Ἕρως καὶ Σωφροσύνη (1894)
Pandora and her Box
Ἕρως καὶ Σωφροσύνη
(1894, περιοδικὸν τῆς Ζακύνθου Αἱ Μοῦσαι )
“…Σωφρονῆτε, νέοι, σωφρονῆτε!…”
Τί θηρία ποῦ εἶν᾽ οἱ γέροντες!…
Ἥδη πρὸς πεῖσμα τῶν ἐρωτύλων ἀπομάχων τίθεται τὸ ἐξῆς ζήτημα: Ἔνθα ὑπάρχει ἔρως, δυνατὸν καὶ σωφροσύνη νὰ συνυπάρχῃ;
Οἱ αὐστηροὶ πελτασταὶ ἀκολουθήσατε ὅπως κατὰ τοῦ γεροντικοῦ ἀντεπεξέλθωμεν φθόνου. Καὶ δὴ, ἀπὸ τοῦ σοφωτάτου ἀνδρῶν τε θεῶν τε ἀρξώμεθα, τοῦ Διός, ὃς πολλῶν Δολωπίδων φρένας διέσεισε καὶ θέλγητρα ἔγνω, ὁ μακάριος. — Ὁ Ζεὺς ὑπῆρξε πάντοτε σώφρων; Ἀναμφιβόλως. Καὶ πῶς θέλετε νὰ παραδεχθῶμεν τοὐναντίον, ἀφ᾽ οὗ εἰς ἕνα του πταρμόν, μίαν φοράν, ἐκ βάθρων ὁ Ὄλυμπος διεσαλεύθη καὶ ἀπὸ τῆς καταλεύκου του κεφαλῆς, ὡς εἶδος κόκκος πιτυρίδος ἀνεπήδησεν ἡ θεὰ τῆς σοφίας καὶ σωφροσύνης ;
Ὁ μέγας, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ Θεὸς, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὅπερ εἰς μίαν του διάχυσιν ἔπλασε πρὸς ἰδίαν τέρψιν καὶ ὅπερ διὰ τοῦ Προμηθέως δωρησαμένου αὐτῷ τὸ θεῖον πῦρ καὶ τέχνας παντοίας, ἄρχισε νὰ τοῦ μπαίνῃ στὸ ρουθοῦνι, διέταξε τοὺς ὑπηκόους ὑποθεοὺς Ἥφαιστον καὶ Ἑρμῆν καὶ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀφροδίτην καὶ τὰς Χάριτας νὰ πλάσωσι γυναῖκα θνητὴν μεταδίδοντες αὐτῇ τὰς θείας των ἰδιότητας. Ὁ Ἥφαιστος περιωρίσθη εἰς τὸ νὰ τὴν ζυμώσῃ ἐκ πηλοῦ καὶ τὴν ψήσῃ στὸ καμίνι — ἐντεῦθεν ἡ ἀπὸ γύφτων καταγωγὴ τῆς γυναικός, ἡ συμπάθεια πρὸς τὰ ζυμαρικὰ καὶ ἡ πρὸς τὸ ψήσιμο κλίσις αὐτῆς. Ὁ Ἑρμῆς τῇ μετέδωκε τὴν πονηρίαν, τὰ θέλγητρα καὶ τὴν εὐγλωττίαν του. Ἡ Ἀθηνᾶ σωφροσύνην, ἡ Ἀφροδίτη ἀφρο(δ)σύνην∙δηλ. ἡ τε Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη — ζηλότυπον ἀεὶ τὸ θῆλυ — συνώμοσαν νὰ μὴ τῆς δώσουν τίποτε. Αἱ Χάριτες, τέλος, καλλονήν, οἵαν μόνον ποιηταὶ —ὁ Γκίνης αἴφνης — θὰ ἐφαντάζοντο, τελείαν. Ἐπειδὴ δ᾽ ὁ γέρω Δίας ἐνόμισεν ὅτι πάντες οἱ ἐπιταχθέντες ὑπο-θεοὶ τῇ μετέδωκαν ἀπὸ κἄτι τι —ποῦ νὰ ὑποπτευθῇ τὴν προδοσίαν τῶν θυγατέρων του! —, ἔκρινε καλὸν νὰ τὴν ὀνομάσῃ, (τὸ βάπτισμα δὲν ἦτο γνωστὸν τότε), Πανδώραν. Καὶ τὸ κατώρθωσε.
Μετὰ ταῦτα διέταξε τὸν Ἑρμῆν νὰ κάμῃ τὸν καβαλλιέρο τῆς κυρᾶ-Πανδώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδωρήσατο καὶ πολύτιμον πυξίδα, καὶ τὴν ὁδηγήσῃ παρὰ τῷ Προμηθεῖ, ὃν ἰσχυρίσθη, ὁ ἐπίβουλος, ὅτι τῆς ὥριζε σύζυγον. Ὁ ἀγχινούστατος ὅμως καὶ προνοητικώτατος Προμηθεύς, ἂν καὶ ἔρριψε πρὸς τὴν Πανδώραν μερικὲς γλυκὲς ματιές, ἔχων ἀφορμὰς νὰ δυσπιστῇ πρὸς τὰ δῶρα τῶν Ὁλυμπίων, ἀπέπεμψε μὲ ὕφος δυσηρεστημένου τοκογλύφου τόν τε Ἑρμῆν καὶ τὴν κυρὰ-Πανδώραν, μὴ δεχθεὶς οὐδὲ τὴν πυξίδα τὴν πολύτιμον, ἣν ἐπιχαρίτως αὕτη τῷ προσέφερεν.
Ὁ Ζεὺς ἡττήθη. Εἶχε λησμονήσει, ὁ μακάριος, νὰ ἐξαποστείλῃ πρότερον τὸν πονηρόν του, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἐγγονίσκον, ὅπως προδιαθέσῃ τὴν καρδίαν τοῦ Προμηθέως καὶ τὴν ἔπαθε σἂν ἀγράμματος — καίτοι τότε δὲν εἶχεν ἀναφυεῖ γλωσσικῶν σημαιῶν σύγχυσις. — Ὠργίσθη διὰ τὴν τοιαύτην του ἧτταν καὶ ἀμέσως διατάσσει τὸν μὲν Ἔρωτα νὰ μεταβῇ πάραυτα παρὰ τῷ ἀδελφῷ τοῦ Προμηθέως, Ἐπιμηθεῖ καὶ ἐντείνων τὰ τόξα ἀγκυλώσῃ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, τὸν δ᾽ Ἑρμῆν ἵνα σπεύσῃ μετὰ τῆς Πανδώρας, εὐθὺς μετὰ τὸν Ἔρωτα παρ᾽ ἐκείνῳ.
Οὕτω καὶ ἐγένετο. ‘Η ἁπαλὴ τοῦ Ἐπιμηθέως καρδία ἠχμαλωτίσθη καὶ ὁ Ἑρμῆς τῷ προσέφερε μεταβὰς τὴν καλλίστην τῷ εἴδει γυναικῶν καὶ πρώτην, αὕτη δὲ ὡς γαμήλιον δῶρον τὴν πυξίδα.
Ὁ Ἐπιμηθεὺς μαγευθεὶς, ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας, ὁ θήλαιος, περιέσφυξε τὴν θεόπλαστον ὀσφὺν τῆς Πανδώρας —ἄδηλον ἂν ἔφερε κορσέν. Ἐκείνη ἐπιχαρίτως μειδιῶσα τῷ προσήνεγκε τὴν ἀργυρόηλον πυξίδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἀπεσφράγισαν…
Ἀλλοίμονον ! Ἡ πυξίς ἐνεῖχε τοῦ κόσμου τὰ κακά, ἄγνωστα ὡς τότε, καὶ εἰς σκνῖπας, μυῖας καὶ κώνωπας μεταμορφωθέντα ἐπέταξαν ἐκ τοῦ κόσμου τὰ πέρατα ἀπαισίως βομβοῦντα. Ἡ Πανδώρα ἔσπευσε νὰ κλείσῃ τὴν πυξίδα∙ ἀλλ᾽ ἦν ἀργὰ πλέον. Τὰ κακὰ ἀπέπτησαν πάντα καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ κρατήσῃ δεσμίαν ἐν τῇ πυξίδι τὴν Ἐλπίδα —καλόν, ὅπερ μόνον μετὰ τῶν κακῶν ηὐδόκησε νὰ κατατάξῃ ἡ Θεότης Του.
Ὁ Ζεὺς ἐξεδικήθη ἐκδίκησιν διττήν.
Ἔκτοτε χρονολογοῦνται κληροδοτηθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς ἁβροτέρας χειρὸς τὰ κακὰ τοῦ κόσμου. Ἔκτοτε παρήχθη τὸ ὀλέθριον καὶ τό, φοβερωτέρων τῶν κακῶν τῆς πυξίδος, πάροχον γένος τῶν γυναικῶν, ἀπὸ τῆς ἀπαράτου Πανδώρας.
Ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστί γυναικῶν θηλυτεράων
τῆς γᾶρ ὀλώϊνον ἐστι γένος∙ καὶ φῦλα γυναικῶν
πῆμα μέγα θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν — *
ποὺ ἀνάθεμά την!
…Ἑρῶν τις πάσχει ψύχωσιν…
*Hesiod, Theogony, 950
Γιατί απ᾽ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
Μετάφραση στα νέα ελληνικά: Στ. Γκριγκένης
Βλέπε και εδώ
“…Σωφρονῆτε, νέοι, σωφρονῆτε!…”
Τί θηρία ποῦ εἶν᾽ οἱ γέροντες!…
... Be temperate, youths, Be temperate! ..."
What beasts are the old men! ...
Ἥδη πρὸς πεῖσμα τῶν ἐρωτύλων ἀπομάχων τίθεται τὸ ἐξῆς ζήτημα: Ἔνθα ὑπάρχει ἔρως, δυνατὸν καὶ σωφροσύνη νὰ συνυπάρχῃ;
Already in stubborn contradiction of flirtatious veterans the following question is placed: where Cupid exists, is it possible for Prudence to coexist?
Οἱ αὐστηροὶ πελτασταὶ ἀκολουθήσατε ὅπως κατὰ τοῦ γεροντικοῦ ἀντεπεξέλθωμεν φθόνου. Καὶ δὴ, ἀπὸ τοῦ σοφωτάτου ἀνδρῶν τε θεῶν τε ἀρξώμεθα, τοῦ Διός, ὃς πολλῶν Δολωπίδων φρένας διέσεισε καὶ θέλγητρα ἔγνω, ὁ μακάριος. — Ὁ Ζεὺς ὑπῆρξε πάντοτε σώφρων; Ἀναμφιβόλως. Καὶ πῶς θέλετε νὰ παραδεχθῶμεν τοὐναντίον, ἀφ᾽ οὗ εἰς ἕνα του πταρμόν, μίαν φοράν, ἐκ βάθρων ὁ Ὄλυμπος διεσαλεύθη καὶ ἀπὸ τῆς καταλεύκου του κεφαλῆς, ὡς εἶδος κόκκος πιτυρίδος ἀνεπήδησεν ἡ θεὰ τῆς σοφίας καὶ σωφροσύνης ;
Oh, you stern Skirmishers follow, so that we overcome the envy of the Elders. In particular, from the wisest of men and gods let us begin, Zeus, Who violently shook the sanity of many deceitful eyed women and got to know their charm/lures, the Blissful One. - Has Zeus always been wise? Undoubtedly. And how do you want us to accept the opposite, since upon His sneezing, one time, mount Olympus was shaken to its foundations and from His white head, as a kind of grain of dandruff the goddess of wisdom and prudence jumped out?
Ὁ μέγας, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ Θεὸς, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὅπερ εἰς μίαν του διάχυσιν ἔπλασε πρὸς ἰδίαν τέρψιν καὶ ὅπερ διὰ τοῦ Προμηθέως δωρησαμένου αὐτῷ τὸ θεῖον πῦρ καὶ τέχνας παντοίας, ἄρχισε νὰ τοῦ μπαίνῃ στὸ ρουθοῦνι, διέταξε τοὺς ὑπηκόους ὑποθεοὺς Ἥφαιστον καὶ Ἑρμῆν καὶ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀφροδίτην καὶ τὰς Χάριτας νὰ πλάσωσι γυναῖκα θνητὴν μεταδίδοντες αὐτῇ τὰς θείας των ἰδιότητας. Ὁ Ἥφαιστος περιωρίσθη εἰς τὸ νὰ τὴν ζυμώσῃ ἐκ πηλοῦ καὶ τὴν ψήσῃ στὸ καμίνι — ἐντεῦθεν ἡ ἀπὸ γύφτων καταγωγὴ τῆς γυναικός, ἡ συμπάθεια πρὸς τὰ ζυμαρικὰ καὶ ἡ πρὸς τὸ ψήσιμο κλίσις αὐτῆς. Ὁ Ἑρμῆς τῇ μετέδωκε τὴν πονηρίαν, τὰ θέλγητρα καὶ τὴν εὐγλωττίαν του. Ἡ Ἀθηνᾶ σωφροσύνην, ἡ Ἀφροδίτη ἀφρο(δ)σύνην∙δηλ. ἡ τε Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη — ζηλότυπον ἀεὶ τὸ θῆλυ — συνώμοσαν νὰ μὴ τῆς δώσουν τίποτε. Αἱ Χάριτες, τέλος, καλλονήν, οἵαν μόνον ποιηταὶ —ὁ Γκίνης αἴφνης — θὰ ἐφαντάζοντο, τελείαν. Ἐπειδὴ δ᾽ ὁ γέρω Δίας ἐνόμισεν ὅτι πάντες οἱ ἐπιταχθέντες ὑπο-θεοὶ τῇ μετέδωκαν ἀπὸ κἄτι τι —ποῦ νὰ ὑποπτευθῇ τὴν προδοσίαν τῶν θυγατέρων του! —, ἔκρινε καλὸν νὰ τὴν ὀνομάσῃ, (τὸ βάπτισμα δὲν ἦτο γνωστὸν τότε), Πανδώραν. Καὶ τὸ κατώρθωσε.
The Great, at that time, God, in order to punish mankind, which indeed he created in one outburst of his for his personal enjoyment, and to whom through Prometheus bestowed the divine fire and arts of all sorts, began "entering his nostril" /disturbing/ getting on his nerves, ordered the subject subgods/Lesser Gods Hephaestus and Hermes and Athena and Aphrodite and the Graces to create woman mortal, transmitting to her their divine qualities. Hephaestus confined himself in kneading her from clay and baking her in the kiln - thereof the origin of woman from the Gypsies, her fondness for pasta and her tendency for baking. Hermes transmitted to her the guile, the lures and the eloquence of his. Athena (transmitted) Prundence, Aphrodite aphro-Imprudence / nonsense∙ ie. Athena and Aphrodite - jealous always the female - conspired not to give her anything. The Graces, finally, pulchritude, about which only poets -Gines suddenly- would fantasize as perfect. Because old Zeus thought that all dictated sub-gods had transmitted to her some kind of something -how could he suspect the betrayal of his daughters! - he considered fitting to name her (baptism was not known then), Pandora. And he accomplished his goal.
Μετὰ ταῦτα διέταξε τὸν Ἑρμῆν νὰ κάμῃ τὸν καβαλλιέρο τῆς κυρᾶ-Πανδώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδωρήσατο καὶ πολύτιμον πυξίδα, καὶ τὴν ὁδηγήσῃ παρὰ τῷ Προμηθεῖ, ὃν ἰσχυρίσθη, ὁ ἐπίβουλος, ὅτι τῆς ὥριζε σύζυγον. Ὁ ἀγχινούστατος ὅμως καὶ προνοητικώτατος Προμηθεύς, ἂν καὶ ἔρριψε πρὸς τὴν Πανδώραν μερικὲς γλυκὲς ματιές, ἔχων ἀφορμὰς νὰ δυσπιστῇ πρὸς τὰ δῶρα τῶν Ὁλυμπίων, ἀπέπεμψε μὲ ὕφος δυσηρεστημένου τοκογλύφου τόν τε Ἑρμῆν καὶ τὴν κυρὰ-Πανδώραν, μὴ δεχθεὶς οὐδὲ τὴν πυξίδα τὴν πολύτιμον, ἣν ἐπιχαρίτως αὕτη τῷ προσέφερεν.
Thereafter he ordered Hermes to act as the cavalier of Mrs. Pandora, which he gifted also with a precious box of wood, and to lead her too by the side of Prometheus, whom Zeus, the treacherous, claimed that he mandated him to be her husband. Nevertheless, the shrewd and careful Prometheus, although he cast to Pandora some sweet glances, having reasons to distrust the gifts of the Olympians, expelled Hermes and Mrs. Pandora with the air of a discontented usurer, not even accepting the precious box of wood, which in great grace she offered to him.
Ὁ Ζεὺς ἡττήθη. Εἶχε λησμονήσει, ὁ μακάριος, νὰ ἐξαποστείλῃ πρότερον τὸν πονηρόν του, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἐγγονίσκον**, ὅπως προδιαθέσῃ τὴν καρδίαν τοῦ Προμηθέως καὶ τὴν ἔπαθε σἂν ἀγράμματος — καίτοι τότε δὲν εἶχεν ἀναφυεῖ γλωσσικῶν σημαιῶν σύγχυσις. — Ὠργίσθη διὰ τὴν τοιαύτην του ἧτταν καὶ ἀμέσως διατάσσει τὸν μὲν Ἔρωτα νὰ μεταβῇ πάραυτα παρὰ τῷ ἀδελφῷ τοῦ Προμηθέως, Ἐπιμηθεῖ καὶ ἐντείνων τὰ τόξα ἀγκυλώσῃ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, τὸν δ᾽ Ἑρμῆν ἵνα σπεύσῃ μετὰ τῆς Πανδώρας, εὐθὺς μετὰ τὸν Ἔρωτα παρ᾽ ἐκείνῳ.
Zeus was defeated. He had forgotten, the prosperous, to send beforehand his sneaky, in his own image and likeness, little grandson, so as to predispose the heart of Prometheus and epically failed/ his goose was cooked as if an illiterate / he fell into his own trap as an illiterate - although there had not yet arisen a confusion of linguistic flags. - He was irritated for such a defeat of his and immediately ordered Eros, on the one hand, to go immediately before the brother of Prometheus, Epimetheus and drawing the bows to prick his heart, and Hermes, on the other hand, to rush there with Pandora by his side, immediately after Eros, to Epimetheus.
Οὕτω καὶ ἐγένετο. ‘Η ἁπαλὴ τοῦ Ἐπιμηθέως καρδία ἠχμαλωτίσθη καὶ ὁ Ἑρμῆς τῷ προσέφερε μεταβὰς τὴν καλλίστην τῷ εἴδει γυναικῶν καὶ πρώτην, αὕτη δὲ ὡς γαμήλιον δῶρον τὴν πυξίδα.
And so it was. The gentle heart of Epimetheus was captured and Hermes, as soon as he got there, offered him the most beautiful in respect of form of all women and first among them, and she, as a wedding gift, the box of wood.
Ὁ Ἐπιμηθεὺς μαγευθεὶς, ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας, ὁ θήλαιος, περιέσφυξε τὴν θεόπλαστον ὀσφὺν τῆς Πανδώρας —ἄδηλον ἂν ἔφερε κορσέν. Ἐκείνη ἐπιχαρίτως μειδιῶσα τῷ προσήνεγκε τὴν ἀργυρόηλον πυξίδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἀπεσφράγισαν…
Epimetheus being bewitched , opening his arms, the feminine, hugged the god created body/ loins of Pandora –it is unknown if she wore a corset. She gracefully smiling brought close the silvermade box and together they opened/ unsealed it…
Ἀλλοίμονον ! Ἡ πυξίς ἐνεῖχε τοῦ κόσμου τὰ κακά, ἄγνωστα ὡς τότε, καὶ εἰς σκνῖπας, μυῖας καὶ κώνωπας μεταμορφωθέντα ἐπέταξαν ἐκ τοῦ κόσμου τὰ πέρατα ἀπαισίως βομβοῦντα. Ἡ Πανδώρα ἔσπευσε νὰ κλείσῃ τὴν πυξίδα∙ ἀλλ᾽ἦν ἀργὰ πλέον. Τὰ κακὰ ἀπέπτησαν πάντα καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ κρατήσῃ δεσμίαν ἐν τῇ πυξίδι τὴν Ἐλπίδα —καλόν, ὅπερ μόνον μετὰ τῶν κακῶν ηὐδόκησε νὰ κατατάξῃ ἡ Θεότης Του.
Alas! The box had in it all the world’s distress, which were unknown till then, and being transformed into gnats, flies and mosquitoes they flew from the world’s end, buzzing hideously. Pandora hurried to seal the box; but it was already too late. All evil flew away (into the world), and she barely managed to hold on inside the box a bundle of Hope –a virtue, which his holiness managed to make coexist only together with distress.
Ὁ Ζεὺς ἐξεδικήθη ἐκδίκησιν διττήν.
Zeus avenged a twofold avenge.
Ἔκτοτε χρονολογοῦνται κληροδοτηθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς ἁβροτέρας χειρὸς τὰ κακὰ τοῦ κόσμου. Ἔκτοτε παρήχθη τὸ ὀλέθριον καὶ τό, φοβερωτέρων τῶν κακῶν τῆς πυξίδος, πάροχον γένος τῶν γυναικῶν, ἀπὸ τῆς ἀπαράτου Πανδώρας.
Ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστί γυναικῶν θηλυτεράων
τῆς γᾶρ ὀλώϊνον ἐστι γένος∙ καὶ φῦλα γυναικῶν
πῆμα μέγα θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν — *
ποὺ ἀνάθεμά την!
…Ἑρῶν τις πάσχει ψύχωσιν…
Thenceforward the world’s distress is aged, handed to us by the sweetest of hands. Thenceforward the distress and most disastrous of evils of the compass were created, from the generous gender of women, from the accursed Pandora.
For from her is the race of women and female kind:
of her is the deadly race and tribe of women
who live amongst mortal men to their great trouble,
no helpmeets in hateful poverty, but only in wealth.
Damn her!
...When someone is in love he is suffering a psychosis...
Translated by: Ilias Kolokouris
Peltastes: https://el.wikipedia.org/wiki/Πελταστής
http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/f/9/metadata-a4bf22b1d25793dd383b712055f442c5_1273817075.tkl&do=68245_w.pdf&pageno=21&pagestart=1&width=841&height=595&maxpage=53&lang=en
**Hermes o Logios, ως θεός των γραμμάτων και της ερμηνείας, ο θεός που μεταφέρει
που μετα-κομίζει, και ο εγγονίσκος που παίζει εδώ και γι' αυτό η εμμονή με τα γράμματα και τις δύο γλώσσες
στην συγκεκριμένη παράγραφο.
τῆς γᾶρ ὀλώϊνον ἐστι γένος∙ καὶ φῦλα γυναικῶν
πῆμα μέγα θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν — *ποὺ ἀνάθεμά την! …Ἑρῶν τις πάσχει ψύχωσιν…
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/f/9/metadata-a4bf22b1d25793dd383b712055f442c5_1273817075.tkl&do=68245_w.pdf&pageno=21&pagestart=1&width=841&height=595&maxpage=53&lang=en
http://www.iskiosiskiou.com/2013/09/1874-1909.html
http://www.mani.org.gr/pnevma/pas_spil/sp_pas.htm
Γεννήθηκε το 1874 στο Καστόρι της Σπάρτης (τότε λεγόταν Καστανιά), όταν ο πατέρας του υπηρετούσε εκεί ειρηνοδίκης, και στη συνέχεια πήγαν στη Σπάρτη, στα Λεβέτσοβα (Κροκεές), στους Μολάους, το Γύθειο. Έτσι ο Σπήλιος από παιδάκι μαζί με τον αδελφό του Κωστή γνώρισαν όλες τις ομορφιές του Ταϋγέτου και την Ανατολική πλευρά της καταγωγής τους και την Δυτική όπου τα παππουδικά τους (Καρδαμύλη - Ανδρούβιτσα). Τα δύο αδέλφια πιο βαθειά από κάθε σύγχρονό τους Μανιάτη νιώσανε την λαλιά του Ταϋγέτου και της Μάνης. Κι ο Σπήλιος την αποτύπωσε σε δεκάδες ποιήματά του: Γλωσσοπλάστης με σύνθετες λέξεις-εικόνες στο ύψος του Παλαμά, αν όχι ανώτερος. Γράφτηκε στην Ιατρική, αλλά λόγω φτώχειας δεν σπούδασε, αλλά ξανακατέβηκε στη Μάνη. Εκεί έμεινε 5 χρόνια σαν «ερημίτης και φιλόσοφος και πολυβασανισμένος ποιητής», όπως ο ίδιος γράφει σε γράμμα στον αδελφό του Κωστή το 1897 από τη Μάνη (Καρδαμύλη). Ο πατέρας του τον ήθελε γιατρό, αυτός ένιωθε να μην του ταιριάζει στην ποιητική του φύση τέτοια δουλειά. Έτσι ενώ τον Κώστα τον σπούδασε ο πατέρας του, ο Σπήλιος διέκοψε τις σπουδές του. Ωραίος στη μορφή και την ψυχή, ευαίσθητος και νοήμων, ήθελε να γραφτεί στη Νομική και να εξασκήσει την ποίηση, αφού βρει καμιά «ψωροθεσούλα», όπως λέει ο ίδιος, βάζοντας «μέσον» τον Παλαμά! Μετάφραζε αρχαίους, ενώ βρισκόταν στη Μάνη, αλλά δεν δημοσίευσε τίποτα απ’ αυτές. Παραδόξως πρωτοπαρουσιάζεται σαν πεζογράφος1 στην εφ. «Μούσαι» της Ζακύνθου (του Λ. Ζώη), ενώ στη «Φιλολογική Ηχώ» της Κωνσταντινούπολης δημοσιεύει το πρώτο ποίημα του (1894). Το 1898 σκεφτόταν στην Καρδαμύλη να βγάλει την εφημερίδα «Μάνη» πού δεν βγήκε ποτέ. Χωρίς οικονομική βάση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αβοήθητος από παντού. Ένα μεγάλο ταλέντο «πεταμένο» στην επαρχία τότε, ήταν σαν να μην υπήρχε. Ταυτόχρονα όμως θρέφεται απ' την φύση της Μάνης, που γέννησε πια τον μεγαλύτερο ως τότε ποιητή της. Πήρε, δίκαια, τον τίτλο «Ο ποιητής του Ταϋγέτου», όταν τύπωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Αντίλαλοι» το 1899, όντας στη Μάνη. Δέχτηκε ευμενή κριτική του Κ. Παλαμά. Κι έτσι δεν έφτασε στο σημείο να «πεθάνει χωρίς να βγάλει βιβλίο», όπως έλεγε μαραζωμένος. Το 1905 δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή μαζί με τον Σκίπη, που τον παρουσιάζει κάπου «σωστόν Απόλλωνα»... με πικραμένο χαμόγελο. Ήταν αιθέριος. Λες πως δεν πατούσε στη γη και πως η πατρίδα του, ήταν αλλού, πολύ μακριά, πολύ ψηλά, όπου βιαζόταν να ξαναγυρίσει, και περνούσε χωρίς να σταματά πουθενά, αδιαφορώντας για την εξασφάλιση της ζωής του...». Έγινε ηθοποιός μαζί με τον Σκίπη και τον Σικελιανό, έπαιξε και σε δύο-τρία έργα. Αλλά «είχε στη φλέβα του το σπόρο του χαμού», όπως λέει ο ίδιος (στον «Αγελαδάρη»). Γνωρίζεται με την Ελένη (αδερφή του Σικελιανού), μια ανήσυχη ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, που έγινε η αρχή νέων προβλημάτων του. Την παντρεύτηκε κι αυτό ήταν η αρχή της «κάτω βόλτας» γι’ αυτόν. Το 1905 με τη γυναίκα του, τον κουνιάδο του Άγγελο και τ' αδέρφια του Κωστή και Φαλλίτσα έμειναν στον Ταΰγετο 40 μέρες. Ήδη απ’ το 1903 ήταν τακτικός συνεργάτης στον «Νουμά» με ποιήματα και διηγήματα («αριστουργήματα» κατά τον Καρκαβίτσα). Επίσης στα «Παναθήναια», τον «Πάνα» και τη «Ζωή». Το 1906 ήταν στη Γερμανία. Εκεί εγκαταλείπει τη μεγαλομανή Ελένη Σικελιανού και γυρίζει στην Ελλάδα το 1907. Αμέσως μετά φεύγει για την Ιταλία και ύστερα στο Παρίσι κι απο εκεί στην Αμερική, όπου δουλεύει σε καπνεργοστάσιο. Η χειρωνακτική δουλειά και ο «ζωντοβολισμός» των Αμερικανών τον κούρασε γρήγορα... «Κουράστηκα σε τούτη τη χώρα την αποπνίχτρα κάθε καλού κι ευγενικού. Ο χάλυβας, το σίδηρο και τ' ατσαλένια μπράτσα με τρομάζουνε και με τυραγνάνε». Γυρίζει στην Ελλάδα, αλλά έχει γίνει φυματικός. Έμεινε στην Κέρκυρα με όνειρο να πάει στη Ρωσία, αλλά η επιδείνωση της υγείας του τον κάνει να γυρίσει στη Μάνη. Σε λίγο επιστρέφει στην Αθήνα άρρωστος και κλείνεται — από έλλειψη οικονομικών πόρων — σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο στο τέρμα Ζωοδόχου Πηγής. Φεύγοντας από εκεί πήγε στο σπίτι του Ελληνολάτρη Δούγκαν, στον Υμηττό, που στην πραγματικότητα ήταν ένα γιαπί χωρίς τοίχους. Πάνω του είχε τεντώσει ένα αντίσκηνο! Αλλά ο θάνατος πλησίαζε. Φεύγει στη Ζάκυνθο, οπού ο αδελφός του ήταν ειρηνοδίκης. Εκεί πέθανε στο τελείωμα του χρόνου, 6 Δεκέμβρη, 34 μόλις χρονώ, ο μεγαλόπνοος ποιητής της Μάνης, ο δημιουργός του «Πέτρακα» και της «Ταϋγέτης», ο «δάσκαλος» του Σικελιανού2, ο «καταραμένος» της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Παραπομπές Από το βιβλίο το Κυριάκου Δ. Κάσση «Διακόσιοι Μανιάτες Λογογράφοι», Αθήνα 1998.
|