Όσκαρ Ουάιλντ - Οι Γυναίκες του Ομήρου

November 16, 2016

Όσκαρ Ουάιλντ

 

Οι Γυναίκες του Ομήρου

Μία εισαγωγή - Ηλίας Κολοκούρης

Πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πολύ χρήσιμος τόμος δοκιμίων του Daniel Mendelsohn Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο δοκιμιακός λόγος του Mendelsohn, μαζί με την ικανότητά του να ευρίσκει αισχυλικά διακείμενα σε σειρές που όλοι αγαπάμε όπως οι Sopranos, μόνο να εμπνεύσουν μπορούν. Ωστόσο, δίχως να επιθυμούμε να υποτιμήσουμε την αξία των δοκιμίων, πιστεύουμε πως σε ένα συγκεκριμένο, το αναφερόμενο στον Όσκαρ Ουάιλντ τον κλασικιστή, η εστίαση αν και στοχευμένη, υποτιμά την αξία ενός αμετάφραστου στα ελληνικά, κειμένου. Μιλάμε για το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ, Γυναίκες του Ομήρου.

Ο Mendelsohn αφηγείται με εμβρίθεια την σχέση του Ουάιλντ με τα κλασικά κείμενα, τα Ηθικά Νικομάχεια. Παρουσιάζει το δοκίμιο Ιστορική κριτική στην αρχαιότητα, επίσης του Ουάιλντ. Πλην όμως, επιθυμώντας να αποδείξει κάτι το οποίο εμπίπτει στα δικά του ενδιαφέροντα, αποφαίνεται πως ο Ουάιλντ επιλέγει να γράψει για τις γυναίκες στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια επειδή ήταν ένα ασφαλές, ήπιο κεφάλαιο στο βιβλίο του John Addington Symonds Studies of the Greek Poets.

Δηλαδή, ο Ουάιλντ γράφει για τις γυναίκες στον Όμηρο επειδή δεν είναι και τίποτε σπουδαίο ως θέμα, δεν ενοχλεί ιδιαίτερα τον ίδιο, άρα μπορεί να γράψει ανερυθριάστως περί αυτού. Εμείς φυσικά δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε με ψυχολογικής φύσεως θέσεις όπως γιατί γράφει για αυτό και όχι για εκείνο το κεφάλαιο, πόσω μάλλον να μπούμε στην θέση του Ουάιλντ και να ισχυριστούμε ότι μάλλον θα προτιμούσε να γράψει για το σκανδαλώδες τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο του Symonds, αλλά ντράπηκε. Χάριν αντεπιχειρήματος, ωστόσο, αν ήταν τόσο ασήμαντο το θέμα και ο Ουάιλντ γράφει για αυτό επειδή είναι ασφαλές, τότε γιατί η κριτική του παρέμεινε αδημοσίευτη όσο ζούσε;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, πριν απολαύσουμε ένα απόσπασμα από το δοκίμιο αυτό καθαυτό.

Το βιβλίο Studies of the Greek Poets κυκλοφορεί σε δύο τόμους, ο πρώτος το 1873 και ο δεύτερος τον Μάιο του 1876. Ο Όσκαρ Ουάιλντ σπουδάζει κλασική φιλολογία στο Magdalen College της Οξφόρδης. Καταλήγει εκεί, μετά από εξαιρετικές επιδόσεις ως μαθητής στο Βασιλικό Σχολείο Portora, όπου οι προφορικές μεταφράσεις του σε κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτων και του Βεργιλίου παραμένουν αξέχαστες, όπως μαρτυρεί ένας συμμαθητής του. Μάλιστα δε, μεταφράζει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και η φωνή που του δίδει στα αγγλικά θεωρείται viva voce. Υπότροφος της Βασιλίσσης Βικτωρίας, συνεχίζει τις κλασικές του σπουδές στο Δουβλίνο. Κερδίζει βραβεία μεταφράσεως, μετάλλια και γράφει κωμικά ποιήματα στην αττική διάλεκτο, τα οποία δεν σώζονται δυστυχώς σήμερα. Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις για το Magdalen College και το 1874 ξεκινά τις σπουδές του στην Οξφόρδη με υποτροφία.

Τον Αύγουστο του 1876, μετά από μία κουραστική εξεταστική περίοδο, ο Ουάιλντ κάνει διακοπές στο θερινό εξοχικό της οικογενείας του στην Κονεμάρα, στα μοναδικά φιορδ της Ιρλανδίας. Στο ψαροχώρι όπου διαμένει, ψαρεύει σολομούς και πέστροφες, κυνηγάει χήνες και κουνέλια και αθλείται. Γράφει ελάχιστα, αλλά γράφει την κριτική για το βιβλίο “ενός από τους πιο αξιόλογους λογίους του 19ου αιώνα” (όπως τον αποκαλεί σε μεταγενέστερο δοκίμιό του). Το βιβλίο είναι το Studies of the Greek Poets και ο καθηγητής και μύστης του Ουάιλντ στα ελληνικά πράγματα John Mahaffy έχει υποσχεθεί να επιμεληθεί το δοκίμιο του ανερχόμενου κριτικού.

Αυτό το βιβλίο που επιλέγει ο Ουάιλντ, καθιέρωσε εν πολλοίς την οπτική που είχαν οι βρετανοί Αισθητιστές / Ντεκαντέντ για την αρχαία Ελλάδα. Το άρθρο του, εκτός από κριτική του βιβλίου είναι και μία ιδιοσυγκρασιακή εισαγωγή του ιδίου του Ουάιλντ στις ηρωίδες των ομηρικών επών. Φαίνεται, από το ύφος του χειρογράφου, πως ο Ουάιλντ σκόπευε να εκφωνήσει το συγκεκριμένο κείμενο πριν το δημοσιεύσει, αλλά το εγκατέλειψε, όμορφο, αλλά μισό.

Η κριτική του Ουάιλντ, προμηνύουσα την μεικτή μέθοδο που ακολουθεί στο μεταγενέστερο Ο κριτικός ως δημιουργός (στα ελληνικά σε μετάφραση του Σπύρου Τσακνιά, εκδόσεις Στιγμή, 1984) δεν δημοσιεύτηκε ούτε ολοκληρώθηκε ποτέ. Το χειρόγραφο παρόλα αυτά, επιβίωσε. 8500 λέξεις με ενιδαφέρουσες παρατηρήσεις και ένας ρέων λόγος ο οποίος μάλλον ξεπερνά το επίπεδο των σημειώσεων έχει διασωθεί. Πρόκειται για την σχετικά πρόχειρη εκδοχή ενός άρθρου το οποίο δυστυχώς ουδέποτε επεξεργάστηκε τελικώς. Είναι, ωστόσο, το πρώτο κείμενο πρόζας του Ουάιλντ που έχουμε στην διάθεσή μας και επίσης περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης γραφής του. Αναδημιουργεί το κείμενο το οποίο αναλύει, συνάπτει όμορφες και στολισμένες περιλήψεις κλασικών κειμένων, ενώ εμάς τουλάχιστον μας οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα από εκείνα του Mendelsohn.

Το χειρόγραφο, σαρανταπέντε φύλλα με πλήρεις ενότητες εστιασμένες κάθε φορά σε διαφορετική ηρωίδα του Ομήρου, με αρκετά κενά και διορθώσεις του νεαρού κλασικιστή βρισκόταν στην κατοχή του φίλου του Ουάιλντ, Ρόμπερτ Ρος. Ο Ρος το παρέδωσε στον γιο του Ουάιλντ, Βίβιαν Χόλαντ, ο οποίος το πούλησε σε μία δημοπρασία το 1923. Το 1981 το χειρόγραφο ευρίσκεται στη Νέα Υόρκη και δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Το αγοράζει η Βιβλιοθήκη του J.P. Morgan, ναι, του γνωστού χρηματιστού. Εκδίδεται σε μία όχι ιδιαίτερα χρηστική έκδοση, προσβάσιμη στους θαμώνες της Βιβλιοθήκης μονάχα.

Δίχως να μπορούμε να εννοήσουμε γιατί, οι Γυναίκες του Ομήρου, όπως και το δοκίμιο του Ουάιλντ με τίτλο Ελληνισμός παραμένουν έξω από τις εκδόσεις των Απάντων του. Το ασαφές σκεπτικό πως “δεν είναι πλήρη έργα” μας βρίσκει ασύμφωνους. Τύχη αγαθή, το 2008 κατόπιν εξαιρετικής επιμέλειας των Thomas Wright και Donald Mead οι Γυναίκες του Ομήρου εκδόθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία, ως ειδική έκδοση της Oscar Wilde Society και του Estate of Oscar Wilde.

Αλλά ας μη πούμε άλλα, ας απολαύσουμε τον λόγο του Όσκαρ Ουάιλντ στα ελληνικά, προσμένοντας την πλήρη έκδοση του κειμένου στα ελληνικά. Ευχαριστούμε την Oscar Wilde Society, τον Thomas Wright και τον εγγονό του Όσκαρ Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ, για την παραχώρηση του υλικού.

 

 

Η Ελένη της Τροίας

Ήταν του Ποσειδώνα ο γιος, ο Θησέας, που πρώτος αγάπησε την Ελένη, σαν την αντίκρυσε. Κοράσι ακόμη, μα πρώιμης ήδη ομορφιάς (οὔπω μὲν ἀκμάζουσαν, ἤδη δὲ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν). Πεπεισμένος ότι δεν αξίζει να ζει χωρίς εκείνη, ούτε έχουν καμιά αξία το σπίτι ή η εξουσία σε οποιονδήποτε τομέα, αψήφισε την εξουσία του Τυνδάρεω, του Κάστορος και του Πολυδεύκη. Η Ελένη απήχθη από τον Θησέα, που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής.

 

Όμως όταν ο Θησέας έπρεπε να κατέβει στον Άδη, με τον Πειρίθου, για να τον βοηθήσει να αρπάξει το παιδί της Δήμητρας, την Κόρη [Περσεφόνη] η Ελένη επέστρεψε στην Σπάρτη. Και οι πρίγκηπες όλης της Ελλάδας ήλθαν για να την κορτάρουν κι ούτε που σκέπτονταν τις γυναίκες των πόλεών τους. Κι ο κλήρος πέφτει στον Μενέλαο. Η Ελένη, το έπαθλο. Και έπειτα ήλθαν εκείνα τα άθλια καλλιστεία ανάμεσα στις θεές, η πρώτη έναρξη του μεγάλου πολέμου. Διότι η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη ήλθαν προς τον γιο του Πριάμου και τον πρόσταξαν να αποφασίσει ποια ήταν η ομορφότερη. Και η Ήρα του προσέφερε την ηγεμονία όλης της Ασίας. Και η Αθηνά του έταξε αιώνια νίκη στην μάχη. Και η Αφροδίτη, την Ελένη, για γυναίκα του. Και ήταν τόσον τέλειον το κάλλος της, ώστε ο Πάρης δεν μπορούσε πια να αποφασίσει ανάμεσα στις τρεις θεές. Έτσι περιορισμένος να κάνει μιαν επιλογή έστω ανάμεσα στα δώρα τους, επέλεξε τον γάμο με την Ελένη. Διερωτώμαι, λέει ο Ισοκράτης, αν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τάχα ήταν βλάκας ο Πάρης που επέλεξε να ζήσει μαζί της, αφού για το χατήρι της τόσοι και τόσοι ημίθεοι ήσαν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους. Μάλλον βλαξ θα ήταν, αν περιφρονούσε την ομορφιά, όταν έβλεπε τους θεούς να ερίζουν για αυτήν. Ή ίσως, αν δεν την θεωρούσε ένα τόσον ακριβό δώρο, για το οποίο οι ίδιοι οι θεοί είχαν τόσην επιθυμία.

 

Ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν γάμο με την Ελένη, όταν θα έβλεπε πως την στιγμή της απαγωγής της οι Έλληνες οργίσθηκαν, ωσάν να είχε λεηλατηθεί όλη τους η γη. Ενώ οι Βάρβαροι περηφανεύτηκαν, ωσάν να είχαν κατακτήσει την Ελλάδα ολόκληρη. Αντί να την παραδώσουν αμαχητί, οι Τρώες αντιστάθηκαν τόσο, ώστε να δουν τις πόλεις τους λεηλατημένες και την χώρα τους ερημωμένη. Αντί να γυρίσουν σπίτι τους χωρίς εκείνη, οι Έλληνες επέλεξαν να παραμείνουν σε μια ξένη γη ως τα βαθειά γεράματα, και να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ποτέ ξανά.

 

Πλην όμως δεν μάχονταν ούτε για τον Αλέξανδρο, ούτε για τον Μενέλαο, μα για την Ασία και την Ευρώπη. Πεπεισμένοι πως εκείνη η γη στην οποία η Ελένη θα διέμενε τελικά, εκείνη η γη θα ήταν η πιο ευλογημένη. Πολλώ δε μάλλον: όχι μόνον γέμιζαν οι άνδρες από τον πόθο να υποβληθούν σε δυσμένειες και αγώνες για χάρη της. Αλλά κι οι θεοί οι ίδιοι έστειλαν τα παιδιά τους να πολεμήσουν για το χατήρι της, γνωρίζοντας καλά πως θα συναντούσαν το θάνατό τους. Ο Δίας έστειλε τον Σαρπηδόνα, και η Ηώς έστειλε τον Μέμνονα, ο Ποσειδών τον Κύκνο και η Θέτις τον Αχιλλέα. Με την πίστη πως ένας θάνατος στην μάχη για την Ελένη ήταν πιο τιμητικός από μια ζωή δίχως μερτικό στους κινδύνους που πάντοτε περικύκλωναν εκείνη. Και ποια ήταν τελοσπάντων αυτή η μεγαλειώδης γοητεία και δύναμη της Ελένης που έκανε θεούς κι ανθρώπους να λογαριάζουν ως τιμή τον θάνατο για χάρη της; Ήταν το κάλλος, η ύψιστη, η πιο τιμητέα και θεϊκή αρετή που υπάρχει. Το κάλλος, που υποτάσσει ακόμη και τον Παντοκράτορα Δία, ο οποίος ταπεινώνει εαυτόν ενώπιον της ομορφιάς (πρὸς δὲ τὸ κάλλος ταπεινὸς γιγνόμενος).

 

[απόσπασμα από το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ - Οι Γυναίκες του Ομήρου,

μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
επιμέλεια : Thomas Wright , Donald Mead
copyright: The Oscar Wilde Society, 2008