http://www.elkosmos.gr/megali-pempti-tou-1910-o-periklis-giannopoulos-pernai-stin-athanasia/
Ἡ πόλις εἶνε λευκή. Ἡ πόλις εἶνε ὡραία. Ἡ πόλις εἶνε γεμάτη παλάτια. Παραδείσια στολισμένα κάθονται γύρω της ὅλα τὰ βουνά, νυμφικὰ λάμπουν τὰ μαρμαρένια της παλάτια. Καὶ ὁ Ἥλιος κατάχρυσος περιπατεῖ μόνος εἰς τοὺς ἐρήμους της δρόμους καὶ κλαίει. Κατάκλεισται εἶνε ὅλαι αἱ θύραι, κατάκλειστα εἶνε ὅλα τὰ παράθυρα, ἡ πόλις εἶνε νεκρά. Ἡ πόλις ἄλλοτε ἦτο ὅλο ζωὴ καὶ ἑώρταζε λαμπρὰς ἑορτὰς καὶ ἕνα Κακὸν Πνεῦμα ἐπέρασε καὶ ἐμαρμάρωσε τὴν χαράν. Οἱ ἄνθρωποι εἶνε κλεισμένοι εἰς τὸ σκότος, αἱ ψυχαὶ δεμέναι εἰς σώματα νεκρά.
Ἀλλὰ τώρα τὴν πάμφωτον ἐρημίαν ἕνα ἆσμα ταράζει. Εἶνε ἕνας τραγουδιστής, ἕνας τραγουδιστὴς ποὺ περνᾶ. Ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκε τὴν δύναμιν, ποὺ τίποτε δὲν τὴν νικᾶ, ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκεν ἕνα θαυμάσιον σπαθὶ ποὺ κόβει ὅλα τὰ δεσμά. Ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύθη τὴν ὡραίαν πόλιν, ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύεται ὅλας τὰς ψυχάς, τὸν ἔστειλλε νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν πόλιν, νὰ ἐξυπνήσῃ ὅλας τὰ ψυχάς. Ὁ Τραγουδιστὴς περνᾶ καὶ τραγουδεῖ «ὦ λιγερὸν καὶ κοπτερὸν σπαθί μου», διαμαντένιο σπαθὶ τῆς Εὐμορφιᾶς. Καὶ γελᾷ καὶ περνᾷ τραγουδῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐρήμους δρόμους μαζὶ μὲ τὸν Ἥλιον ποὺ κλαίει.
Τραγουδεῖ, τραγουδεῖ καὶ ὅλαι αἱ κλεισμέναι ψυχαὶ εἰς τὰ νεκρὰ σώματα, αἰσθάνονται εἰς τὰ σπλάγχνα των τὰ ἡδονικὰ ἀναταράγματα τῆς ὡραίας Σουλαμίτιδος. Καὶ ὁ Τραγουδιστὴς θὰ τραγουδῇ, θὰ τραγουδῇ, μὲ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ γλυκυτέραν του φωνήν, θὰ τραγουδῇ ἕως ὅτου αἱ ψυχαὶ πεταχθοῦν καὶ ἀνοίξουν ὅλας τὰς θύρας, ὅλα τὰ παράθυρα, ἕως ὅτου προβάλλουν ὅλαι ἐρωτευμέναι εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τραγουδιστήν, ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστὴς δὲν θὰ εἶνε πλέον. Δὲν θὰ εἶνε ὁ τραγουδιστής, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ξυπνημέναι, ὅλαι αἱ θύραι καὶ τὰ παράθυρα ἀνοικτά, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐλευθερωμέναι, θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐρωτευμέναι, ἐρωτευμέναι εἰς τὸ Φῶς.
Ι. ΑΝΕΜΟΣ
(Ι. Ἄνεμος, «Ὁ τραγουδιστής», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)
The troubadour
The city is white. The city is lovely. The city is full of palaces. Paradisally ornated, all mountains sit around the city, nymphic its marble palaces shine. And gloriously golden, the Sun walks alone on the desolate road and cries. Sealed are all doors, sealed are all windows, the city is dead. The city was once full of life and celebrated glamorous feasts and one evil spirit passed by and petrified/ marbleized joy. People are locked up in the dark, the souls are tied onto dead bodies.
But now the lustrous desolation is disturbed by a chant. It is a troubadour, a troubadour passing by. Eros has given him the power, that invincible vigor, Eros gave him a magnificent sword that cuts all ties. Eros who fell in love with the beautiful city, Eros who falls in love with every soul, sent him to awaken the city, to awaken every soul. The troubadour passes by and sings "Oh my slender, my sharp sword" diamond sword of Pulchritude. And he laughs and passes by singing down all desolate roads with the Sun crying.
He is singing, he is singing, and all souls locked up in dead bodies, feel hedonic chills in their guts, shakes of the Beautiful Soulamitis. And the Troubadour will sing, will sing, with his highest and sweetest voice, he will sing until souls will fly and open all doors, all windows, until they all emerge enamorous to the light, to see the Troubadour, but the Troubadour will be no more. He will not be the Troubadour, but he will be all souls awake, all doors and windows open, but he will be all souls liberated, he will be all souls amorous, enamorous to the Light.
Ι. WIND (ψευδώνυμον)
Translated by: Ilias Kolokouris
http://pheidias.antibaro.gr/Giannopoulos/media.html
Σουλαμίτις: Γυναίκα από το Άσμα Ασμάτων
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη.
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι . Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν.
Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας ), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.
Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910 , ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν, στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).
Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα.
Για περισσότερα Εδώ
Αἰγαίου Ἑσπερινός
... Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου... Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.
... Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν. Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.
... Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας. Ἡ Τῆνος, σωρὸς ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τὸν ἀμίμητον Ὑμηττὸν κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ Ἡλίου. Μία ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης μελανὴ ἑνώνει τὴν Τῆνον μὲ τὴν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τριαντάφυλλον Ἀπριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καὶ ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερὰ Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τὸ σταματημένον ὕδωρ. Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τὸν οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν.
... Τὰ κυκλοῦντα τὸν οὐρανὸν ἰορρόδινα ἄνθη, τὰ περιβρέχει τὸ κυανοσκότεινον ἀργυρολαμπὲς ὕδωρ, σὰν ἄνθη βουτημένα εἰς νερὸν καὶ ἀπὸ τὸν σμαράγδινον οὐρανὸν ἀποκρεμᾶται καταρρέων ἁπαλώτατα στέφανος ἄλλος χρυσοκίτρινος, στεφανώνει καταρρέων χαμηλὰ θάλασσαν καὶ νησιὰ μὲ φωτεινὴν θωπείαν διαβάσεως ἀγγελικῶν ταγμάτων μὲ καναρίνεια πτερά.
... Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα.
... Ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὁλοὲν καταβαίνουν νέαι φωτεινοὶ θωπεῖαι, ἡδύτατα φιλήματα αἰθεριότητος καὶ διαρκείας ἀσυλλήπτου, ἀλλ᾿ ἐκπληκτικῆς διαυγείας. Χρυσομηλόχρους στέφανος ἁπλώνεται λαμπρότατος, ροδίνη χύνεται σκόνη ζώνουσα ξηρὰ καὶ ὑγρά. Τώρα ἡ Τῆνος βαθύχροα ἴα δροσολουσμένα. Τώρα ἡ Μύκωνος πυρουμένη μιμουμένη τὸν Ὑμηττόν. Τώρα ἡ Πάρος ἴα μαραμένα. Τώρα τὸ Νησίδιον τοϋ Φάρου βαθυχροΐζον. Τώρα ἡ θάλασσα... ἕλκουσα, πίνουσα τὰ χρώματα, φωτιζομένη, λευκαινομένη, γινομένη γάλα πηγνυόμενον, κυλίον εἰς τὴν ἐπιφάνειάν του χρυσούς.
... Τὰ πάντα ζοῦν καὶ δονοῦνται ἐντονώτατα θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀενάως μεταμορφούμενα. Ἀνθρώπινον σχῆμα ταχυποροῦν φθάνει εἰς τὴν ἀκτὴν καὶ μόλις ἀντικρύσῃ τὴν θάλασσαν, ἵσταται, ἀποκαλύπτεται, κρατεῖ χαμηλὰ τὸ κάλυμμά του, κάμνει εὐρύτατον σημεῖον σταυροῦ μὲ βαθυτάτην εὐλάβειαν: Σταυροκόπημα καὶ δέησις διευθύνονται πέραν τῆς Σύρου, ἄνωθεν τῶν ὑδάτων, εἰς τὴν ἀντίπεραν Τῆνον -συνήθεια τῶν γειτόνων νησιωτῶν- ἀποστέλλονται εἰς τὸ φαινόμενον κωδωνοστάσιον τῆς Παναγίας της.
... Ἀπὸ τῶν οὐρανίων ἀποκρεμᾶται ζωηρότατος ρόδινος στέφανος ἐφαπτόμενος ξηρῶν καὶ θαλασσῶν, ἄνωθεν ἄλλος ἀκολουθεῖ ἀερωδέστερος, μετεωρίζεται φωτεινοκίτρινος καὶ ὑπεράνωθεν αὐτῶν ὅλων τὸ οὐράνιον κυανοῦν τώρα ἀνοίγει ὁλοὲν ἀτονοῦν ἁβρότατα. Καὶ αἱ Νύμφαι συναλλάζουν καὶ ἀνταλλάζουν τὰ ρόδινα καὶ ἰώδη καὶ ἰορόδινα καὶ χρυσοκίτρινα αἰθέρια ἐνδύματα, ὡσὰν αὐτὴ ἡ συνοδεία τῶν Ἐρώτων καὶ Χαρίτων τῆς Ἀφροδίτης ἀνεκίνει καὶ ἐδοκίμαζεν αἰθερίων πέπλων ἁρμονίας, διὰ τὴν περιβολὴν τῆς ἐκεῖ ποὺ εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου εὐρισκομένης θεᾶς.
... Κόρη εἰς περιστύλιον, περιφερικὸν παραλιακοῦ ἐξώστου προσθέτει τὴν ποίησιν τοῦ θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινὸν σχῆμα σὰν δονουμένη καὶ κυμαινομένη ὑπὸ τῶν καλλονῶν, τείνουσα μεγάλους ὀφθαλμοὺς νοσταλγοῦ ἄνωθεν μελαγχολικῶν πόθων ἀνθούντων εἰς μειδίαμα χειλέων, σὰν λυπουμένη παρομοίως μὲ τὰς Νύμφας, διότι τὸ φῶς ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν μορφὴν ὅλων των καὶ μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ φαίνωνται πλέον. Καὶ γίνεται αἰσθητὴ ἡ κυμαινομένη κόρη σὰν ἆσμα ναύτου μελαγχολικώτατον, ὡς νυκτωδία τις ἡδυτάτη περιραίνουσα τὸν ἀέρα. Κόρη τῆς ὁποίας τὰ μάτια ἐμεγάλωσαν, ἐμεγάλωσαν καὶ ἔπειτα ἔσβησαν ἀπὸ τὸν ἐπάνω κόσμον.
... Ὤ, τί ἀπίστευτον, τί ἀπερίγραπτον θέαμα πραγματικώτατον καὶ ὅμως ὑπερβαῖνον πᾶν ὄνειρον! Ἀπὸ τῶν μυχιαιτάτων τοῦ ὄντος ὅπου ζῇ ἡ λατρεία, ἀνέρχεται ἡ ζωὴ τηκομένη καὶ καιομένη ὡς πῦρ βωμοῦ καὶ ὡς κυάνεον θυμίαμα διαλύεται εἰς τὰ μαγικὰ χρώματα καὶ ὁράματα τὰ ὁποῖα ὅλα δονοῦντα τὴν διάνοιαν ἐν ἡδονῇ, κάμνουν αἰσθητὴν τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ διανοεῖσθαι.
... Ἀθρόαι ἀναδύουν τῆς ψυχῆς καὶ πάλλονται ἐν συγκινήσει ὡς θούρια, αἱ παλαιαὶ εἰκόνες λαμπρῶς φωτιζόμενοι. Τοιαῦτα μόνον οὐράνια χρώματα, τοιοῦτοι μόνον παραδείσιοι οὐρανοὶ δύνανται νὰ γεννήσουν μεταξὺ τῶν ἀνθρωποειδῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα. Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι γεννῶντες καὶ ἀνατρέφοντες ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωποειδῶν θηρίων τῆς γῆς, τὸ ἥμερον ἄνθος, τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα.
... Ἐδῶ παντοῦ καὶ πανταχόθεν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων ὡς ἑτοίμων διὰ νὰ πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τὸ φῶς ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων, ὑπὸ τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη. Ἐδῶ μόνον οὐρανοὶ καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ἄνεμοι καὶ χρώματα φιλανθρώπως περιθωπεύοντα τὰς αἰσθήσεις ἀενάως, ὡς ὡραία μήτηρ πολυφίλητον τέκνον, ἀνατρέφουν μὲ στοργὴν τὸν ἐγκέφαλον ὡς ἄνθος φυσικόν, ἄνθος ὑπέρτατον τοῦ ὀρατοῦ ζωϊκοῦ κόσμου τῆς γῆς. Σῶμα καὶ ψυχή, καρδία καὶ νοῦς ἀνοίγουν ὡς ἄνθη ὡραῖα καὶ ὡς δέσμη ἀνθέων ἀποπνέουν ἡδονικὰ ἀρώματα.
... Λίνου καὶ Ἀδώνιδος καὶ Κύπριδος ἅγιοι θρύλλοι· φυσικῶν ἐρώτων ἄσματα γαλήνια· σαρκὸς καὶ οἴνου ἁβρὸν ἀνακρεόντειον μέθυ· σαπφικὸν πῦρ· διάνοιαι φωτεινόταται γηΐνων ἀνθέων κορυφαια ἀριστοτεχνήματα· τραγωδίαι Αἰσχύλειοι· δράματα Σοφόκλεια ἔρωτος ἡδύτερα καὶ θρησκευμάτων θειότερα· Πλάτωνος δρᾶμα ὅπου αἱ ἰδέαι ἱέρειαι ἱερουργοῦσαι ἐν παγκάλλῳ τελετῇ, ἀνέρχονται ἐν ρυθμῷ σεμναὶ καὶ κοσμημέναι δι᾿ ὅλων τῶν γηΐνων ἀθυρμάτων, ὡς ἵνα ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου ἀνέλθουν πτερούμεναι ὑπὸ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸ παμφαὲς σύμπαν, ἀναζητοῦσαι νὰ εὕρουν καὶ περιφιλήσουν τὸν ἀκατανόητον Δημιουργόν· ὅλα, ἀναδύουν ὡς ἄνθη αὐτοφυῆ καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν λίθων μεταμορφουμένων εἰς τελείους τύπους ἀνθρώπων, οὓς ἡ φύσις δὲν κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ, μέχρι τῶν λίθων αὐτῶν συνδεομένων εἰς ἁρμονίας λιθίνας, δοξαζούσας τὸ θεῖον βαθύτερον, αἰθεριώτερον ὅλων τῶν γηΐνων μουσικῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ πιστευόμενα θαύματα ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.
... Καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως ὅλα: Στρατοί, πνευματικοὶ ὡπλισμένοι δι᾿ ἐπιστημῶν, γραμμάτων καὶ τεχνῶν, χυνόμενοι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ἑνὸς ὡραίου μας θεοῦ, ἡμερώνοντας καὶ μαγεύοντες τοὺς λαούς, δουλοῦντες καὶ καταβυθίζοντες τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ φῶς, ἁρπάζοντες γυμνὸν καὶ τετραχηλισμένον τὸν Ναζωραῖον καὶ δημιουργοῦντες θρησκείαν νέαν, νέον κόσμον χιμαιρικόν, κοσμοκράτορες κρατοῦντες τὴν τύχην τῆς γῆς ἡρωϊκῶς ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, ὅλα τὰ περασμένα ἀνεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι εἶναι νοητὰ μόνον εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ τὰ μεγάλα πνεύματα, ὅλα ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα διερχόμενα ἄνωθεν τῶν ἀνθρωπίνων· ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα ὅπως ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ὅλα ζωντανώτερα τῶν ζωντανωτέρων καὶ ἁπτοτέρων πραγμάτων τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ κορυφαιότατα ποιήματα τοϋ πλανήτου αὐτοῦ ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.
... Ὤ! Τί ὥρα ἀλησμόνητος! Ἐνῷ ὁ νοῦς φλογίζεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ πανοράματος ποὺ ζωγραφίζεται εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὄντος, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ὅλα ὁλοὲν ἀλλοιοῦνται ἀνταλλάσσοντα φωτεινὰ φιλήματα, ἐνῷ ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ θερμοῦ νωχελοῦς ρευστοῦ ἀμαυροῦται τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, ἀβανόχροοι γίνονται οἱ βράχοι τῆς νήσου, ἐνῷ πλοιάρια φαινόμενα καρφωμένα πρὸ τῶν ἀπωτάτων νήσων διαγράφονται μελανώτατα καὶ διαυγέστατα μέχρι τῶν λεπτοτάτων ἐξαρτημάτων καὶ νημάτων, σὰν ἔντομα ὁρώμενα διὰ φακοῦ. Τὰ ἰώδη ἄνθη τῶν νήσων ἐν ἀρρήτῳ ἡδυπαθείᾳ μαραίνονται, ναρκοῦνται, νεκροῦνται καὶ εἶναι λευκοκίτριναι καὶ ἀνθορρόδιναι προβολαὶ ἐρχόμεναι μὲ τὴν γλυκύτητα φιλήματος καὶ ἀφίνουσαι μειδιάματα, ἀποσυρόμεναι καὶ ἀφίνουσαι χροϊκὸν λυγμόν.
... Ὤ! παρομοία θὰ ἦτο ἡ ὥρα καὶ ἡ σκηνογραφία ἡ προπέμψασα ἀπό τῆς ἱερᾶς Δήλου τὴν τριήρη τὴν μεταφέρουσα τοὺς θησαυροὺς εἰς τὰς Ἀθήνας, παρομοίως θὰ ἐπάλλοντο ὅλαι αἱ Νύμφαι τοῦ Αἰγαίου, οὐρανοί, ξηραὶ καὶ θάλασσαι ἐν παρομοίᾳ κατευοδοῦσαι λαμπροφανείᾳ τὸ πτερόεν πλοῖον, προαισθανόμενα ὅλα ὅτι εἶχεν ἔλθη ἡ ὥρα, ἵνα πάντα ταῦτα ἐκδηλωθοῦν εἰς μίαν πρώτην μορφὴν ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου ἀνθρωπίνου εἴδους ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς δι᾿ αἰῶνα τὸν ἅπαντα.
... Καὶ εἶναι ἀκόμη μία στιγμή, καθ᾿ ἣν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἔπεσεν εἰς τὸν πυθμένα της ἥλιος φωτίζων ἔνδοθεν, ὅλη γάλα ἐφ᾿ οὗ ρέει χρυσός, πάλλεται καὶ λάμπει ὡς ὀπτασία, καὶ εἶναι μία στιγμὴ ἀκόμη, στιγμὴ ὑστάτη, καθ᾿ ἣν ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι θερμότατον πυρωπὸν ἴον, ἐνῷ τὰ νερὰ εὐωδιάζουν καὶ τὰ πάντα ζοῦν ἐν ἐκτάσει ἐνῷ δρομοῦσα ἡ σελήνη κατακόρυφος διὰ νὰ ἰδῇ, ἀναστέλλει τὰς ἀκτῖνας βαίνουσα μέσα εἰς τὸν ἱστάμενον ἀέρα, πελώριον πρόσωπον ἔκπληκτον ἐτάζον τὴν ἄπειρον ἡδυπάθειαν μὲ φευγαλέον ἀέρα εἰρωνείας.
... Ὦ ὡραῖε Θεὲ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικὴν φορὰν τὰ χείλη μου ἐκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικὴν φορὰν ἐπρόφεραν αἴτησιν, νὰ εἶναι ὥρα παρομοία καὶ παρόμοιον τὸ θέαμα, ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καὶ μία μόνη ἰδέα ἐκφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας ὑπερισχύει νὰ κύψῃ κανεὶς καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ γενέθλιον χῶμα νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἐν βαθυτάτῃ εὐλαβείᾳ τὸν σταυρόν του, λατρεύων τὸ χῶμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς Ἑλλάδος.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Αἰγαίου Ἑσπερινός», ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)
Για τον αδιέξοδο έρωτα του Περικλή Γιαννόπουλου:
http://www.lifo.gr/team/retrolifo/56943
και συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό