http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2015/11/Bodila-24grammata.com_.pdf
In April 1967, a military junta regime takes over Greece.
In his opening speech, the Dictator Georgios Papadopoulos, kills katharevousa with an absolutely wrong usage.
He also liked to make metaphors, like the famous "surgery" one. Funny to listen to now, but in terms of syntax, his katharevousa
makes no sense, unfortunately:
“ευρισκόμεθα προ ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί χειρουργικής κλίνης, και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως και της ναρκώσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπαρχει πιθανότης αντί δια της εγχειρήσεως να του χαρίσει την αποκατάστασιν της υγείας, να τον οδηγήσει εις θάνατον. [...] Οι περιορισμοί είναι η πρόσδεσις του ασθενούς επί κλίνης δια να υποστή ακινδύνως την εγχείρισιν
Translated as:
“...We are in front of a patient, whom we have on a surgical bed, and whom if the surgeon does not strap on the surgical bed during the time of the surgery and the anesthesia, there is a chance instead of the surgery granting him the restoration of his health, to lead him to his death [...] The restrictions are the straps, keeping the patient tied to the surgical bed so that he will undergo the surgery without danger.
In the same speech Papadopoulos continued:[26][28]
"Ασθενή έχομεν. Εις τον γύψον τον εβάλαμεν. Τον δοκιμάζομεν εάν ημπορεί να περπατάει χωρίς τον γύψον. Σπάζομεν τον αρχικόν γύψον και ξαναβάζομεν ενδεχομένως τον καινούργιο εκεί όπου χρειάζεται Το Δημοψήφισμα θα είναι μία γενική θεώρησις των ικανοτήτων του ασθενούς. Ας προσευχηθώμεν να μη χρειάζεται ξανά γύψον. Εάν χρειάζεται, θα του τον βάλομεν. Και το μόνον που ημπορώ να σας υποσχεθώ, είναι να σας καλέσω να ειδήτε και σεις το πόδι χωρίς γύψον!
which translates as follows:
"We have a patient. We test him if he can walk without a plaster cast. We break the initial cast and, if warranted, we put another cast where is needed. The referendum will be a general overview of the capabilities of the patient. Let us pray that he may not need a cast again. If he needs one, we will put one on him. And the only thing I can promise you, is to invite you to see the foot without a cast!
https://books.google.gr/books?id=XqKfCwAAQBAJ&pg=PT269&lpg=PT269&dq=Ευρισκόμεθα+προ+ενός+ασθενούς+χειρουργικής+κλίνης+Παπαδόπουλος&source=bl&ots=d5_rlBaLL9&sig=rjCLO-0RuVHkuGNUG_AckpetvXY&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwiUnq_mjPnOAhXGvhQKHaGwArUQ6AEIMDAD#v=onepage&q=Ευρισκόμεθα%20προ%20ενός%20ασθενούς%20χειρουργικής%20κλίνης%20Παπαδόπουλος&f=false
During the military junta, the Greek Composer Mikis Theodorakis is held in captivity. On 1 June, the Colonels published "Army decree No 13", which banned playing, and even listening to his music. Theodorakis himself was arrested on 21 August, and jailed for five months. Following his release end of January 1968, he was banished in August to Zatouna with his wife Myrto and their two children, Margarita and Yorgos. Later he was interned in the concentration camp of Oropos.In Zatuna, he writes the following song.
Intersting is the usage of the form συνεμορφώθην in contradiction with the absolutely demotic της ελευθεριάς genitive,
instead of the medium demotic της ελευθερίας. The first verse describes the reasons of the composer's captivity,
whereas the second his hope for liberty and freedom.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει της ελευθεριάς το φως.
Το τραγούδι του Μίκη "διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις" γράφτηκε κατά τη διάρκεια της χουντικής δικτατορίας και έγινε τόσο πολύ δημοφιλές, γιατί άγγιξε βαθύτατα τα εκατομμύρια των Ελλήνων που καταδιώκονταν από το 1945 μέχρι το 1974 επειδή πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση του 1941-44, κι επειδή ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική, προοδευτική και έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο.
George Babiniotis as an advisor for the military Junta:
http://yannisharis.blogspot.gr/2015/06/blog-post_14.html
Όταν η χούντα γλωσσολογεί
Posted by sarant στο 14 Δεκεμβρίου, 2009
Το καλοκαίρι, μέσα στις διακοπές, ένας φίλος μού έστειλε ηλεμήνυμα και μου επισήμαινε ένα σχόλιο εφημερίδας για ένα «μυθικό» βιβλίο που είχε εκδοθεί επί δικτατορίας. Όταν του είπα ότι το έχω, με παρακάλεσε (έντονα) να γράψω κάτι. Υποσχέθηκα, το ξέχασα, τώρα μου το ξαναθύμισε (πιο έντονα), οπότε, μπροστά στον κίνδυνο να θεωρήσει ότι ψέματα του είπα ότι το έχω, σφίγγω τα δόντια και κάθομαι και γράφω το σεντονάκι που ακολουθεί.
Λοιπόν, στα τέλη Ιουλίου, στη στήλη του στην Καθημερινή, ο Στ. Κασιμάτης έβαλε στους αναγνώστες του ένα δύσκολο κουίζ:
Σας προειδοποιώ ότι δεν είναι από τα εύκολα…
Ο Οδυσσέας Αγγελής, ως αρχηγός του ΓΕΣ, συμμετείχε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Διετέλεσε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιπρόεδρος της χούντας. Συνέγραψε όμως (ορθότερα, υπέγραψε…) και γλωσσολογικό πόνημα, που δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο «Ιστορία της ελληνικής γλώσσης». Ποιος λαμπρός καθηγητής ήταν ο πραγματικός συγγραφέας και πού βρίσκεται σήμερα;
Και εντελώς τυχαία, το επόμενο σχόλιο της στήλης ήταν μια μπηχτή που φωτογράφιζε συγγενικό πρόσωπο του καθηγητή που εννοούσε ο Στ. Κασιμάτης.
Το κουίζ είναι χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου που αποκαλέσαμε «συνεννόηση Λοΐζος». Θέλω να πω, ο Κασιμάτης δίνει λάθος σχεδόν όλα τα στοιχεία, αλλά τελικά πολλοί καταλαβαίνουν ποιον εννοεί. Προειδοποίηση: αν κι εσείς καταλάβατε ποιος καθηγητής εννοείται, μην το γράψετε στα σχόλια, διότι θα το σβήσω. Ούτε να γράψετε τίποτε για τους υπαινιγμούς περί συγγενικού προσώπου.
Λέω ότι ο Κασιμάτης δίνει λάθος τα στοιχεία, διότι:
α) το γλωσσολογικό πόνημα δεν είχε τίτλο «Ιστορία της Ελληνικής γλώσσης» αλλά «Εθνική γλώσσα», και
β) δεν το υπέγραφε ο Αγγελής, αλλά το «Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων» -δείτε και την εικόνα για του λόγου το αληθές.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η ευρέως διαδεδομένη άποψη, από τότε, ήταν ότι το βιβλιαράκι το είχε γράψει ο Αγγελής. Κι ο πατέρας μου έτσι μου είπε, όταν τον ρώτησα για το βιβλίο αυτό. Όπως μάλιστα δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα μετά τη χούντα, οι άλλοι χουντικοί, που θεωρούσαν ψώνιο τον Αγγελή, έλεγαν μεταξύ τους: «Το διάβασες το βιβλίο του ακαδημαϊκού;» (γιατί αυτό το παρατσούκλι του είχαν βγάλει).
Στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας, το 1975, ο μάρτυρας κατηγορίας Ευάγγελος Παπανούτσος αναφέρθηκε στο βιβλίο αυτό, θεωρώντας το αντεθνικό για όσα λέει κατά της γλώσσας του λαού. Σε ερώτηση του προέδρου, πρόσθεσε ότι «είναι απρόσωπον το βιβλίον». «Ξέρω ότι είναι απρόσωπον», απαντάει ο πρόεδρος Ιω. Ντεγιάννης, «αλλά υπάρχει ένας κάποιος θρύλος, ο οποίος…», οπότε ο Παπανούτσος απαντάει ότι «υπεστηρίχθη ότι ο ίδιος ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων τότε, ο Στρατηγός Αγγελής [ήταν] ο συγγραφεύς, δεν ξέρω σε συνεργασίαν με ποίους άλλους λογίους του». Σε μεταγενέστερο άρθρο του, ο άγιος Κριαράς, που θυμάται καλύτερα από τον Κασιμάτη κι ας είναι λιγάκι μεγαλύτερος, αναφέρεται στο ανόητο τεύχος «Εθνική γλώσσα» που δημοσίευσαν το 1973 ορισμένα «πνευματικά» ενεργούμενα των συνταγματαρχών.
Το βιβλίο αυτό πράγματι κυκλοφόρησε το 1973, υπό την αιγίδα και με την ενίσχυση του αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων από την «Εταιρεία των Φίλων του Λαού». Η εταιρεία αυτή, που ιδρύθηκε το 1865 (!), απέκτησε χάρη στη χούντα τα ιδιόκτητα γραφεία που και σήμερα διατηρεί στην οδό Ευριπίδου 12. Οι ιδρυτές της εταιρείας θεώρησαν «συμπλήρωμα και κορωνίδα του όλου έργου της Εταιρείας» την έκδοση βιβλίων, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν 108 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιήσει η εταιρεία την πρώτη της έκδοση, κι αυτή έμελλε να είναι, με χουντική επιχορήγηση, η «Εθνική Γλώσσα». Ωραία κορωνίδα, δεν βρίσκετε; Άργησαν αλλά το πέτυχαν.
Ο άγνωστος χουντικός συγγραφέας στην αρχή ορίζει τι είναι λαός: «επί του γλωσσικού πεδίου, όταν λέγωμεν λαός, δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν, αλλά μόνον τους αγραμμάτους». (Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από πνεύματα, περισπωμένη και υπογεγραμμένη). Στη συνέχεια, αποφαίνεται ότι στην Ελλάδα του 1973 υπάρχουν εν χρήσει τρεις γλώσσες: η λαϊκή, η λογία (καθαρεύουσα) και η δημοτική, η οποία έχει ως πυρήνα της τα ιδιώματα της Πελοποννήσου και τείνει να καταστεί σχεδόν μητρική γλώσσα των μεγάλων αστικών κέντρων. Επομένως, λέει, δεν έχουν δίκιο οι δημοτικιστές όταν ζητούν να διδάσκεται το παιδί στο σχολείο τη γλώσσα που μαθαίνει από τη μάνα του, αφενός «διότι καμμία μάννα δεν λέγει, φέρ’ ειπείν, ‘της κυβέρνησης’» (η δική μου η μάνα πάντως έτσι έλεγε το 1973) και αφετέρου διότι «το παιδί του λαού της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας μαθαίνει από την μητέρα του να λέγη: Ψόφσι του μσκαρ. Του σκλι τ’ Γιώρ’ τ’ κφου πήδσι του φραχτ κι δάκους του γρουν τς θειας τς Λιενς. Πιρίμινι ναρθ η πατέρας ναν του που να σι δειρ. Τς έεις τς ασς; Πραζ π’ τράου; κλπ.»
Τη γλωσσική εξέλιξη ο χουντικός γλωσσολόγος τη θεωρεί τυχαία και ανώμαλη, αποτέλεσμα αγραμματοσύνης. Αρνείται ότι υπάρχουν νόμοι της γλωσσολογίας, π.χ. ότι «όταν εις την αυτήν λέξην υπάρχουν δύο ρ γίνεται ανομοίωσις», π.χ. άροτρο > αλέτρι, πρώρα > πλώρη. Τότε, λέει, γιατί το κριάρι δεν έπαθε ανομοίωση, ή το τριάρι ή το κριθάρι; Δεν πρόκειται για νόμο, πρόκειται για παραποίηση, αυτό δεν είναι εξέλιξις είναι διαφθορά. Μιμούμενος τον Μπέρναρντ Σω που για να ειρωνευτεί την προφορά της αγγλικής είχε γράψει ότι η λέξη fish θα μπορούσε κάλλιστα να γράφεται ghoti (γκουγκλίστε να βρείτε το γιατί), λέει ότι «βάσει των νόμων της γλωσσολογίας» η λέξη αγελάδα προέρχεται από τη λέξη κόρη ως εξής: κόρη > γόρη (κατά το κωβιός > γωβιός), γόρη > αγόρη (κατά το α-μασκάλη), αγόρη > αγέρη (κατά το αποθνήσκω > πεθαίνω), αγέρη > αγέλη (κατά το πρώρα > πλώρη) και αγέλη > αγελάδα (κατά το ζάλη > ζαλάδα), όπερ έδει δείξαι (σελ. 26).
Και όλο το βιβλίο συνεχίζεται έτσι, με απύθμενη περιφρόνηση για τον «αγράμματο» λαό, με κλεφτοπόλεμο στις θέσεις των δημοτικιστών και με εξυπνάδες. Ποίος όμως ημπορεί να κάμη την διάκρισιν αυτήν; Ο λαός, βεβαίως, δεν είναι εις θέσιν, λέει σε ένα σημείο. Και αλλού: Πάντως το μεγαλόπρεπος αποκλείεται να το έπλασεν ο λαός, διότι δεν γνωρίζει τι σημαίνει. (σελ. 100). Ή εκεί που μιλάει για τους παιδαριώδεις στίχους των δημοτικών τραγουδιών (σελ. 143) που όμως δεν τολμά κανείς να επικρίνει διότι θα κατηγορηθεί ότι «βρίζει το λαό».
Πάντως ο χουντικός συγγραφέας αποδεικνύεται πιο προσγειωμένος από κάποιους σημερινούς «ακαδημαϊκούς» που μιλάνε για 5 ή 100 εκατομμύρια λέξεις της αρχαίας ελληνικής, διότι λέει: «Όταν μία γλώσσα, η οποία είχε περισσοτέρας των 100 χιλιάδων λέξεις, και εις την οποίαν διετυπώθησαν τα υψηλότερα νοήματα του ανθρώπου, καταντά εις μίαν γλώσσαν 2-3 χιλιάδων λέξεων, με τας οποίας δεν ημπορείτε να εκφράσετε παρά μόνον ‘συγκεκριμένας εννοίας’ του καθημερινού πρακτικού βίου, αυτό δεν είναι εξέλιξις, υπό την ποιοτικήν σημασίαν του όρου».
Και ο συγγραφέας τελειώνει με τις αιτίες του αγώνος κατά της εθνικής γλώσσης, που είναι οι ακρότητες του λογιωτατισμού, η μίμησις των δημοτικών τραγουδιών, η εκμετάλλευσις του κινήματος από τους κομμουνιστάς, η αγλωσσία και η αγραμματωσύνη, η μανία της λεξιθηρίας και της γλωσσοπλαστίας, η ξενομανία και το πνεύμα επαναστάσεως κατά του κατεστημένου.
Και καταλήγει: Απαραίτητος όμως προϋπόθεσις διά την πραγματοποίησιν οιασδήποτε των ανωτέρω ελπίδων, είναι ότι η γλώσσα των δημοτικιστών δεν θα εισαχθή εις την παιδείαν, αλλά θα εξακολουθήση να διδάσκεται εκεί μία γλώσσα την οποίαν, οι μεγαλοφυέστεροι άνδρες της αισθητικής του λόγου, ανήγαγον εις βαθμόν τελειότητος και η οποία εξακολουθεί ν’ αποτελή την ακένωτον πηγήν από την οποίαν η παγκόσμιος επιστήμη αντλεί τας λέξεις διά την απόδοσιν των εννοιών της. (Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου, χωρίς καμιά αλλαγή από μέρους μου).
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η χούντα, με τη γλωσσική πολιτική της, έδωσε τη χαριστική βολή στην καθαρεύουσα. Στη συζήτηση στη Βουλή του 1976 με την οποία καθιερώθηκε η διδασκαλία της δημοτικής στην εκπαίδευση (Σήμερα ενταφιάζουμε την καθαρεύουσα, είχε πει ο Γεώργιος Ράλλης) ελάχιστοι ήταν οι βουλευτές που υπερασπίστηκαν την καθαρεύουσα, κι αυτοί το έκαναν χλιαρά.
Όταν το διαβάζω αυτό το βιβλίο, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι το έχουν γράψει δύο ή περισσότεροι άνθρωποι. Αλλού είναι εμφανές το χοντροκομμένο στρατιωτικό ύφος, αλλού υπάρχουν επιχειρήματα λογικά. Σε μερικά σημεία ο συγγραφέας δείχνει αβυσσαλέα αμάθεια, π.χ. όταν μέμφεται τη γραμματική Τριανταφυλλίδη γιατί περιλαμβάνει κάπου τον τύπο «χαλασοχώρηδες», λέγοντας ότι έτσι θα μπορούσε κανείς χάριν αστεϊσμού να πλάσει χιλιάδες λέξεις όπως χαλασοσπίτης, χαλασοπαρέας, χαλασοσυντροφιάς, χαλασογλέντης, χαλασοτραπέζης, χαλασογειτονιάς, προφανώς αγνοώντας ότι τους Χαλασοχώρηδες τους έχει απαθανατίσει ο άγιος Παπαδιαμάντης. Οι μύδροι του κατά της μοντέρνας τέχνης (έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής αντάξια του σπηλαιανθρώπου, γράφει) δείχνουν… ευρύτητα πνεύματος που αφθονούσε στον ελληνικό στρατό. Αλλού πάλι παρουσιάζεται ενημερωμένος για τα κείμενα των δημοτικιστών και κερδίζει κάποιους πόντους επισημαίνοντας τα κενά της γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ή δείχνει εξοικειωμένος με την ορολογία της γλωσσολογίας (π.χ. μιλάει για «τέρματα»), αλλά και με την εσωτερική ζωή της φιλοσοφικής Αθηνών.
Λογουχάρη, στις σελίδες 76-77 επικρίνει «σημερινή (22.11.72)» ανακοίνωση φοιτητριών (sic) υποψηφίων για το ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών Φιλοσοφικής Αθηνών, επειδή χρησιμοποίησαν τον τύπο «πληρώνεται η προϋπόθεση». Όχι μόνο έχει δίκιο σε όσα γράφει επί του γλωσσικού (δηλ. ότι το οργανούται μπορεί να αντικατασταθεί από το οργανώνεται, όχι όμως το πληρούται από το πληρώνεται διότι αυτό έχει άλλη σημασία στη γλώσσα του λαού), αλλά και το όλο στιλ μου φαίνεται δύσκολο να μην έχει γραφτεί από άνθρωπο που ζει μέσα στο πανεπιστήμιο. Επειδή είναι πολύ μεγάλο παραθέτω μόνο το τέλος: Και ο μεν λαός πιθανόν ν’ αγανακτήση δια τον δύστροπον εργοδότην ο οποίος κατακρατεί τους μισθούς της «προϋπόθεσης» και δεν την πληρώνει, αλλ’ οι γραμματισμένοι γονείς θ’ αγανακτήσουν δια τας αυριανάς καθηγητρίας εις τας οποίας θα παραδώσουν τα τέκνα των διά να μάθουν γράμματα. Διότι, όπως φαίνεται από την ανακοίνωσίν των, «δεν πληρώνουν τα προσόντα».
Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν αποκλείεται κάποιος στρατιωτικός με φιλολογική έφεση να έχει στη βιβλιοθήκη του τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, δύσκολα θα πιστεύαμε ότι αποδελτιώνει και τις ομιλίες των δημοτικιστών καθηγητών πανεπιστημίου, όπως κάνει ο συγγραφέας του βιβλίου (και παραθέτει αποσπάσματα των οποίων στη συνέχεια καταδεικνύει τις υποτιθέμενες αδυναμίες ή τις όποιες αντιφάσεις). Οπότε, το συμπέρασμά μου είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα το έργο έχει γραφτεί από περισσότερους του ενός συγγραφείς, ένας από τους οποίους πρέπει να ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εναλλακτικά, ότι το έγραψε ένας συγγραφέας (της Φιλοσοφικής) και μετά το πήρε ένας φιλολογών καραβανάς και πρόσθεσε τα δικά του (τα σημεία εξαιρετικής βλακείας και φτηνού χιούμορ, που ξεχωρίζουν).
Σε κάθε περίπτωση, εγώ αυτά είχα να πω για το μυθικό αυτό βιβλίο και να βγάλω από πάνω μου την υποχρέωση προς τον φίλο μου. Θα σας παρακαλούσα στη συζήτηση να μην κατονομάσετε τον λαμπρό καθηγητή που φωτογραφίζει στο άρθρο του ο κ. Κασιμάτης, διότι δεν ξέρουμε αν αυτός έγραψε το χουντοβιβλίο. Σε εσχάτη ανάγκη, βάλτε το πρώτο γράμμα του επωνύμου του μόνο.
Ενημέρωση: Όπως προέκυψε από τη συζήτηση, το πόνημα αυτό είχε γνωρίσει τρεις εκδόσεις. Δύο το 1972, και την τρίτη που έχω εγώ και παρουσίασα. Την πρώτη έκδοση του 1972 μπορείτε να την κατεβάσετε από τη διεύθυνση που δίνεται στο σχόλιο αρ. 20. Η δεύτερη έκδοση, που ήταν «επηυξημένη και βελτιωμένη» έχει το εξής εξώφυλλο που μου έστειλε ο Γιάννης Χάρης:
Σε σχέση με την πρώτη έκδοση (που μπορείτε να κατεβάσετε), η τρίτη έχει προσθέσει αρκετό υλικό, ακόμα και ολόκληρες ενότητες, ιδίως στον έλεγχο της γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Όμως, όλο το κείμενο είναι ξαναδουλεμένο, και γενικά οι προσθήκες-βελτιώσεις δείχνουν να έχουν γίνει από χέρι φιλολόγου (και όχι καραβανά), και μάλιστα πανεπιστημιακού από την Αθήνα (π.χ. τα παραθέματα από ανακοινώσεις του συλλόγου φοιτητών).
Δεν έχω δει το κείμενο της δεύτερης έκδοσης, οπότε δεν ξέρω αν οι αλλαγές της τρίτης είχαν γίνει όλες ήδη από τη δεύτερη έκδοση ή αν υπήρξαν δύο φάσεις «επαύξησης» και «βελτίωσης» του κειμένου.
https://sarantakos.wordpress.com/2009/12/14/xountaglos/
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2015/11/Bodila-24grammata.com_.pdf
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-74.pptx
http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_b1/b_1_thema.htm
Ίσως σε καμιάν άλλη έκφανση της ζωής να μην είναι τόσο απότομη η μετάβαση από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση όσο στη γλώσσα. Πράγματι, η δικτατορία, με το να υιοθετήσει τόσο φανατικά την καθαρεύουσα, ως στοιχείο του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και ως «εθνική γλώσσα», δεν κατάφερε παρά να την απαξιώσει και να τη στιγματίσει εσαεί.
Όχι τυχαία, Εθνική γλώσσα ονομαζόταν και ένα βιβλιαράκι-λίβελλος κατά της δημοτικής, που γνώρισε τρεις εκδόσεις (τις δύο πρώτες από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το 1972, και την τρίτη, επαυξημένη, από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού το 1973) και διανεμήθηκε σε όλα τα σχολεία. Η ταυτότητα του συγγραφέα του ανώνυμου αυτού πονήματος παραμένει (δευτερεύον) μυστήριο. Πολλοί θεωρούσαν συγγραφέα του τον πραξικοπηματία Οδυσσέα Αγγελή[1], τον οποίο οι συνάδελφοί του πραξικοπηματίες αποκαλούσαν ειρωνικά «ακαδημαϊκό» εξαιτίας των φιλολογικών του τάσεων. Σύμφωνα με τον Πίτερ Μάκριτζ, συγγραφέας ή εμπνευστής του ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Παν. Αθηνών Γεώργιος Κουρμούλης[2], ενώ σε κατά καιρούς δημοσιεύματα[3] αναφέρεται ως συγγραφέας του ο Γ. Μπαμπινιώτης, που διαδέχτηκε τον Κουρμούλη. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιθανό[4] το βιβλίο να έχει γραφτεί από δύο ή περισσότερους συγγραφείς, π.χ. έναν στρατιωτικό και έναν πανεπιστημιακό της Φιλοσοφικής Αθηνών.
Μόλις έπεσε η δικτατορία, η “κυβέρνησις” έγινε “κυβέρνησι”
Η δικτατορία λοιπόν απαξίωσε την καθαρεύουσα, μεταξύ άλλων και με την κωμική χρήση της από τους ίδιους τους πρωτοδικτάτορες κι έτσι, εύλογα, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως οι εφημερίδες, άρχισαν να προσπαθούν να χρησιμοποιούν δημοτική ή τουλάχιστον να αποφεύγουν τους πιο «χαρακτηρισμένους» τύπους της καθαρεύουσας· μια από τις πιο χτυπητές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο γλωσσικές μορφές ήταν τα τριτόκλιτα θηλυκά· επί δικτατορίας, ήταν υποχρεωτικοί οι καθαρεύοντες τύποι (η κυβέρνησις, της κυβερνήσεως). Μετά την πτώση της δικτατορίας, είναι πολύ χαρακτηριστικός ο πηχυαίος τίτλος της αντιδικτατορικής αλλά συντηρητικής Βραδυνής όταν επανεκδόθηκε στις 24.7.74: Κυβέρνησι Καραμανλή· υιοθετήθηκε δηλαδή μια μεσοβέζικη λύση ανάμεσα στον καθαρεύοντα τύπο («η κυβέρνησις») που ήταν ο καθιερωμένος επί δικτατορίας, και στον δημοτικό τύπο («η κυβέρνηση»)· ωστόσο, τις αμέσως επόμενες μέρες η Βραδυνή άρχισε να χρησιμοποιεί τον δημοτικό τύπο σε λιγότερο χαρακτηρισμένα ουσιαστικά (π.χ. «Συνάντηση Καραμανλή-Ετσεβίτ στις 29.7.74), ενώ ο τύπος «κυβέρνηση» εμφανίζεται πρωτοσέλιδος στις 3 Αυγούστου.
Για την εποχή εκείνη, θυμάται ο Βασίλης Αγγελικόπουλος (Καθημερινή 6.7.2003): «Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με πρωτοβουλία Γεωργίου Pάλλη, και η διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη της ΕΡΤ» ανέθεσαν στον Νάσο Δετζώρτζη, ως επικεφαλής επιτελείου «ανασυντακτών», να «μεταγράφει στην καθομιλουμένη τα δελτία ειδήσεων, γιατί οι συντάκτες είχαν συνηθίσει να γράφουν σε παπαδοπούλειο γλώσσα».
Από το Σύνταγμα του 1975 απουσιάζει το άρθρο που κατοχύρωνε την καθαρεύουσα ως «επίσημη γλώσσα του κράτους». Στις 5 Ιανουαρίου 1976 ο Γεώργιος Ράλλης αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας και δρομολογεί τις «μεγάλες συσκέψεις» του Ιανουαρίου 1976, με συμμετοχή και του πρωθυπουργού, στις οποίες αποφασίζεται η καθιέρωση της δημοτικής «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η απόφαση ανακοινώνεται στις 28 Ιανουαρίου 1976 και γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον Τύπο[5].
Όταν συζητήθηκε στη Βουλή ο νόμος 309/1976, ο οποίος υλοποίησε τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται η μεταρρύθμιση του 1976, ο αρμόδιος υπουργός Γ. Ράλλης ανακοίνωσε επίσημα: «Πράγματι και η δημοτική και η καθαρεύουσα, είναι γνήσια τέκνα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, με μία διαφορά: Ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της»[6]. Η αντιπολίτευση εστιάστηκε στην ανάγκη να καθιερωθεί και το μονοτονικό σύστημα, καταθέτοντας σχετικές τροπολογίες. Πολλοί βουλευτές της συμπολίτευσης (π.χ. Βάσος Βασιλείου, Αθ. Μίχας. Ιω. Φικιώρης κτλ.) τάχθηκαν ένθερμα υπέρ του μονοτονικού, αλλά ο Γ. Ράλλης υποστήριξε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες. Τόνισε ότι η νέα Γραμματική κατάργησε τη βαρεία και ότι δόθηκε κατεύθυνση προς τους διδάσκοντες να μην είναι αυστηροί με τα λάθη στα πνεύματα· τελείωσε λέγοντας ότι η δασεία και η περισπωμένη μπορούσαν να καταργηθούν χωρίς να χρειαστεί νόμος. Τελικά οι τροπολογίες της αντιπολίτευσης απορρίφθηκαν.
Ακολούθησε η κυκλοφορία της ιστορικής εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση από τον Γ. Ράλλη (που διατηρούσε προσωρινά και το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως παράλληλα με το Υπουργείο Παιδείας). Η εγκύκλιος αυτή, που καθιέρωνε τη δημοτική στη δημόσια διοίκηση από τις 1.2.1977 και έδινε οδηγίες στους συντάκτες κειμένων, επαινέθηκε από τους δημοτικιστές, που πάντως επισήμαναν τον συντηρητισμό της (π.χ. δεν συνιστούσε τον τύπο «της κυβέρνησης», που τον χαρακτήριζε «υπερδημοτικό», ενώ ανεχόταν για ένα διάστημα τύπους όπως «οι μαθηταί-τους μαθητάς»)[7]. Την ίδια περίοδο, γλωσσικά συντηρητικοί γλωσσολόγοι επιχειρούν να αναζητήσουν μια σύνθεση «πέρα της δημοτικής και της καθαρευούσης»[8], η οποία κατά τους δημοτικιστές είναι ουσιαστικά επαναφορά της καθαρεύουσας.
Όσο για το τονικό σύστημα, συνεχώς πληθαίνουν οι φωνές υπέρ του μονοτονικού. Το 1977 το ΚΕΜΕ του Υπουργείου Παιδείας εισηγείται στην κυβέρνηση την καθιέρωση του μονοτονικού, κάτι που αποτελεί και αίτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Το καλοκαίρι του 1979 το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση νόμου για την καθιέρωση του μονοτονικού. Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, αν και, όπως δήλωσε ο αρμόδιος υφυπουργός, ο Βασ. Κοντογιαννόπουλος, η κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη με το μονοτονικό σύστημα, πρέπει όμως πρώτα να επιλυθούν άλλα ζητήματα της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ο βουλευτής κ. Καραϊσκάκης, ζήτησε μεν την απόρριψη της πρότασης νόμου χαρακτηρίζοντας το νομοσχέδιο «ατελές», ωστόσο στην ομιλία του τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης του μονοτονικού στην εκπαίδευση και ζήτησε από τον αρμόδιο υπουργό να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο που να ρυθμίζει το θέμα.[9] Ίσως η στάση αυτή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να αποτελούσε κωλυσιεργία ή εύσχημο τρόπο απόρριψης, πάντως το 1979 το σύνολο του πολιτικού κόσμου συμφωνούσε ρητά στην ανάγκη να καθιερωθεί μονοτονικό σύστημα. Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος (ουσιαστικά από τις αρχές του 1980) σε συνδυασμό με την όξυνση των αντιπαραθέσεων δημιούργησαν κλίμα που δεν ήταν πρόσφορο για να συζητηθεί ξανά η τονική μεταρρύθμιση πριν από τις εκλογές του 1981.
Το “σύστημα κουκίδας” (Νέα 16.3.1979)
Στην πράξη όμως, μορφές μονοτονικού εφαρμόστηκαν σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας πολύ πριν καθιερωθεί επίσημα το νέο τονικό σύστημα τον Ιανουάριο του 1982. Αναφέρομαι σε «μορφές μονοτονικού», επειδή το κάθε έντυπο ακολουθούσε δική του γραμμή. Μια μορφή ήταν το λεγόμενο «σύστημα κουκίδας», το οποίο αντικαθιστούσε όλα τα τονικά σημάδια (τόνους και πνεύματα) του πολυτονικού με μια τριγωνική κουκίδα. Το σύστημα αυτό δίκαια επικρίθηκε από τον Εμμανουήλ Κριαρά και πολλούς άλλους, επειδή φόρτωνε τις λέξεις με δύο (ή και τρεις) κουκίδες, από τις οποίες η μία μόνο ήταν τονική και οι άλλες παραπλανητικές. Μια άλλη διαδεδομένη μορφή μονοτονικού, την οποία ο Εμμ. Κριαράς χαρακτήρισε «συντηρητικό μονοτονικό» (βλ. εικόνα 2), ήταν όμοια με το σημερινό μονοτονικό, με τη διαφορά ότι τόνιζε και τις μονοσύλλαβες λέξεις. Η χρήση του μονοτονικού επηρεάστηκε και από τις τεχνικές δυνατότητες της κάθε εφημερίδας. Πολλές εφημερίδες, για τεχνικούς λόγους, ακολουθούσαν άλλο σύστημα τονισμού στους τίτλους των άρθρων και άλλο στα κείμενα των άρθρων.
Το “συντηρητικό μονοτονικό” (Καθημερινή 15.11.1978)
Η πρωτοπορία ως προς τη χρήση του μονοτονικού ανήκει στη Μακεδονία, την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη από τις 23.2.1964, μια εβδομάδα μετά τη νίκη Παπανδρέου στις εκλογές, άρχισε να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» μόνο σε έναν ή δύο τίτλους. Συνέχισε και μετά το πραξικόπημα της 21.4.67, σε μερικούς τίτλους της πρώτης σελίδας και στο κείμενο άρθρων στις μέσα σελίδες. Το ίδιο ακολουθούσε και η ομογάλακτη Θεσσαλονίκη, επίσης του συγκροτήματος Βελλίδη.
Από τα αθηναϊκά έντυπα, η Ελευθεροτυπία αρχίζει να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» από τον Ιανουάριο του 1978 στο κείμενο των άρθρων ενώ οι τίτλοι παραμένουν σε πολυτονικό. Από τον Ιούνιο του 1978 εφαρμόζει «συντηρητικό μονοτονικό» στο κείμενο, ενώ από τον Οκτώβριο του 1978 γράφονται έτσι και οι τίτλοι.
Την ίδια εποχή (1978) υιοθετεί το «σύστημα κουκίδας» ο Ταχυδρόμος, το περιοδικό του ΔΟΛ. Τα Νέα και τοΒήμα, οι καθημερινές εφημερίδες του συγκροτήματος, θα περάσουν σε «σύστημα κουκίδας» από τα τέλη Ιανουαρίου 1979 για το κείμενο των άρθρων και από τον Μάρτιο του 1979 για το σύνολο της εφημερίδας.
Η Καθημερινή κάνει την αρχή τυπώνοντας σε συντηρητικό μονοτονικό το χρονογράφημα της Ελένης Βλάχου στις 7.9.1978. Το πείραμα επαναλαμβάνεται στις 10.9.1978, όπου η συντάκτρια δηλώνει ότι «η ώρα αυτής της τόσο σημαντικής απλοποιήσεως … έχει πλέον φθάσει». Σταδιακά, όλο και περισσότερες στήλες της εφημερίδας γράφονται με μονοτονικό, αν και οι τίτλοι παραμένουν πολυτονικοί. Αντίστροφα, η Απογευματινή εφαρμόζει μονοτονικό στους τίτλους (από τον Οκτώβριο του 1979), ενώ διατηρεί το πολυτονικό στο κείμενο των άρθρων. Η πολυτυπία αυτή οδηγεί την Καθημερινή (στις 7.4.1979) στη διαπίστωση ότι τώρα πια που εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και άλλα έντυπα τυπώνονται με το μονοτονικό σύστημα, οφείλουν οι αρμόδιοι να προπορευτούν και να δώσουν ένα δοκιμασμένο πρότυπο στον κόσμο που εφαρμόζει ή θα ήθελε να εφαρμόσει την τονική μεταρρύθμιση. Ταυτόχρονα, έντονος ήταν ο διάλογος στις εφημερίδες και στα ειδικά έντυπα μεταξύ των οπαδών του μονοτονικού σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος (ποιες μονοσύλλαβες λέξεις θα τονίζονται, αν θα μπαίνει τόνος στη λήγουσα, αν θα υπάρχει ενωτικό στα εγκλιτικά κτλ.)
Τα έντυπα της Αριστεράς δεν εφάρμοσαν καμιά μορφή μονοτονικού πριν από την επίσημη καθιέρωσή του. Και αν ο Ριζοσπάστης, έχοντας περισσότερες τεχνικές δυνατότητες, υιοθέτησε σχετικά γρήγορα (από τις 6 Ιουνίου 1982) το επίσημο πλέον αμιγές μονοτονικό, στην Αυγή το πολυτονικό διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα. Αρχικά έγιναν μονοτονικοί μόνο οι τίτλοι, ενώ το πρώτο αμιγώς μονοτονικό φύλλο της Αυγής δεν εμφανίστηκε παρά στις 29 Ιανουαρίου 1984, δυο χρόνια μετά την ψήφιση του μονοτονικού από τη Βουλή.
[1] Έτσι π.χ. κατέθεσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος στη δίκη των πραξικοπηματιών το 1975.
[2] Peter Mackridge (2010) Language and National Identity in Greece. 1766-1976
[3] Π.χ. Στέφανος Κασιμάτης, Καθημερινή 24.7.2009.
[4] «Όταν η χούντα γλωσσολογεί», http://sarantakos.wordpress.com/2009/12/14/xountaglos/
[5] Χαραλάμπους, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) «Η προσχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη «γλώσσα των καπεταναίων και των συνοδοιπόρων των»: όροι και όρια», στο:1976-2011: 35 χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
[6] Εκτενή αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων εκείνων υπάρχουν στο βιβλίο του Γ. Λαμψίδη Οι περιπέτειες της δημοτικής (1993). Βλ. και Νίκος Σαραντάκος Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 251-259.
[7] Αναλυτική κριτική στο άρθρο του Εμμ. Κριαρά «Με το καλό: Η δημοτική και στα δημόσια έγγραφα» (1977), στο Εμμ. Κριαράς Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή (Εστία 1979).
[8] Τίτλος σειράς άρθρων του Γ. Μπαμπινιώτη στην Καθημερινή (12, 13 και 16.3.1976).
[9] Βλ. και Ν. Σαραντάκος, Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 260-266.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 15ο τεύχος του περιοδικού Αρχειοτάξιο