'ναι τὸ πὐρινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων, καὶ μὲ χαμόγελο εὐτυχίας εἶδε τὸ φωτοβόλο ἄρμα στὸν οὐράνιο θόλο ν' ἀνεβαίνει, λαμπρὸ σὰ σφαίρα ἀπό χρυσάφι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔχει ἀνάψει, μοναδικὸ μεγαλεῖο στὸν οὐρανὸ τῆς ἡμέρας.
Τὴν εἷδε κι ὁ Ἀπόλλων.
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.

In the green meadows of Thessaly, similar to the Elysian Fields, where the white steeds of Apollo graze at night, on the green grass soaked with Nectar by Zeus, a Nymph with blond hair close to a silver stream, she marvelled too at the redness of dawn, that is the red breath of the white horses, and with a smile of happiness she saw the luminescent chariot on the celestial dome of the sky, rising up, glowing like a golden sphere that was lit by the fire, unique grandeur in the sky of daylight.
He saw her too, Apollo.
And the whole day, while he was pricking the white steeds, he was pondering of her. 

Γ.

Τὸ μεσημέρι ἀπέρασε καὶ τ' ἄλογα χαρούμενα στὰ Ἠλύσια νὰ γυρίσουν, σηκώνονταν στὰ πισινὰ ποδάρια, χρημήτιζαν, καὶ καπνὸς ἀπὸ τ' ἀρθούνια τους ἔβγαινε ἡ πνοή τους, καὶ σπίθες ἀπὸ τ᾽ ἄγρια μάτια τους.

The middle of the day passed and the horses joyfully returning to the Elysian Fields, stood up on their back feet, nickering/ neighing and like fume from their nostrils their breath came out, and sparks from their wild eyes. 

 

Δ.

Στὸ ἄρμα του καθισμένος ὁ θεὸς μπροστὰ του πάντα ἔβλεπε μὲ γαληνότη, τὰ χἐρια του ἀκίνητα κρατούσαν μὲ δύναμη τὰ ὁλόχρυσα λουριά. 
Κάπου ἡ θάλασσα γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
Ἁπάνου τὸ ἄπειρο δίχως ἀρχὴ οὔτε τέλος· παντοῦ τὸ ἄπειρο, ὁλόγυρα στὴ γῆς, στὸν ἥλιο, νησιὰ τοῦ ἀπείρου.

In his chariot seated the god, in front of him he always watched with serenity, his hands still were holding on strongly to the golden straps. 
Somewhere the sea azzure and black and golden, restless; the earth; and the people; green fields, woods, mountains, countries, Mount Olympus. 
Above, infinity, without a beginning or an end; everywhere, infinity, all over the earth,on the sun, on the islands of infinity.


E.

Καὶ πάλε τὰ σπάνια σύγνεφα κόκκινα στῆς Ἀνατολῆς τὴ χρωμότη· οἱ κορφές τῶν δένδρων μόνο λιασμένες, μα λίγο λίγο κι ἀποφτοῦ ἔφευγε ὁ ἥλιος.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧταν.
Ὁ ἁγέρας χρῶμα ἰουλί ἔπαιρνε κι ἄρχισε νὰ μαυρίζει.

And again, the rare clouds, red in the colourness of the Sunrise; the tops of the trees merely basking in the sun, but little by little even from there the sun was going away.
Now only the mountaintops.
And in a while, merely the few clouds that were close to the West.
The wind was turning to violet colour and began to turn black.

ΣΤ᾽
Κι ἀφοῦ τ᾽ ἄσπρα τ᾽ἄλογα στὰ Ἠλύσια ἔλυσε ὁ Ἐκηβόλος, μὲ τὴ χρυσή του λύρα ἐπῆε νὰ τραγουδήσει, στὸ σούρουπο, στοῦ ῥυακιοῦ τὴν ὄχτη ὅπου τὴ Νύφη εἶδε.

And after he unfastened the white horses, loose out on the Elysian Fields, Hekebolos Apollo, hitting faraway into the distance, with his golden lyre in hand, he went to sing, in the midst of the dusk, on the riverfront of the stream, where he saw the Nymph. 

Ζ᾽
Πρώτη φορὰ ἡ Νύφη ἄκουε τἐτοια θεία φωνή, τέτοια θεία μελωδία, κι ἀνήσυχη λίγο μὰ περίεργη πολὺ καὶ θαμπωμένη γάλι γάλι πρόβαλε ἐμπρός.
Ὦ ἦταν ὁ Ἀπόλλων.
Θεῖο πρόσωπο, ἀναλαμπὴ τοῦ Ἀπείρου, βλέμμα βαθὺ, καὶ γαληνὴ ἀθάνατη ὀμορφότη.
Ἔμειν᾽ ἡ Νύφη.
Κι ὁ Θεός σηκώθηκε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι, καὶ τὴν ἀγκάλιασε. - Ὠιμἐ.
Ἔτρεμε ἡ Νύφη τοῦ θεοῦ τή μεγαλειότη νοώντας. Τὴν εὐτυχία τῆς ἀγἀπης δὲν ἤθελε, πιστὴ στῆς Ἀρτέμιδος τὴ λατρεία.
Ὁ ἔρωτας γι᾽ αὐτἠν, ἀμαρτία, βλαστήμια, νὰ ἐπιθυμήσει ἕνα θεό. Στο Δία πατέρα δεήθηκε νὰ τὴν ἐλευτερώσει.
Τὴν εἰσάκουσε.
Κι ἐκεῖ ὁποὺ τὸ στόμα της ὁ Ἀπόλλων ἐφιλοῦσε, τὰ νύχια στὰ πόδια ἐμάκραιναν, ἤτανε ῥίζες, τὸ κορμὶ ποὺ ὁ θεὸς ἔσφιγγε ξύλο ἐγενότουν, τὰ χέρια κλῶνοι, τὰ δάχτυλα κλάδοι, τὰ νύχια κλωνάρια.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.

First time ever had the Nymph heard such a divine voice, such a divine melody, and a little bit concerned yet curious about it and dazzled, little by little she leaned forward/ gradually emerged.
Oh it was Apollo.
Divine face, flash of Infinity, deep gaze, and serene immortal beauty.
The Nypmh stayed there waiting.
And God stood up with his lyre in his hand, and he embraced her. - Alas.
The Nymph was trembling, thinking/sensing the magnificence of the god. The prosperity of love she did not want, faithfull to the worship of Artemis.
Eros for her, a sin, a blasphemy, to desire a god. To father Zeus she prayed, to set her free. 
He listened to her.
And whilst Apollo was kissing here mouth, the toenails of her where growing out, they were becoming roots, the body that the god was grasping was becoming wood,  the hands branches, the fingers sprigs, the nails twigs.
And you can still find the tree in the forests of Greece.
It's the glorious Daphne.

Βλέπε και Οβιδίου Μεταμορφώσεις:

http://www.theogonia.gr/metamorfoseis/pllnkdphn.htm

«Στάσου» ικέτευε ο Απόλλωνας. Εκείνη το έβαλε στα πόδια,

άφηκε πίσω τον θεό - και του θεού ανώφελα τα λόγια.

Ξοπίσω εκείνος έτρεξε. «Δάφνη, σταμάτα, σ᾽ αγαπώ - κι εξάλλου

δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου.

Είμαι προφήτης, ξέρω τα μελλούμενα, ξέρω τα περασμένα·

υπόψιν είμαι και γιατρός - κι ας μην μπορώ να γιατρευτώ από σένα.»

Του κάκου· δεν τον άκουγε. Σαν άνεμος ξεχύθηκε στα όρη,

ανέμιζαν στις αύρες τα μαλλιά και φάνταζε πιο όμορφη η κόρη.

Δεν άντεξε άλλο ο θεός του πόθου στην καρδιά του το δρολάπι -

γρήγορη από φόβο αυτή, πιο γρήγορος εκείνος από αγάπη.

Την πρόφτασε· η κοπελιά εσήκωσε τα χέρια στον αγέρα:

«Η ομορφιά με κάνει ποθητή· άλλαξε τη μορφή μου, ω πατέρα!»

Δεν πρόκανε το λόγο της να πει, πάγωσε η κίνησή της,

φυτρώνει φλούδα ολόγυρα και φυλλωσιά ψηλά στην κεφαλή της·

σαν γιασεμί τα χέρια της, όμως τα χέρια είναι τώρα κλώνοι,

έγινε το κορμάκι της κορμός και σαν κορμός μέσα στη γης ριζώνει.

Εκείνος την αγκάλιασε· φιλούσε ξύλο, δε φιλούσε στόμα

κι αφουγκραζόταν μέσα στον κορμό μία καρδιά που χτύπαγε ακόμα.

«Οι μοίρες δεν το έστερξαν· δε σ᾽ έκανε γυναίκα του ο Απόλλων·

αλλά σα δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά θα ᾽σαι δική του

ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.»

Metamorphoses

I. 452-567

English Translation Original Latin  

    Peneian Daphne was Apollo's first love, which
not blind chance, but Cupid’s savage anger, gave.
Apollo, arrogant with the serpent having been conquered,
had recently seen this one bending his bow with string pulled taut.
He had said, “What [is it] to you with strong weapons,
o silly boy? Those burdens are fitting for our shoulders,
We who can give sure wounds to a wild beast [and] an enemy,
I who just defeated the swollen Python covering so many acres
with its deadly underside, with countless arrows.
You, be satisfied to annoy [some] love [affair] or other
with your torch, and do not lay claim to my praises!”
Venus’ son said to him, “O Apollo, although your bow may pierce
all things, my bow [will pierce] you; and by as much as all
animals yield to a god, by so much is your glory less than mine.”
He spoke and after crashing through the air with beating wings
he quickly took up position on the shadowy peak of Parnasus,
and from an arrow-bearing quiver he drew forth two weapons
of differing purposes: this one repels, that one creates love;
the one which creates [love] is golden and shines with a sharp point,
the one which repels [love] is blunt and has lead under the shaft.
The god fixed the former in the Penean nymph, but with the latter one
he wounded Apollo's marrow through pierced bones.
One suddenly loves, the other flees the name of lover,
rejoicing in the hiding-places of the woods and with the spoils
of captured beasts (and) as an imitator of unmarried Diana:
a ribbon was restraining hair placed without rule.
Many sought her; having rejected those seeking,
impatient and free of a man, she roams the pathless wood,
nor cares for what Hymen, what Love, what marriage may be.
Often her father has said, “daughter you owe me a son-in-law,”
Often her father has said, “daughter, you owe me grandsons”;
Hating matrimonial torches like a crime, she had
colored her beautiful face(s) with modest redness
and clinging with charming arms on her father’s neck
she said, “O dearest father, allow me to enjoy perpetual
maidenhood! Previously Diana’s father allowed this.”
Indeed he complies, but that beauty forbids you to be
what you desire, and your beauty resists your vow.
Apollo loves and desires the marriage of Daphne having been seen,
and which he desires, he hopes, and his own oracles deceive him;
and as light stalks are burned after the harvest has been removed,
as hedges are burned with torches, to which by chance the traveler
either moved too close or has abandoned now at dawn,
thus the god departed into flames, thus in his whole heart
he is burned and he feeds futile love by hoping.
He sees that her hair hangs disarranged at her neck, and
he says, “what if it be arranged?” He sees her flashing eyes
like fire in the stars; he sees her lips, which it is not
enough to have seen, he praises her fingers and hands
and arms and upper-arms with more than the middle naked:
if some things lie hidden, he imagines them better. She flees faster
than a light breeze and does not stop at these words calling [her] back:
“I beg you, Penean nymph, remain! I pursue not as an enemy;
nymph, remain! Thus the lamb [flees] the wolf, thus the deer
the lion, thus the doves flee the eagle on a trembling wing;
each flees it own enemies: love is the cause of my pursuit!
Miserable me! Lest you undeserving to be injured fall headlong,
[lest] briars mark your shins, and I be the cause of your pain!
The places wither you hasten are harsh: I pray that you more gently
run and restrain your escape, I myself will pursue more gently.
Yet examine whom you please: [I'm] not an inhabitant of a mountain,
I am not a shepherd, nor uncouth do I guard herds and flocks.
You don’t know, o thoughtless one, you don’t know whom you
flee, and therefore you flee: to me the land of the Delphi
and Claros and Tenedos and the royal palace of Patara are devoted;
Jupiter is my father: what will be, [what] was, and [what] is
is revealed through me; through me songs harmonize with strings.
Indeed our arrow is sure, yet surer than ours [is]
the one arrow which has made wounds in my empty heart!
Medicine is my invention, and I'm said [to be] aid-bringer through
the world, even power of plants was put under our [control].
Woe to me, because love is curable by no herbs
nor the skills which benefit all benefit their master!”
    With fearful running, Daphne fled him about to say more,
and she left the unfinished words with him himself;
then also she seemed graceful, the winds were exposing her body,
and her garments were fluttering exposed to opposing breezes,
and a light breeze was giving her hair(s) [to be] driven back,
and beauty was increased in flight. But indeed, the young man god
doesn't endure to further waste his flatteries, and as Love himself
warned, he pursues her footprints with his stride let go.
As when a Gallic dog has seen a hare in an empty field,
and this one seeks prey with its feet, that one safety;
one like one about to grasp, now and now hopes to hold it,
and grazes its footprints with his stretched-out snout;
the other is in doubt, whether he was caught, and snatches
himself from the very jaws, and escapes the touching mouth:
thus god and maiden; he is swift with hope, she [is swift] with fear.
Yet helped by the wings of Love, he who pursues
is the swifter and denies her respite and overhangs the back
of the fleeing one and blows on her hair spread on her neck(s).
With her strengths spent she paled and having been conquered
by the effort of swift flight, watching the waves of Peneus,
she said, “Father bring help! O Rivers, if you have divinity,
destroy my shape by which I’ve pleased too much, by changing [it]!”
Having barely finished the prayer, a heavy numbness seizes her limbs,
her soft breasts are girded by thin bark,
her hair grows into foliage, her arms into branches,
her foot, just now so swift, clings by sluggish roots,
her face has the top of a tree: a single splendor remains in her.
    Apollo loves this one too and with a right hand placed on the
trunk feels that her heart still trembles under the new bark,
and having embraced the branches as limbs with his own arms
he gives the wood kisses, and the wood shrinks from the kisses.
The god said to her, since you can't be my bride, at least
you will certainly be my tree! My hair(s) will always have you,
my lyres [will have you], my quivers [will have you], o Laurel;
You will be present for the Roman generals when a happy voice
will sing Triumph, and the Capitoline will see long processions;
the same most loyal guard, by the Augustan doorposts [and]
before doors you'll stand and protect the middle of the oak garland,
and as my head is worn with unshorn hair(s),
you also, bear always the everlasting praise of your foliage!”
Apollo had finished: The Laurel nodded with her made branches
and she seemed to have shaken her treetop as though a head.

   Primus amor Phoebi Daphne Peneia, quem non
fors ignara dedit, sed saeva Cupidinis ira,
Delius hunc nuper, victa serpente superbus,
viderat adducto flectentem cornua nervo
“quid” que “tibi, lascive puer, cum fortibus armis?”
dixerat: “ista decent umeros gestamina nostros,
qui dare certa ferae, dare vulnera possumus hosti,
qui modo pestifero tot iugera ventre prementem
stravimus innumeris tumidum Pythona sagittis.
tu face nescio quos esto contentus amores
inritare tua, nec laudes adsere nostras!”
filius huic Veneris “figat tuus omnia, Phoebe,
te meus arcus” ait, “quantōque animalia cedunt
cuncta deō, tantō minor est tua gloria nostrā.”
dixit et elisō percussis aere pennis
inpiger umbrōsā Parnāsī constitit arce
eque sagittiferā prompsit duo telă pharetra
diversōrum operum: fugat hoc, facit illud amorem;
quod facit, auratum est et cuspide fulget acuta,
quod fugat, obtusum est et habet sub harundine plumbum.
hoc deus in nympha Peneide fixit, at illo
laesit Apollineas traiectă per ossă medullas;
protinus alter amat, fugit altera nomen amantis
silvarum latebrīs captivarumque ferarum
exuviīs gaudens innuptaeque aemula Phoebes:
vitta coercebat positos sine lege capillos.
multi illam petiere, illa aversata petentes
inpatiens expersque viri nemora avia lustrat
nec, quid Hymen, quid Amor, quid sint conubia curat.
saepe pater dixit: “generum mihi, filia, debes,”
saepe pater dixit: “debes mihi, nata, nepotes”;
illa velut crimen taedās exosa iugalēs
pulchra verecundo suffuderat ora rubore
inque patris blandīs haerens cervice lacertīs
“da mihi perpetuā, genitor carissime,” dīxit
“virginitate frui! dedit hoc pater ante Dianae.”
ille quidem obsequitur, sed te decor iste quod optas
esse vetat, votoque tuo tua forma repugnat:
Phoebus amat visaeque cupit conubia Daphnes,
quodque cupit, sperat, suaque illum oracula fallunt,
utque leves stipulae demptis adolentur aristis,
ut facibus saepes ardent, quas forte viator
vel nimis admovit vel iam sub luce reliquit,
sic deus in flammas abiit, sic pectore totō
uritur et sterilem sperando nutrit amorem.
spectat inornatos collo pendere capillos
et “quid, si comantur?” ait. videt igne micantes
sideribus similes oculos; videt oscula, quae non
est vidisse satis; laudat digitosque manusque
bracchiaque et nudos media plus parte lacertos;
si qua latent, meliora putat. fugit ocior aura
illa levi neque ad haec revocantis verba resistit:
“nympha, precor, Penei, mane! non insequor hostis;
nympha, mane! sic agna lupum, sic cerva leonem,
sic aquilam penna fugiunt trepidante columbae,
hostēs quaeque suōs: amor est mihi causa sequendi!
me miserum! ne prona cadas indignave laedi
crura notent sentēs et sim tibi causa doloris!
aspera, qua properas, loca sunt: moderatius, oro,
curre fugamque inhibe, moderatius insequar ipse.
cui placeas, inquire tamen: non incola montis,
non ego sum pastor, non hic armenta gregesque
horridus observo. nescis, temeraria, nescis,
quem fugias, ideoque fugis: mihi Delphica tellus
et Claros et Tenedos Patareaque regia servit;
Iuppiter est genitor; per me, quod eritque fuitque
estque, patet; per me concordant carmina nervis.
certa quidem nostra est, nostra tamen una sagitta
certior, in vacuo quae vulnera pectore fecit!
inventum medicina meum est, opiferque per orbem
dicor, et herbarum subiecta potentia nobis.
ei mihi, quod nullīs amor est sanabilis herbīs
nec prosunt domino, quae prosunt omnibus, artēs!”
   Plura locuturum timido Peneia cursu
fugit cumque ipso verba inperfecta reliquit,
tum quoque visa decens; nudabant corpora venti,
obviaque adversas vibrabant flamina vestes,
et levis inpulsos retro dabat aura capillos,
auctaque forma fugā est. sed enim non sustinet ultra
perdere blanditias iuvenis deus, utque monebat
ipse Amor, admisso sequitur vestigia passu.
ut canis in vacuo leporem cum Gallicus arvo
vidit, et hic praedam pedibus petit, ille salutem;
alter inhaesuro similis iam iamque tenere
sperat et extento stringit vestigia rostro,
alter in ambiguo est, an sit conprensus, et ipsis
morsibus eripitur tangentiaque ora relinquit:
sic deus et virgo est hic spe celer, illa timore.
qui tamen insequitur pennis adiutus Amoris,
ocior est requiemque negat tergoque fugacis
inminet et crinem sparsum cervicibus adflat.
viribus absumptis expalluit illa citaeque
victa labore fugae spectans Peneidas undas
“fer, pater,” inquit “opem! si flumina numen habetis,
qua nimium placui, mutando perde figuram!”
vix prece finitā torpor gravis occupat artūs,
mollia cinguntur tenui praecordia libro,
in frondem crinēs, in ramos bracchia crescunt,
pes modo tam velox pigris radicibus haeret,
ora cacumen habet: remanet nitor unus in illa.
    Hanc quoque Phoebus amat positāque in stipite dextrā
sentit adhuc trepidare novo sub cortice pectus
complexusque suis ramos ut membra lacertis
oscula dat ligno; refugit tamen oscula lignum.
cui deus “at, quoniam coniunx mea non potes esse,
arbor eris certe” dixit “mea! semper habebunt
te coma, te citharae, te nostrae, laure, pharetrae;
tu ducibus Latiis aderis, cum laeta Triumphum
vox canet et visent longās Capitolia pompās;
postibus Augustīs eadem fidissima custos
ante forēs stabīs mediamque tuebere quercum,
utque meum intonsīs caput est iuvenale capillīs,
tu quoque perpetuōs semper gere frondis honorēs!”
finierat Paean: factis modo laurea ramis
adnuit utque caput visa est agitasse cacumen.

 

Δάφνη), a fair maiden who is mixed up with various traditions about Apollo. According to Pausanias (10.5.3) she was an Oreas and an ancient priestess of the Delphic oracle to which she had been appointed by Ge. Diodorus (4.66) describes her as the daughter of Teiresias, who is better known by the name of Manto. She was made prisoner in the war of the Epigoni and given as a present to Apollo. A third Daphne is called a daughter of the rivergod Ladon in Arcadia by Ge (Paus. 8.20.1; Tzetz. ad Lycoph. 6; Philostr. Vit. Apollon. 1.16), or of the river-god Peneius in Thessaly (Ov. Met. 1.452Hyg. Fab. 203), or lastly of Amyclas. (Parthen. Erot. 15.) She was extremely beautiful and was loved and pursued by Apollo. When on the point of being overtaken by him, she prayed to her mother, Ge, who opened the earth and received her, and in order to console Apollo she created the ever-green laurel-tree (δάφνη), of the boughs of which Apollo made himself a wreath. Another story relates that Leucippus, the son of Oenomaüs, king of Pisa, was in love with Daphne and approached her in the disguise of a maiden and thus hunted with her. But Apollo's jealousy caused his discovery during the bath, and he was killed by the nymphs. (Paus. 8.20.2; Parthen. l.c.) According to Ovid (Ov. Met. 1.452, &c.) Daphne in her flight from Apollo was metamorphosed herself into a laurel-tree.

 

https://www.jstor.org/stable/23041206?seq=1#page_scan_tab_contents

 

Libanius,Progymnasmata 17, Apollo and Daphne
Libanius, Oration XI, 94-99

 

 

 

 

 

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που γεννήθηκε στην Κέρκυρα, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι..Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το «Η ζωή των ορέων», που δημοσιεύθηκε και από τον Ερμή της Γαλλίας. Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο.

Το 1889 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταφεύγει στη Βενετία για οικονομικούς λόγους, όπου και γνωρίζει την βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς. Ύστερα από αντιρρήσεις του πατέρα του την παντρεύεται δύο χρόνια αργότερα και αποκτά μαζί της μία κόρη.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.

Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμαΗ ζωή και ο θάνατος του ΚαραβέλαΟ κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: ΣακούνταλαΜαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.

Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.

Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ
Ενας από τους πρόδρομους της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας

 

145 χρόνια συμπληρώθηκαν, στις 13 Μάρτη, από τη γέννηση του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872 - 1923). Ο Κ. Θεοτόκης είναι ένας από τους πρόδρομους της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας. Με αφορμή αυτή την επέτειο, ο «Ριζοσπάστης» ρίχνει σήμερα ματιές στο σπουδαίο έργο του.

 

***

Η λογοτεχνία στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σ' αυτήν αντικατοπτρίζονται, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αλλά και διάφορα νέα λογοτεχνικά ρεύματα (νατουραλισμός, κριτικός ρεαλισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός κ.ά.). Η γέννηση και η ανάπτυξη του εργατικού καθώς και του σοσιαλιστικού και πρώιμου κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, ο πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και φυσικά η μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστους σπουδαίους λογοτέχνες.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο οποίος μάλιστα πέρα από το έργο του, ήταν και ο ιδρυτής μιας σοσιαλιστικής κίνησης στην Κέρκυρα, το 1911. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1898, μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Τέχνη», του Κ. Χατζόπουλου. Στη συνέχεια, δημοσίευσε διηγήματα στο «Διόνυσο» και στο «Νουμά», που είναι εμπνευσμένα από τη ζωή στην Κέρκυρα και από διάφορα ιστορικά γεγονότα.

Γενικότερα, η Κέρκυρα, τόπος γέννησης του ποιητή, είναι σχεδόν πάντα το φόντο στα έργα του. Οπως αναφέρει ο Τάκης Αδάμος, στόχος του Θεοτόκη ήταν να δώσει τον άνθρωπο στις κοινωνικές του σχέσεις και με το έργο του να ξεσκεπάσει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας, που δεν ήταν άλλες από την οικονομική ανισότητα και τη σκληρή εκμετάλλευση που κυριαρχεί στην ταξική κοινωνία. «Κι από την άποψη αυτή, η κοινωνική σύνθεση της Κέρκυρας ήταν εξαιρετικά πρόσφορη. Στην Κέρκυρα υπήρχε ακόμα το φεουδαρχικό αρχοντολόι, που στην πλειοψηφία του ζούσε με την ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων του και που έφθινε καθημερινά, ανίκανο να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Δίπλα τους, υπήρχε η αστική τάξη, που διαμορφώνονταν στην πόλη και στο χωριό, παραμέριζε όλο και πιο πολύ το αρχοντολόγι από την οικονομική και κοινωνική ζωή κι εκμεταλλεύονταν το ίδιο σκληρά το μόχθο των εργατών στις φάμπρικες των αγροτών στον κάμπο, με τη βοήθεια του αντιλαϊκού, διεφθαρμένου κι ανήθικου κράτους και των πολιτικών εκπροσώπων της. Κι ανάμεσα σ' αυτούς ο εργαζόμενος λαός βουτηγμένος στην αθλιότητα, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, την καθυστέρηση...». Παράλληλα, όμως, με το έργο του αναδείκνυε και περιπτώσεις λαϊκών ανθρώπων με ολοφάνερη τη θέληση να παλέψουν, για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη ζωή της κοινωνίας...

«Η τιμή της αγάπης» και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους»

 

Ο Κ. Θεοτόκης δημοσιεύει το 1912, στο «Νουμά», το πρώτο του μεγάλο διήγημα, «Η τιμή της αγάπης». Είναι το διήγημα όπου φαίνονται αρκετά ξεκάθαρα οι σοσιαλιστικές αντιλήψεις του συγγραφέα. Γράφει το 1914, όταν εκδίδεται πια και σε βιβλίο, «είταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων».

 

Το διήγημα ξετυλίγεται στο Μαντούκι, εργατικό προάστιο της Κέρκυρας. Επίκεντρο της ιστορίας είναι το αίσθημα ανάμεσα στον πολιτικό παράγοντα και ξεπεσμένο οικονομικά Αντρέα με τη νεαρή εργάτρια Ρήνη. Εμπόδιο στην αγάπη τους θα σταθούν τα χρήματα, αλλά και η νοοτροπία του Αντρέα, που λογαριάζει να μπορέσει να ξανασταθεί οικονομικά μέσα από το γάμο και την προίκα. Παράλληλα, μέσα στο έργο αναδεικνύονται κι άλλες πλευρές, όπως η διαφθορά, που είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα, που κίνητρό του έχει το κέρδος. «Μωρέ καμία κυβέρνηση δεν το κυνηάει το λαθρεμπόριο... Εμπόριο είναι κι αυτό, τόσο τίμιο όσο και τ' άλλο». Σημαντική πλευρά του έργου είναι και η αναφορά στη θέση της γυναίκας, που άλλωστε ήταν κοινό θέμα σε πολλούς λογοτέχνες της περιόδου, και η συνειδητή προσπάθειά της για χειραφέτηση. Το κυριότερο, όμως, είναι η τελική απόφαση της Ρήνης στο τέλος του έργου... «"Οχι!", του 'πε μ' απόφαση, "εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. Θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να βρω αλλού εργασία. Θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;"». Μια απόφαση συνειδητή, που φανερώνει και τη νέα τάξη που ανατέλλει, με διαφορετική ηθική, την ηθική της εργατικής τάξης.

 

Τα βιβλία με έργα του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Τα βιβλία με έργα του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Το μοναδικό μυθιστόρημα που πρόλαβε να γράψει είναι «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους». Πρωτοκυκλοφόρησε το 1922 και γράφτηκε κάτω από την άμεση επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης. Με την κυκλοφορία του προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, στην «καλή» κοινωνία της Κέρκυρας, που πίσω από τους ήρωες του Θεοτόκη φανερώνονταν γεγονότα και λεπτομέρειες από τη ζωή τους. Παράλληλα, δέχεται τα πυρά της αστικής κριτικής, που υποστηρίζει ότι είναι το πιο αδύνατο και σχηματικό έργο του, που «έπαψε να είναι αντικειμενικός»...

 

Στην πραγματικότητα, με το έργο αυτό ο Θεοτόκης μετουσιώνει καλλιτεχνικά το νομοτελειακό ιστορικά φαινόμενο της εξέλιξης της κοινωνίας, το πέρασμά της από ένα κατώτερο σ' ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα. Με επίκεντρο την οικογένεια του ξεπεσμένου αριστοκράτη Αλέξανδρου Οφιομάχου, περιγράφεται η κατάρρευση της φεουδαρχίας, η αμείλικτη εκτόπισή της από την αστική τάξη σε όλους τους τομείς της ζωής: οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό. Μα, την ίδια στιγμή που η τάξη αυτή ανεβαίνει στο προσκήνιο, προδιαγράφεται κιόλας στο βάθος ο αναπότρεπτος χαμός της... «Τόσο οπίσω ο τόπος τούτος δεν ημπορεί να μένει για πάντα κι ούτε μπορεί να περιμένει το φυσικό και αργό ξετύλιγμα για τούτο το ξύπνημα. Πρέπει να 'ναι σύντομο και γρήγορο... Σε μια στιγμή σαν τούτη, όταν σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ' όλα τα μέρη, πάνωθε από έναν γερασμένο κόσμο, πώς θα μπορέσει να μείνει ο τόπος τούτος αδιάφορος;»...

Στο έργο του προβάλλει την ανάγκη μιας νέας κοινωνίας

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, μαζί με τον Κώστα Παρορίτη, με το έργο τους ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, πολύ πριν ακόμα την καθιέρωση του όρου. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που γράφει ο Τ. Αδάμος:

«Μπόρεσε να συλλάβει και να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της εποχής, την ουσία των κοινωνικών σχέσεων και των φαινομένων της ελληνικής ζωής. Δεν στέκεται στην επιφάνεια... Πίσω από την ηθογραφική μορφή υπάρχει το κοινωνικό υπόβαθρο. Η επίμονη αναζήτηση των νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, των αιτιών που προκαλούν την κοινωνική ανισότητα, τις κοινωνικές συγκρούσεις.

Ο Θεοτόκης δεν σταματάει στις θέσεις του κριτικού ρεαλισμού. Δεν τον φτάνει να επισημάνει και να στιγματίσει μόνο την κοινωνική αδικία και ανισότητα. Προχωρεί πολύ περισσότερο. Στο έργο του προβάλλει μια κοινωνία καινούργια, ανώτερη, πιο δίκαιη και ανθρώπινη. Γενική είναι η εκτίμηση ότι με το έργο του η ελληνική πεζογραφία ανεβαίνει στο σκαλοπάτι της ωριμότητάς της κι ο ρεαλισμός στη βαθιά κι ουσιαστική του έννοια, αποχτάει τις πρώτες λογοτεχνικές περγαμηνές ελληνικής ιθαγένειας».

 

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το μοντέλο του Θεοτόκη για τα κερκυραϊκά διηγήματά του είναι η αρχαία ελληνική τραγωδία, αλλά η απόσταση είναι εμφανής όταν σκεφθούμε τις τραγωδίες που έχουν γράψει νεοέλληνες συγγραφείς, και ιδίως αυτές του Καζαντζάκη και του Σικελιανού (οι οποίοι έχουν επίσης περάσει από το στάδιο του αισθητισμού). Χρησιμοποίησα έως τώρα τους όρους «ρεαλισμός» και «νατουραλισμός»· οι όροι αυτοί, καθώς και τα ονόματα των Balzac, Flaubert, Maupassant, Zola, αλλά και Mérimée, Τουργκιένιεφ και Paul Heyse έχουν αναφερθεί από τους κριτικούς. Η έμφαση στο milieu και η ζοφερή ατμόσφαιρα κάνουν τον Zola και το νατουραλισμό το πλησιέστερο πρότυπο· όμως, μολονότι τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Zola περιέχουν αιμομειξίες, μοιχείες, φόνους από έρωτα και για οικονομικές διαφορές, είναι γραμμένα σε ένα τελείως διαφορετικό ύφος, που φαίνεται εύγλωττο, ανεπτυγμένο, σχεδόν χαλαρό σε σύγκριση με το λιτό, κοφτό ύφος του Θεοτόκη, είτε στο μικροεπίπεδο του κειμένου είτε στο μακροεπίπεδο της επιλογής και σύνδεσης των αφηγηματικών μονάδων. Το μοντέλο του Θεοτόκη μάλλον πρέπει να αναζητηθεί αλλού.

 

Αρχές του 20ού αιώνα. Βρισκόμαστε στην πρώτη του δεκαετία, κατά την οποία ξεκινά και ευοδώνεται η έκδοση του περιοδικού Ο Νουμάς: ενός περιοδικού μαχητικού, που υπήρξε όχι απλώς μια γλωσσική καταβολή για την εκπαίδευση, αλλά διαρκέστερα και μια κοινωνική, μέσα από τη σκέψη και από τη λογοτεχνία, έπαλξη του δημοτικισμού.

Από την έπαλξη αυτή θα δώσει και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης το παρών ως πεζογράφος όχι πλέον της φανταστικής μυθοπλασίας, την οποία καλλιέργησε κυρίως απ’ το «Πάθος» (1899) ως τον «Απελλή» (1904), αλλά αντίθετα της ρεαλιστικής πεζογραφίας. Γιατί εκεί δημοσιεύονται, η μία μετά την άλλη, εκτός από την πρώτη και την τελευταία, οι Κορφιάτικες ιστορίες. Με αυτές ο συγγραφέας τους παύει να είναι μόνον ένας διανοητής με ευρωπαϊκή παιδεία και με εκτεταμένη γλωσσομάθεια (και νεκρών γλωσσών ακόμη), γνώριμος σε μια κλειστή ελίτ αναγνωστών και οπαδών του εκ Βορρά συμβολισμού (των περιοδικών Η Τέχνη και Διόνυσος, στα οποία και ο ίδιος συνεργάστηκε)· αλλά συνοδοιπορώντας με τους άλλους ομοτέχνους του τώρα στρέφεται και αυτός προς την εντοπιότητα και έτσι αρχίζει να αποσπά την προσοχή βαθμηδόν ενός ευρύτερου κοινού […].

Περισσότερα εδώ:

 

http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=32