Reliving Greek : Katharevousa (title draft)


Katharevousa Episode 13 : Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος - Τοῦ Αἰγάγρου

MISSING PARTS OF TEXT - RE-TYPE IT FROM BOOK :

 

Γειά καὶ χαρά σου, αἴγαγρε!
Τοῦ αἰγάγρου

Ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος σὲ πανικὸν (ἤτοι ἐκ τοῦ Πανός) οἶστρον.

Πήδηξε ὁ αἴγαγρος καὶ στάθηκε σὲ μιὰ ψηλὴ κορφή. Στητὸς καὶ ρουθουνίζοντας κοιτάζει τὸν κάμπο καὶ ἀφουγκράζεται πρὶν ἄλλο σκίρτημα σὲ ἄλλη κορφὴ τὸν πάῃ.
Τὰ μάτια του λάμπουν σὰν κρύσταλλα καὶ μοιάζουν μὲ μάτια ἀετοῦ, ἢ ἀνθρώπου ποὺ μέγας οἶστρος τὸν κατέχει. Τὸ τρίχωμά του εἶναι στιλπνὸ καὶ ἀνάμεσα στὰ πισινά του πόδια, πίσω καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κεντρί του, τὸ μέγα σήμαντρον τῆς ἀπολύτου ὀρθοδοξίας ταλαντευόμενον σὲ κάθε σάλεμά του, βαριὰ καὶ μεγαλόπρεπα κουνιέται.
Κάτω ἐκτείνεται ὁ κάμπος μὲ τὰ λερὰ μαγνάδια του καὶ τὶς βαρειὲς καδένες.
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ἀπὸ τὸν κάμπο ἀνεβαίνει μιὰ μυριόστομη κραυγὴ ἀνθρώπων πνευστιώντων.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ μᾶς σώσῃς.»
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ὅμως δὲν νοιάζεται καθόλου γιὰ ὅλου τοῦ κάτω κόσμου τὴν βοὴ καὶ τὴν ἀντάρα. Στέκει στητὸς στὰ πόδια του, καὶ ὅλο μυρίζει τὸν ἀέρα, σηκώνοντας τὰ χείλη του σὰν σὲ στιγμὲς ὀχείας.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ εὐφρανθῆς καὶ νὰ μᾶς σώσῃς. Θὰ σὲ λατρέψουμε ὡς Θεό. Θὰ κτίσουμε ναοὺς γιὰ σένα. Θἄσαι ὁ τράγος ὁ χρυσός! Καὶ ἀκόμη θὰ σοῦ προσφέρουμε πλούσια ταγὴ καὶ ὅλα τὰ πιὸ ἀκριβὰ μανάρια μας… Γιὰ δές!»
Καὶ λέγοντας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου ἔσπρωχναν πρὸς τὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ μικρὲς κατσίκες σπάνιες, ἀπὸ ράτσα.
Ὁ Αἴγαγρος στέκει ἀκίνητος καὶ ὀσμίζεται ἀκόμη τὸν ἀέρα. Ἔπειτα, ξαφνικά, ὑψώνει τὸ κεφάλι του καὶ ἀφήνει μέγα βέλασμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐπάνω καὶ πέρα ἀπ’ τὰ φαράγγια σὰν γέλιο λαγαρό, καὶ μονομιᾶς, μὲ πήδημα γοργό, σὰν βέλος θεόρατο ἢ σὰν διάττων, ἀκόμη πιιο ψηλὰ πετιέται.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε! Γιατί νὰ σοῦ φαντάξουν τὰ λόγια τοῦ κάμπου καὶ οἱ φωνές του; Γιατί νὰ προτιμήσῃς τοῦ κάμπου τὰ κατσίκια; Ἔχεις ὅ,τι χρειάζεσαι ἐδῶ καὶ γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ ὀχεῖες καὶ κάτι παρὰ πάνω, κάτι πού, μά τὸν Θεό, δὲν ἤκμασε ποτὲ κάτω στοὺς κάμπους -ἔχεις ἐδῶ τὴν Λευτεριά!
Τὰ κρύσταλλα ποὺ μαζώχθηκαν καὶ φτιάξαν τὸν Κρυστάλλη, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁ Μουσηγέτης, ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ πρωτοψάλτης Κάλβος, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ποὺ ἑλληνικὰ τὰ ἤθελε ὅλα κ’ ἔκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα, ὁ μέγας ταγὸς ὁ Δελφικός, ὁ Ἀρχάγγελος Σικελιανὸς ποὺ ἔπλασε τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀνάστησε (Πάσχα καὶ αὐτὸ) τὸν Πάνα, ὁ ἐκ τοῦ Εὐξείνου ποιητὴς ὁ Βάρναλης ὁ Κώστας , αἱ βάτοι αἱ φλεγόμεναι, ὁ Νῖκος Ἐγγονόπουλος καὶ ὁ Νικήτας Ράντος, ὁ Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, ποὺ τὴν ψυχὴ του βάφτισε στὰ ἰωνικὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀρχιπελάγους, ὁ ἐκ Λευκάδος ποιητής, αὐγερινὸς καὶ ἀποσπερίτης, ὁ Νάνος Βαλαωρίτης, αὐτοὶ καὶ λίγοι ἄλλοι, αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βουνά, νὰ μὴν τοὺς φάη ὁ κάμπος, δοξολογοῦν τὸν οἶστρο σου καὶ τὸ πυκνό σου σπέρμα, γιὲ τοῦ Πανὸς καὶ μίας ζαρκάδας Ἀφροδίτης.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾶς τοὺς κάμπους ! Τί νὰ τοὺς κάνῃς; Ὁ ἥλιος ἐδῶ, κάθε πρωί, σηκώνεται ἀνάμεσα στὰ κέρατά σου! Στὰ μάτια σου λάμπουν οἱ ἀστραπὲς τοῦ Ἰεχωβὰ καὶ ὁ ἵμερος ὁ ἄσβηστος τοῦ Δία, κάθε φορά ποὺ σπέρνεις ἐδῶ, στὰ θηλυκά σου, τὴν ἔνδοξη καὶ ἀπέθαντη γενιά σου!
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν θὰ πᾶς στοὺς κάμπους! Γειά καὶ χαρά σου, ποὺ πατᾶς τὰ νυχοπόδαρά σου στῶν ἀπορρώγων κορυφῶν τὰ πιὸ ὑψηλὰ Ὡσαννά!
Εἶπα καὶ ἐλάλησα, Αἴγαγρε, καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.

(Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, «Τοῦ αἰγάγρου»,  ἀπὸ τὴν «Ὀκτάνα», Γλυφάδα, 12-7-1960
Ανδρέας Εμπειρίκος «Του Αιγάγρου»
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
                Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
                Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
                «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
                Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
                «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
                Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
                Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
                Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
                Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
                Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
                Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
[Γλυφάδα 12.7.1960]
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το ποίημά του αυτό συνθέτει έναν ξεχωριστό ύμνο για τους ανθρώπους εκείνους που διατηρούν ακέραια την ελευθερία τους, μένοντας μακριά από τις προσφερόμενες ευκολίες και τα γενικότερα θέλγητρα της σύγχρονης πολιτείας. Ο αίγαγρος, ο ιδανικά ανεξάρτητος άνθρωπος, αναγνωρίζει εγκαίρως πως όσα παρέχει η οργανωμένη κοινωνία, δίνονται έναντι υψηλού κόστους∙ η συντριβή της προσωπικότητας και ο δραστικός περιορισμός της ελευθερίας, είναι το αναγκαίο τίμημα για την ένταξη στην κοινωνία, για την απατηλά καθησυχαστική σκέψη πώς το άτομο ανήκει κάπου.
Ο αίγαγρος, είναι ο ληστής που προτίμησε την ελευθερία των βουνών και της ανομίας, είναι ο άνθρωπος που δικαίως αρνείται να παραχωρήσει το ανεκτίμητο δικαίωμα της ελεύθερης ύπαρξης∙ είναι εκείνος που δε δέχεται τις παρεμβάσεις, τους περιορισμούς και τον έλεγχο που αποζητά να επιβάλει η πολιτεία στα μέλη της. Έτσι, τη στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο καθοδηγούμενων σκέψεων και προσδοκιών, ο αίγαγρος διατηρεί τη δυνατότητα της καθαρής και ανεπηρέαστης θέασης των πραγμάτων.
Σε μια κοινωνία που προδιαγράφει για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της μια μέτρια ύπαρξη, ελάχιστων αξιώσεων∙ σε μια κοινωνία που πρωτίστως επιδιώκει την προάσπιση των συμφερόντων και του πλούτου μιας μικρής ομάδας, εις βάρος των πολλών, ο αίγαγρος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος, είναι ο επικίνδυνος εχθρός. Είναι ο άνθρωπος που σεβάστηκε τη μοναδικότητα της υπόστασής του και την ανεξαρτησία του πνεύματός του. Είναι ο άνθρωπος που αρνήθηκε να δεχτεί πως ο φιλήσυχος, μα υποταγμένος βίος είναι ο προορισμός τους. Κι ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι συναίνεσαν, έστω κατ’ ανάγκη, στην απαλοιφή των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το μοναδικό και ανεπανάληπτο του εαυτού τους, προκειμένου να εξομοιωθούν με το πλήθος, ο αίγαγρος όχι μόνο διατήρησε αλώβητη την προσωπικότητά του, αντιστάθηκε συνάμα και στην υποτιθέμενη ευδαιμονία του κοινωνικού βίου.
Ο αίγαγρος αρνήθηκε να θυσιάσει την ανεξαρτησία του για τα ελάχιστα που παρέχει η πολιτεία στους πολλούς, για τα μηδαμινά εκείνα που τα παρουσιάζει ως προνόμια, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα φτηνό αντιστάθμισμα όσων τους στερεί. Διέκρινε τη συντριπτική επενέργεια που έχει στους ανθρώπους η προσήλωση στο φιλήσυχο βίο της υποταγής, στο βίο που η κοινωνία προβάλλει ως ιδανικό, και παρέμεινε προκλητικά ανένταχτος και ανεξάρτητος. Κι είναι αυτή η ανεξαρτησία του που τον καθιστά αναγκαίο στους υπόλοιπους ανθρώπους, όταν συνειδητοποιούν πως η δική τους σκέψη και δράση δεν επαρκεί για να τους διαφυλάξει από τη συνεχώς επιτεινόμενη πλεονεξία των λίγων, από το διαρκώς εντεινόμενο έλεγχο που τους ασκείται.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις»
Ο αίγαγρος είναι ο ληστής των βουνών, ο επαναστάτης, αλλά και ο άνθρωπος του πνεύματος, είναι όποιος και όσοι αντιλαμβάνονται τη φενάκη που τόσο επιτήδεια κρατά το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δέσμιο μιας αέναης υποταγής στην αδηφαγία των ισχυρών και προνομιούχων. Ο αίγαγρος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος, που έχει σταθεί μακριά από τους συμβιβασμούς και την επώδυνη παραχώρηση της ελευθερίας, όπως τη βιώνουν οι περισσότεροι πολίτες, ακούει με περιφρόνηση τις εκκλήσεις για βοήθεια των «δεσμωτών» της οργανωμένης κοινωνίας. Αδιαφορεί για όσα του τάζουν και αρνείται να επιστρέψει στην πολιτεία που με μύριους τρόπους έχει εγκλωβίσει τα μέλη της και τους έχει στερήσει κάθε έννοια ελευθερίας.
Ο αίγαγρος είναι ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου, που έχοντας σπάσει τα δεσμά του κι έχοντας γνωρίσει την αλήθεια της πραγματικής ελευθερίας και της πραγματικής γνώσης, δε θέλει πια να επιστρέψει στο «σπήλαιο», δε θέλει να επιστρέψει εκεί που οι άνθρωποι ζουν αγνοώντας τις πλέον βασικές και καίριες αλήθειες για την ίδια τους τη ζωή.
Ο Εμπειρίκος έχει δημοσιεύσει δύο παραλλαγές αυτού του ποιήματος στη συλλογή Οκτάνα, κι ενώ στη μία αναφέρεται συνοπτικά στους Έλληνες ποιητές που εξέφρασαν με το έργο τους το ζητούμενο πνεύμα ελεύθερης και ανεξάρτητης σκέψης, στη δεύτερη προχωρά σε μια αναλυτικότερη αναφορά:
«Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ' έκρυβε μέσα του, βαθιά μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεύς Ελύτης που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.»
Ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), ο οποίος στη σύντομη ζωή του κατόρθωσε να πρωτοστατήσει δίνοντας το έργο του στη δημοτική γλώσσα και εξυμνώντας τον ηρωισμό των Ελλήνων επαναστατών που δε δίστασαν να αναμετρηθούν με τις υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων.
Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), ο οποίος στο έργο του θέλησε να παρουσιάσει το μεγαλείο της ηθικής βούλησης των ανθρώπων, την πλήρη αποδέσμευσή τους από τα μικροπρεπή πάθη -που τόσο συχνά τους κρατούν δέσμιους-, και τη συνεπαγόμενη διεκδίκηση μιας διττούς απελευθέρωσης τόσο απ’ τους εξωτερικούς δυνάστες όσο και από τους εσωτερικούς περιορισμούς.
Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), οποίος ύμνησε τα ιδανικά της ελευθερίας και του ηρωισμού με λόγο ιδιάζουσας πρωτοτυπίας που διατηρεί αναλλοίωτη τη σφραγίδα της ατομικότητας του ποιητή∙ στοιχείο εν τέλει που καθόρισε την ανεξάρτητη πορεία του στα ελληνικά γράμματα.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) που θέλησε να αναδείξει με κάθε τρόπο την αξία της ελληνικότητας και των ιδιαίτερων γνωρισμάτων του ελληνικού πνεύματος, το οποίο δεν υστερούσε σε τίποτε απέναντι στα δυτικά πρότυπα.
Ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), το εξαιρετικά σημαντικό έργο του οποίου διακρίνεται για τη γόνιμη επαφή με τα έργα της κλασικής αρχαιότητας και για την αγάπη προς την ελληνική γη. Ο Σικελιανός, μάλιστα, θέλησε να καταστήσει τους Δελφούς κεντρικό σημείο αναφοράς για την πνευματική ένωση όλων των λαών, και κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την αναβίωση των Δελφικών αγώνων.
Ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ο οποίος έχοντας ασπαστεί τις ιδέες του κομμουνισμού θέλησε μέσα από το έργο να παρουσιάσει τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι συγκαιρινοί του, επιδιώκοντας την αφύπνισή τους απέναντι στη δεσποτεία των οικονομικά ισχυρών. [Και στον πόλεμ᾿ «όλα για όλα» / κουβαλούσα πολυβόλα / να σκοτώνωνται οι λαοί / για τ᾿ αφέντη το φαΐ.]
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) και ο Νικήτας Ράντος (1907-1988), οι οποίοι πρωτοπαρουσίασαν στην Ελλάδα την υπερρεαλιστική γραφή, ανοίγοντας το δρόμο για τη ριζική ανανέωση του ποιητικού λόγου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), ο οποίος αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υπερρεαλιστική πρωτοπορία και αποτέλεσε με το ποιητικό του έργο μια σημαντική κορύφωση για την ελληνική λογοτεχνία.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης (1921), ο οποίος αξιοποίησε, επίσης, στο έργο του τη γόνιμη επίδραση του υπερρεαλιστικού κινήματος.   
«Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.»
Ο Εμπειρίκος, πέρα από την ανεξαρτησία που διακρίνει τον αίγαγρο, τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση και τη δεσπόζουσα εκείνη δύναμη του γεννήτορα που του παρέχει το προνόμιο να προσφέρει ζωή. Ο αίγαγρος σπέρνει τη γενιά του τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο, υπό την έννοια πως ο ανεξάρτητος άνθρωπος μεταλαμπαδεύει τις αξίες του, περνά στις επόμενες γενιές το πολύτιμο μήνυμα της πνευματικής και προσωπικής ελευθερίας, όχι μόνο μέσω των δικών του παιδιών, αλλά και με την επίδραση που ασκεί το παράδειγμα της ζωής του στους άλλους ανθρώπους.
Ο αίγαγρος, ως γεννήτορας, ως δημιουργός ζωής, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τη μέγιστη ευθύνη που έχει απέναντι στη γενιά που φέρνει στον κόσμο. Είναι, αν μη τι άλλο, αδιανόητο για τον ανεξάρτητο άνθρωπο να μην προσφέρει στα παιδιά του, στους νεότερους ανθρώπους εν γένει, την ευκαιρία τουλάχιστον, να γνωρίσουν την αξία της σθεναρής αντίστασης απέναντι στο πλέγμα ελέγχου που στήνουν οι κρατούντες.
Η γενιά του αιγάγρου είναι απέθαντη ακριβώς επειδή ο ιδανικά ανεξάρτητα άνθρωπος φροντίζει να της δείξει το δικό του δρόμο, το δρόμο της ανυποταγής, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας στην πλέον καθαρή έκφανσή της.
«Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.»
Ο αίγαγρος παρά τις πολλαπλές προσφορές που του γίνονται απ’ τους ανθρώπους του κάμπου, αρνείται να εγκαταλείψει τις απόκρημνες  κορυφές στις οποίες ζει τη δίκαια κερδισμένη ελευθερία του. Η προσδοκία, άλλωστε, των δέσμιων και υποταγμένων ανθρώπων πως το αμιγώς ανεξάρτητο πνεύμα του αιγάγρου θα μπορούσε να λειτουργήσει λυτρωτικά για τους ίδιους είναι δύσκολα επιτεύξιμη. Η ελευθερία που προσδοκούν δεν μπορεί να επέλθει, αν δεν την διεκδικήσουν οι ίδιοι συνειδητά και με επώδυνους αγώνες. Ό,τι για τον αίγαγρο συνιστά φυσική κατάσταση, καθώς δεν γνωρίζει άλλο τρόπο ζωής πέρα απ’ τον πλήρως ανεξάρτητο, για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν κι έμαθαν να ζουν υποταγμένοι, συνιστά ένα πολύτιμο προνόμιο που οφείλουν να αγωνιστούν για να το κερδίσουν.


Read more: http://latistor.blogspot.com/2014/02/blog-post_10.html#ixzz4Yx5tojwe

Episode 1: Babylonia - In the beginning there was Chaos

Βυζάντιος Δημήτριος Κ. Χ.

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ

Η

Η ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

ΚΩΜΩΔΙΑ

ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ

 

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΑΣ.

Εἶναι μὲν ἀστεῖον, ἀλλὰ καὶ λυπηρὸν ἐξ ἐναντίας τὸ νὰ βλέπῃ τὶς εἰς μίαν συναστροφὴν διαφόρων Ἑλλήνων, οἷον· Χίων, Κρητῶν, Ἀλβανῶν, Βυζαντίων, Ἀνατολιτῶν, Ἑπτανησίων, καὶ λοιπῶν, ὡς ἐκ τῆς διαφθορᾶς, εἰς ἣν ὑπέπεσεν ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπὸ ἀρχαιοτέρας ἐποχὰς, ἐξαιρέτως δὲ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς καθ' ἥν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ὑπεδουλώθη ὑπὸ τὴν Ὀθωμανικὴν Δυναστείαν, ἄλλον μὲν νὰ μιγνύῃ λέξεις Τουρκικὰς, ἄλλον Ἰταλικὰς, ἄλλον δὲ Ἀλβανικὰς, καὶ ἄλλον διεφθαρμένας.[1] Καὶ εἰς τὴν αὐτὴν συναναστροφὴν ὅλοι Ἕλληνες ὄντες, νὰ μὴ δύνανται νὰ ἐννοῶσιν ὁ εἷς τὸν ἄλλον χωρὶς τῆς ἀνάγκης μεταφράσεως, ἢ ἐξηγήσεως τῶν προφερομένων ἆφ' ἕνα ἕκαστον λέξεων, ὥστε ἡ συναναστροφὴ ἐκείνη νὰ καταντᾷ Βαβυλωνία[2].

Τὴν λυπηρὰν αὐτὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξετραχηλίσθη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὴ θελήσας νὰ ἐκτραγωδήσω, ἐθέμην σκοπὸν νὰ κωμῳδήσω, ὥστε διὰ τῆς ἀστειότητος μᾶλλον νὰ καταρτισθῶσιν οἱ κακῶς προφέροντες τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν, καὶ νὰ προτραπῶσιν εἰς τὴν κατὰ τόπους σύστασιν σχολείων πρὸς ἐκπαίδευσιν τῆς Νεολαίας των.

Δὲν ἀποβλέπω πρὸς ἐμπαιγμὸν τῶν εἰς τὴν σκηνὴν παρουσιαζομένων προσώπων, ἀλλ' ὡς εἶπον, πρὸς καταρτισμὸν, καὶ τὴν διὰ τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας προτροπήν[3].

Διὰ νὰ μὴ ὑποληφθῶ δὲ ὡς ἐπιθυμῶν νὰ ὁμιλῆται ἡ παλιὰ Ἑλληνικὴ μὲ τὸν Σχολαστικὸν τρόπον (ὡς συνειθίζουν τινὲς τῶν λογίων μας), ὥστε νὰ μὴ ἐννοῆται τελείως, ἕνεκα τούτου παρεισῆξα εἰς τὴν σκηνὴν καὶ τὸν Σχολαστικὸν Λογιώτατον, διὰ νὰ ἀποδείξω πόσης ἀηδείας πρόξενος εἶναι καὶ ὁ τρόπος τῆς Σχολαστικῆς διαλεκτικῆς μεταξὺ τῆς καθομιλουμένης ὁμιλούμενος, πολὺ δὲ μᾶλλον εἰς συναναστροφὰς ἀνθρώπων μὴ ἐχόντων τὰ φῶτα τῆς παιδείας, καθότι ἀπὸ τῶν τοιούτων παρεξηγουμένη ἐπάγει γέλωτα.

Δὲν εἰσῆξα πολλὰ γένη Ἑλλήνων εἰς τὴν σκηνὴν, περιορισθεὶς εἰς μόνα αὐτὰ, μετὰ τῶν ὁποίων συμπεριλαμβάνονται ὅσα μὲν μιγνύουν τὴν Τουρκικὴν, ἰδίως μὲ τὸν Ἀνατολίτην· ὅσα τὴν Ἰταλικὴν καὶ τὰς ἄλλας Εὐρωπαϊκὰς διαλέκτους, μὲ τον Ἑπταννήσιον· ὅσα τὴν Ἀλβανικὴν, μὲ τὸν Ἀλβανὸν· καὶ ὅσα τὰς διεφθαρμένας ἄλλας λέξεις, μὲ τοὺς λοιποὺς, (καθότι εἰς πολλὰ μέρη τῆς Τουρκίας πολλῶν ἡ ὁμιλίας δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκείνην τῶν Ἀνατολιτῶν).

Ἡ ἀνάγνωσις τῆς Κωμῳδίας αὐτῆς ἔχει τὴν κομψότητα, ὅταν τὴν προφέρουν μὲ τὸν τρόπον τῶν παρουσιαζομένων εἰς τὴν σκηνὴν προσώπων.

Τὴν Κωμῳδίαν ταύτην ἐξέδωκα τὸ 1836 ἔτος· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶδον ὅτι εὐχαρίστησε τὸ κοινὸν, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν τὴν παρέστησαν εἰς θεατρικὰς παραστάσεις, καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν πρὸς διασκέδασιν, ἐπεχείρησα νὰ ἐκδώσω τὸ δεύτερον ἤδη αὐτὴν, παραλλάξας καὶ μεταθέσας τὰς μὲν σκηνὰς εἰς τὸ εὐκολώτερον διὰ τὰς θεατρικὰς παραστάσεις, προσθαφαιρέσας δὲ καὶ πολλά χάριν ἀστεϊσμοῦ[4], συγγράψας δὲ διὰ στίχων τὴν τετάρτην πρᾶξιν αὐτῆς, ὡς ἐν εἴδει παρεισοδίου πρὸς περισσοτέραν κομψότητα.

Παρακαλῶ τοὺς ἀναγινώσκοντες νὰ μοὶ χορηγήσωσι συγγνώμην (ὄχι κατηγορίαν)[5], διὰ τὰς ἐλλείψεις της, ὑπισχνούμενος νὰ τοὺς εὐχαριστήσω καὶ μὲ ἄλλας ἀκολούθως ἐκδοθησομένας Κωμῳδίας.

Ὁ Συγγραφεὺς
Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ.

ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ.
ΧΙΟΣ.
ΚΡΗΣ.
ΑΛΒΑΝΟΣ.
ΚΥΠΡΙΟΣ.
ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ.
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ ΧΙΟΣ.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΣ.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.
ΚΑΝΕΛΛΑ, ἐρωμένη τοῦ Κρητός.
ΓΑΡΟΥΦΩ γραῖα τροφὸς τῆς Κανέλλας.
ΙΑΤΡΟΣ ΑΜΑΘΗΣ.

Ἡ Σκηνὴ ἐν Ναυπλίω.

 

ΠΡΑΞΙΣ Α΄.

 

ΣΚΗΝΗ Α΄.

(Ξενοδοχεῖον ὅπου εἰσέρχονται οἱ ἐν τῇ σκηνῇ)

Ἀνατολίτης, καὶ ὁ Ξενοδόχος.

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν). Λοκάντα, λοκάντα λέανε, ἄκουγα, ἄμμα τί πρᾶγμα εἶναι ντὲν ἤξερα… πρώτη βολὰ γλέπω - ἐντῶ πέρα οὕλα ἀλὰ φράγκα εἶναι ψιλολογιὰ κομμένα, - ὗ!!! σουφράδες, τζανάκια, τζομλέκια, ποτήργια! οὕλα σειρὰ σειρὰ εἶναι δουζδισμένα[6] -, ἇμμα φαγιὰ, τίποτα - τζιμπούκια, ὄχι - καφφὲ μαφφὲ, ὄχι - γιατάκι τίποτα - μαξιλάρια φιλὰν φαλὰν, δὲν ἔχει - ἀμὲ σὰ μετύσῃ κανένας ποῦ τὰ ἰξαπλωτῆ γιὰ; - ἄϊδε μπακαλούμ[7] - τώρα πγιὰ μπῆκα ποῦ μπῆκα - ἀρτὶκ ντροπῆς εἶναι νὰ γυρίσω πίσου - γένηκε τὸ γένηκε - κανένα δὲ γλέπω - ποιόνα νὰ φωνάξω γιὰ; (φωνάζει)· ἔϊ - Λοκάντατζη!! - ἔ Λοκάντατζη - ἔϊ ὕστερα; κανένας δὲν ἀκούγει - ν' ἄμπῃ καὶ κανένας νὰ ἰκλέψῃ οὕλα αὐτὰ, κανένας δὲ γλέπει - (φωνάζει) ἔϊ Λοκάντατζη - λαιμός μου ἰξεσκίστηκε ἄδαμ![8]

Ξεν. Καλὲ σεῖς! ποιὸς μιλλᾷ μέσα; ἔν ἀκούτενε; ἴντα θέτενε νὰ σᾶς χαρῶ;

Ἀνατ. Ἄδαμ! τρεῖς ὥραις εἶναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντὲν ἀκούγει..

Ξεν. Κι' ἴντα θέτενε;

Ἀνατ. Ἐντῶ πέρα τὶ εἶναι;

Ξεν. Λοκάντα.

Ἀνατ. Ἔϊ! ἐντῶ πέρα ἀπ' οὕλα εἶναι, ἀμμὰ φαγιὰ ντὲ γλέπω· τὶ τρῶνε ἐντῶ γιά;

Ξεν. Εἶστεν κι' ἄλλη βολὰ φερμένος ἄματις σὲ λοκάντα;

Ἀνατ. Ὄχι.

Ξεν. Δίκι ὄχετεν ἄματις - κι' ἔ γλέπετεν τὴ λίστα;

Ἀνατ. Τὶ τὰ πῆ λίστα;

Ξεν. (τῷ δίδει τὸν κατάλογον τῶν φαγητῶν) ὁρίστε. Ἐδῶ ναι γραμμένα τὰ φαγιὰ π' οὔχουμεν.

Ἀνατ. Αὐτὰ εἶναι γραμμένα φιράγκικα - ἐγὼ ντὲν μπορῶ νὰ διαβάσω.

Ξεν. Ῥωμαίϊκα ναι γραμμένα, μὸν' ἐσεῖς ἔν τὰ βγάνετε· θέτενε νὰ σᾶς τὰ διαβάσω;

Ἀνατ. Ναὶ τζάνουμ[9], διάβαστο ν' ἀκούσω.

Ξεν. (ἀναγινώσκει) σοῦπα ἀπὸ κολοκύθια.

Ἀνατ. Βάϊ, βάϊ, βάϊ - χὶτζ ποτὲς κολοκύτια τζορμπᾶ γένεται;

Ξεν. Βραστὸ βουδινό.

Ἀνατ. Ἐγὼ ἄῤῥωστο ντὲν εἶμαι, ντὲ τέλω.

Ξεν. Ἐντράδα, κιοφτέδες, γιουβαρλάκια, ντολμάδες, γιαχνὶ, μακαρόνια, ἀτζὲμ πιλάφι.

Ἀνατ. Ἂ, ἰστὲ[10] τοῦτα εἶναι καλὸ φαΐ. Κατάλαβα ἀρτὶκ[11] κατάλαβα - φτάνει σε πγιὰ - ὅ,τι υῥέψει κανένας, τόνε φέρνεις;

Ξεν. Καὶ τοῦ πουλλιοῦ τὸ γάλας νὰ γυρέψῃ φέρνω το.

Ἀνατ. Ἄφεριμ, ἄφεριμ[12] κι' ἐγὼ ἐτοῦτο τέλω - τζάνουμ, ὄνομά σου πῶς τὸ λένε;

Ξεν. Μπαστιᾶς δοῦλος σας.

Ἀνατ. Νὰ ζήσῃς τζάνουμ μισὲ Μπαστιᾶ, παστουρμᾶ[13] καϊσερλίδικο ἔχεις;

Ξεν. Ἔχω νὰ σᾶς χαρῶ, κι' ἀφ' τὸ φίνο…

Ἀνατ. Ἐμένα φκιάσαι με παστουρμᾶ μὲ τ' αὐγὰ, κρομύδι μπόλικο, βούτουρο μπόλικο, πιπέρι, μιπέρι, ἐσὺ ξέρεις πγιὰ, καρδιά μου ἐκεῖνο ύρεψε ζέρεμ[14].

Ξεν. Ἔννοια σας, νὰ σᾶς χαρῶ, καὶ σᾶς τὸ φτιάνω κατὰ πῶς τὸ θέτενε, καὶ καλήτερα… καθήστεν τώρη.

 

ΣΚΗΝΗ Β΄.

Πελοποννήσιος, καὶ ὁ Ἀνατολίτης.

Πελ. (εἰσέρχεται καὶ χαιρετᾷ τὸν Ἀνατολίτην)

ὥραν καλὴ τῆς ἀφεντιᾶς σας.

Ἀνατ. Καλῶς το, καλῶς το - κάτζαι.

Πελ. Ἔχετε τὴν Ἐφημερίς;

Ἀνατ. Φημερίδα τέλεις;

Πελ. Ναίσκε - τὴν ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάς.

Ἀνατ. Κύτταξ' ἐκεῖ πέρα τραπέζι ἀπάνου κάτι χαρτιὰ εἶναι - σακὶν νὰ μὴν εἶναι φημερίδα;

Πελ. Μάλιστα - (λαμβάνων ἀπὸ μίαν τράπεζαν τὴν ἐφημερίδα, ἀναγινώσκει καθ' ἑαυτὸν).

Ἀνατ. Ἔϊ ὕστερα; ἐσὺ μονάχο σου ντιαβάζεις, μονάχο σου ἀκοῦς - ντὲ λὲς κι' ἐμένα κανένα χαβαντήσι[15] γράφει φημερίδα;

Πελ. Τέλος πάντων οἱ βασιλειάδες ἀποφασίσανε νὰ λευτερώσουνε τὴν Ἑλλὰς - πάει - τὸν ξωρκίσανε πγιὰ τὸ μαγκοῦφι τὸ Μπραήμη.

Ἀνατ. Ἔτζι γράφει φημερίδα; γιὰ νὰ δγιῶ… (παρατηρεῖ τὴν Ἐφημερίδα χωρὶς νὰ τὴν ἀναγνώσῃ) ἔϊ ἀρτὶκ ἰψέματα σώτηκε πγιὰ - λευτερία ἦρτε….

 

ΣΚΗΝΗ Γ ΄.

Χῖος, Κρὴς, Ἀλβανὸς, Λογιώτατος, Κύπριος, (εἰσέρχονται ὅλοι ὁμοῦ).

Χῖος. Καλὲ σεῖς, μάθετεν τὰ μαντάτα; ἤκαψαν τὴν ἁρμάδα τοῦ Μπραήμη στὸ Νιόκαστρο…

Ἀνατ. Ποιὸς ἔκαψε; ἀλήτεια;

Χῖος. Κι' ἔ γλέπετεν τὰ τζαγκιά μου[16] π' οὖν' ὅλο λάσπες π' οὔτρεχα νὰ μάθω; ἔ σᾶς χορατεύγω, νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου.

Πελ. Ναίσκε, τὰ σωστὰ λέγει· ἔτζι εἶναι - νὰ, τὸ γράφει καὶ στὴν ἐφημερίς.

Λογ. (λαμβάνων τὴν ἐφημερίδα εἰς χεῖρας) νέαι τινες ἀγγελίαι γεγράφανται;

Πελ. Νέαι, καὶ νέαι - πάγει ὁ μπραήμης πίσων τὸν Ἥλιο.

Λογ. Πῶς δὲ; ἠλευθέρωται Ἑλλὰς;

Ἀνατ. Ἰστὲ, Μόσκοβο, φραντζέζο, ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ πασσᾶ, βέσσελαμ[17] ντὲ ντιαβάζεις φημερίδα; ἐσὺ εἶσαι Λογιώτατο.

Λογ. Οἱ στόλοι τῶν δυνάμεων;

Ἀνατ. Τὶ λὲς, ἄδαμ; κύριε τῶν δυνάμεω; σαρακοστὴ ἀκόμα ντὲν ἦρτε.

Ἀλβ. Πρὰ, τί χαμπέρι ὀρέ;

Ἀνατ. Καινούρια χαβαντήσια.

Ἀλβ. Πλιάτζκα[18] ὀρέ;

Ἀνατ. Πλάτζκα μάτζκα ντὲν εἶναι· μόσκοβο ἄδαμ, Φραντζέζο, Ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ Πασσᾶ - ἄκουσες τώρα;

Ἀλβ. Πρὰ, ποῦ ὀρὲ νὰ τὸ κάψῃς τὸ καράβγιες; στὸ κότρο;

Ἂνατ. Τί τὰ πῆ κότρο;

Χῖος. Στὴν Κόρθο ἄματις θὲ νὰ πῆ - ὄσκαι, στὸ Νιόκαστρο.

Κρὴς Ἔμαθά το δὰ κι' ἐγὼ ποῦρι δεδίμ.

Χῖος. Ἐμάθετέν το κι' ἐσεῖς; (πρὸς τοὺς ἄλλους) γλέπετεν; ἔ σᾶς ἤλεγα γὼ, κι' ἔ μοῦ πιστεύγατεν; τώρη πλιὰ πρέπει νὰ ξεφαντώσουμε.

Πελ. Τώρα ναὶ, χρειάζεται νὰ κάμουμε ἕνα καλὸ γλέντι.

Ἀνατ. Τὶ; τζουμποῦσι;[19] ἄϊδε ντέ!! ἄμμα νὰ κάτζουμε οὕλοι σ' ἕνα σουφρά.

Χῖος. Ναίσκε, ὅλοι νὰ κάμουμεν μιὰν παρέγεια μὲ τὸ ῥεφενέ[20] μας.

Λογ. Καὶ δὴ εὐθυμητέον τήμερον, καὶ πανηγυριστέον τὴν τῆς Ἑλλάδος παλιγγενεσίαν - κἀγὼ μεθ' ὑμῶν.

Ἀνατ. Κάτεσαι κι' ἐσὺ μαζῆ μας σουφρὰ[21], λογιώτατε;

Λογ. Ἔγωγε.

Ἀνατ. Τζάνουμ, λογιώτατε, μπαμπᾶ[22] σου γλῶσσα γιὰ τὶ ντὲ μιλᾷς;

Λογ. Τὴν τῶν προγόνων διαλέγεσθαι χρή.

Ἀνατ. Ἐγὼ χρὴ, μὴ, γόνω, μόνω, ντὲ ξέρω· γιατὶ ντὲ μιλᾶς ῥωμαῖκα, ἔριφ;[23]

Λογ. Ταύτην γὰρ καὶ μεμάθηκα.

Ἀνατ. Ὥρσε κι' ἄλλο!!! ἐγὼ λέω, γιατὶ ντὲ μιλᾷς ῥωμαῖκα, ἐκεῖνο μὲ λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα - ἄν μπορῇς κατάλαβε πγιὰ.

Χῖος. Καλὲ, ἴντα θὰ κάμουμεν τώρη; ἔν καθούμεστεν πλιά;

Ἀλβ. Πῶ, νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι[24] μαζῆ, ὀρέ.

Ἀνατ. Ναὶ, οὕλοι σ' ἕνα σουφρᾶ νὰ κάτζουμε τζάνουμ.

Ἀλβ. Χὰ, χὰ καλὸ εἶναι ἔτζι, ὀρέ.

Κύπ. Σὰ θὰ κάτζουσιν ὅλοι τοῦτοι νὰ φᾶσιν, τρώω κι' ἐώ.

Χῖος. Νὰ διαβάσουμεν τώρη τὴ λίστα, νὰ δγιοῦμεν ἴντα φαγιὰ μᾶς ἔχει. - Λογιώτατε, διαβάστεν τη ἐσεῖς τὴ λίστα· (τῷ δίδει τὸν κατάλογον).

Λογ. (ἀναγινώσκει) σοῦπαν ἀπὸ κολοκύνθια, βραστὸν βούδινον, ἐντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, - (ἀφίνει τὸν κατάλογον) ταῦτα Τουρκιστὶ ἐγεγράφατο, ἅπερ δὴ καὶ ἰλιγγιᾶ με ἀναγινώσκοντα. (πρὸς τὸν Κύπριον) ἀνάγνωθι οὖν σὺ, Κύπριε·

Κύπρ. (ἀναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμμὶν, κρασσὶν, τυρὶν, ψάριν ψηττὸ, ψάριν βραστὸ, φροῦττα, καὶ ποκλαβάτην.

Ἀνατ. Ἄδαμ; μπακλαβᾶ πές το μπρὲ; - (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) ἀμὲ ντικό μου παστουρμᾶ;

Ξεν. Ὅτοιμος εἶναι νὰ σᾶς χαρῶ.

Ἀλβ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) Πρὰ, ὀρὲ Λοκάντα… πῶ, ἐσὺ, ὀρὲ, Λοκάντα! πρετζέσι ὀρὲ, δὲν ἔχει;

Ξεν. Ἴντ' ἆν' αὐτὸ τὸ πρετζέσι;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ πέρνῃς ἐσὺ ὀρὲ σικότι, νὰ τὸ βάνῃς ς' τὸ κιομλέκι[25], νὰ τὸ ῥίχνης καὶ πολὺ πολὺ σκορδάρι, πρὰ νὰ τὸ τρίβῃς μέσα καὶ ψύχα ψύχα κουραμάνα[26], νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι.

Ξεν. Θέτεν το ἄματις νὰ σᾶς τὸ φτιάξω;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ ζήσῃς ὀρέ. - χὰ, χὰ, νὰ τὸ φκιάνης, πῶ κι' ἐγὼ νὰ τὸ πλερώνῃς οὕλο βενετίκαις.

Ξεν. Ὀχονοῦς[27] σᾶς τὸ φτιάνω. (καθ' ἑαυτὸν) οὔργιος[28] εἶν' καὶ τοῦτος στὴν πίστι μου.

Λογ. Ἆξον δὴ κᾀμοὶ πλακοῦντα, τὸν καὶ μάκαρες ποθέουσιν.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) μισὲ Μπαστιὰ, μισὲ Μπαστιὰ - ἔλα - ἔλα - Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

Λογ. οὐχὶ, ἀλλὰ πλακοῦντα καὶ δὴ εἴρηκα τὸν καὶ μάκαρες…

Ἀνατ. Ἰστὲ μακαρόνια γιὰ, ἐσὺ καμήλα εἶσαι νὰ φᾶς χαμοῦρι[29] ἄδαμ, ντὲν τρῶς ντολμᾶ σὰν τὸ γρότο μου, κιοφτὲ σὰν τὸ παποῦτζι μου, μόνε μακαρόνια ὕρεψες;

Λογ. Οὐκ ἔγνωκας.

Ἀνατ. Ἔγνωκας, μέγνωκας, ντὲν ἔχει ἀρτὶκ· ἐσὺ καλὸ φαῒ ποιὸ εἶναι δὲν ἰξέρεις, (πρὸς τὸν Ξενοδόχον), μισὲ, (καθ' ἑαυτὸν) ἀλλάχ τζιζά βερσὶν[30] οὗλο ἰξεχνῶ ὄνομά του - ἆ - Μπαστιὰ - ηὗρα - μισὲ Μπαστιά, τζιμποῦκι ντὲν ἔχει ἐντῶ πέρα;

Ξεν. Ἔχω, νὰ σᾶς χαρῶ - ὁρίστε- (τῷ δίδει)

Λογ. Ἄγε δή μοι καὶ τριχείας τεταριχευμένους σὺν ὀξυγάρῳ τε καὶ ἐλαίῳ.

Ξεν. Ἴντ' ἄπετεν;

Πελ. Τριχιαῖς γυρεύει νὰ τὸν δέσουνε - μοιάζει μουρλάθηκε ὁ κουρούνης.

Ξεν. Καλ' ἀλήθεια κουζουλαθήκετεν[31] καὶ θέτενε νὰ σᾶς δέσουμεν; κι' ὡς πόσαις ὀργειαῖς τῆς θέτε ν' ἆναι;

Λογ. Οὕμενουν· ἀλλὰ τριχείας καὶ δὴ ἔφην, τοὺς καὶ σαρδέλας βαρβαριστὶ καλουμένους.

Ξεν. Κι' ἔ λέτενε νὰ σᾶς φέρω σαρδέλαις, μόνε λέτεν τριχιαῖς; (καθ' ἑαυτὸν) κι' ἔν εἶν' κουζουλὸς[32] τώρη; νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου γιὰ δέσιμο σᾶς ἔχω, κι' ἔννοια σας.

Λογ. Καὶ δὴ ἄγαγέ μου καὶ σωλῆνα.

Ξεν. Ἔν ἠφέρανε σήμερις σουλῆνες - χάβαρα ἔχουνε - θέτεν τα;

Λογ. Οὐχὶ, ἀλλὰ καπνοσύριγγα…

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) συρίγγα υρεύει λογιώτατο, σφίξι ἔχει.

Λογ. Οὔκ, ἀλλὰ τὸ νικοτιανάγωγον, εἴρηκα, ἀμφὶ τῇ χοάνῃ, καὶ τῇ νικοτιανοπήρᾳ.

Ἀνατ. Σακὶν[33] τζιμποῦκι τέλεις κι' ἐσὺ; ζέρεμ τζιμποῦκι μου πολὺ κυττάζεις.

Λογ. Καὶ μάλα γε, καπνιστέον καὶ γάρ.

Ἀνατ. Ἄϊ μπουταλᾶ[34] ἄι!! καὶ δὲ λὲς τζιμποῦκι, μόνε ἀνακάτωσες οὕλα τὰ πράματα, σουλῆνες, μουλῆνες, συρίγγαις, μυρίγγαις; πολὺ σασκίνη[35] ἄντρωπο εἶσαι, νὰ μὲ συμπατήσῃς.

Κύπρ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) φέρε κι' ἐμένα ἀπ' ἐκεῖνο τὸ πῶς τὸ λέσιν.

Ξεν. Ἴντα λέσιν θέτενε κι' ἐσεῖς πάλι;

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν,

Ξεν. Ἴντ' ἆν τοῦτο τὸ χαλλοῦμιν πάλι; πρώτη βολλά τ' ἀκούγω, νὰ χαρῶ τὸν πάη μου.

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν εἶν' τυρὶν ποῦ τρῶσιν το. (καθ' ἑαυτὸν) πίσσαν ν' ἄχῃς - ἕνα κουφφίνιν εἴχασιν στὸ παζάριν, καὶ πουλλάγασίν το.

Ξεν. Ἒν τὸ ξέρω, κι' ἒν ἔχω, κι' ἒν τ' ἄκουσα ποτές μου. (καθ' ἑαυτὸν) καλὲ τοῦτοι τοῦ διαβόντρου οἱ γυιοὶ νὰ μοῦ τὸν πιπιλήσουνε θένε τὸ νοῦ μου. (ἀναχωρεῖ).

 

ΣΚΗΝΗ Δ΄.

Χῖος καὶ οἱ λοιποί.

Χῖος. Κι' ἔν τρῶμεν πλιά;

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν) νὰ τρῶμε, ἄμμα δικό μας παστουρμᾶ ντὲν ἦρτε, νὰ, νὰ, μύρισε, μύρισε - ἄλλα ἀλὲμ[36] ἔφκιασε.

Ξεν. Ὅτοιμα νὰ σᾶς χαρῶ ὅλα.

Ἀλβ. Πρετζέσι ὀρὲ λοκάντα.

Ξεν. Κι' ἔν ἀκούτεν ποῦ χτυπᾷ τὸ σκορδοστοῦμπι στὰ μάτια τῶν ὀχτρῶ μας; ἐκεῖνο φτιάνει, κι' εἶν' ὅτοιμο. (τὸ φέρει).

Ἀλβ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) χὰ, χὰ, χὰ, ὀρὲ ἀδαλέτι - πρὰ νὰ τὸ ζήσῃς ἐσὺ ὀρὲ ἐσὺ - τώρα ὀρὲ νὰ τὸ δίνῃς καὶ μπαχτζῆσι[37] (βάλλει τὸ χέρι εἰς τὸν κόλπον του καὶ ζητεῖ νὰ εὕρῃ χρήματα), τφοῦ, ἀλλὰ μπελιὰ βερσὶν[38] ὀρὲ, νοῦκου χόνδρο[39](δὲν εὑρίσκει χρήματα) πῶ στέκα - ἐσὺ ὀρὲ - ψύχα πρὰ νὰ λύνῃς τὸ κεμέρι[40](προσποιεῖται ὅτι θὰ λύσει τὴν ζώνην του).

Ξεν. Ἔννοια σᾶς τώρη - ἀφῆτεν, κ' ὕστερις πλερώνετεν μιὰ κοπανιά.

Χῖος. Τώρη πλιὰ νὰ ξεφαντώσουμε.

Ξεν. (φέρει τὸν παστουρμᾶν) ὁρίστε νὰ σᾶς χαρῶ μισὲ χαντζῆ, τὸν παστουρμᾶ σας, κατὰ πῶς τὸν θέτενε- ἔ θὲ πολὺ λεμόνι - ἔφτιαξά σας πρᾶγμα, ποῦ νὰ τρῶτεν, καὶ νὰ πιπιλίζετεν τὰ δάχτυλά σας.

Ἀνατ. Ὤχ ὤχ ὤχ! ἄφεριμ[41] μισὲ Μπαστιὰ, ἄφεριμ - παστουρμᾶ ἕνα χαζνὲ[42] ἀχρήζει - πὶρ ὅλ[43] (τρώγουν).

 

ΣΚΗΝΗ Ε΄.

(Ὁ Χῖος μεθύσας ἀτακτεῖ, συντρίβει τὰ ἐν τῇ τραπέζῃ, καὶ ζητεῖ ὄργανα μουσικά).

Χῖος, καὶ οἱ λοιποί.

Χῖος. Βάρτε νὰ πγιοῦμε, διαβόντρου κουλλούκια - (πετᾷ ἓν ποτήριον)

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν) Χιώτη μέτυσε - νὰ … τζάκισε ποτῆρι - νὰ.

Χῖος. Ὠχοῦ!! - (πετᾷ τὸ καλπάκι του)

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν) μέτυσε ἆ τζανοὺμ - λόγια ντὲ τέλει - νὰ, πέταξε καλπάκι του· χιώτη πριχοῦ νὰ πγῇ εἶναι κομάτι τρελὸ, ἄμμα ὄντας μετύσῃ κιόλας, ἀρτὶκ μπιτοῦν[44] μπιτοῦν τρελὸ γένεται….

Χῖος. (Ἁρπάζει τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἀνατολίτη, καὶ τὸ πετᾷ)

Ἀνατ. Ἔϊ ὕστερα; δικό σου καλπάκι πέταξες, δικό μου σαρίκι[45] τὶ τέλεις ποῦ πετᾷς γιὰ; δὶπ τρελλὸ εἶσαι ζάβαλι….

Χῖος. (ἁρπάζει τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τοῦ Πελοποννησίου ὁμοίως)

Πελ. Τήραξε κεῖ χάμω καμώματα τοῦ μαγκοῦφι· πέταξε τὸ κεφαλογιοῦρι μου, καὶ τὸ συγκύλισε, ὅσο ποῦ μὲ τ' ὄχρισε… μπᾶ νὰ ῥέψῃς μουρλὲ, μὲ τὰ καμώματά σου ἀλήθεια.

Χῖος. (Ἁρπάζει τὴν σκούφια τοῦ λογιωτάτου) καὶ τὴν βλέπει, στρέφων αὐτὴν πανταχόθεν· (πρὸς τὸν λογιώτατον) ἔν πετᾷς κι' ἐσὺ διαβόντρου γυιὲ τὸ καλοῦπι σου, π' οὖναι γιομάτο γάσσα; οὔφου, οὔφου…. (τὴν πετᾷ)

Λογ. Τοῦ χάριν κακοηθῶς πράττεις; καὶ δὴ τιμωρητέον σὲ κακοηθείας ἕνεκα.

Χῖος. Φέρτεν τώρη τὰ σιμάρματα - ὠφοῦ.

Ἀνατ. Τὶ τὰ πῇ σιμάρματα; - ἐσὺ τρελάτηκες ἄδαμ!

Χῖος. Βγιολλιὰ, διαβόντρου μισὲ χαντζῆ, - ὡχοῦ - βγιολλιὰ, λαγοῦτα, … (φωνάζει) ὠχοῦ - καὶ φέρτεν τα γλίγωρις - ἤσκασα φέρτεν τα - (συντρίβει ἄλλο ἓν ποτήριον)

Ἀνατ. Ἐτοῦτος οὕλα τὰ τὰ τζακίσει ἀγάλια ἀγάλια… ἐγὼ εἶπα… ἆ τζανοὺμ, χιώτη τρελλὸ εἶναι, μέτυσε κιόλας; ἀρτὶκ τίποτα ντὲ τ' ἀφίσει σουφρὰ ἀπάνου, ἕνα ἕνα οὕλα τὰ τζακίσει.

Ξεν. (πρὸς τὸν χίον) μισὲ μπουρλῆ!

Χῖος Τὶ καὶ;

Ξεν. Ἔν εἶναι σιμάρματα.

Χῖος. Κι' ἀμὲ διαβόντρου γυιὲ; Κι' ἔν ἔχει πούπετις μαθὲς; κι' ἔν εἶν' καμμιὰ λύρα, καμμιὰ σφυρίχτρα;

Ἀνατ. Μπρὲ καμπᾶ ζουρνᾶ[46] μπιλὲμ ντὲν ἔχει.

Ξεν. Ἔν εἶναι - ἔν εἶναι.

Χῖος Παίζουμεν τὰ κουτάλια, καὶ τραγουδοῦμεν κιόλας - (πρὸς τὸν πελοποννήσιον) βρὲ διαβόντρου Μωραΐτη, ἔ λέτενε κἄνα τραγοῦδι.

Πελ. (καθ' ἑαυτὸν) οὔ, νὰ χαθῇς ντὲ μσυρλούλιακα. - τὶ κακὸ ζακόνι[47] ποῦ τ' ὄχουνε τοῦτ' οἱ χιῶτες! σὰ μεθύσουνε μουρλένουνται ἀπὸ μίας, καὶ δὲ ξέρουνε τὶ κάμουνε - χάσου δὲ μουρλὲ, ἀλήθεια κι' ἀπ' ἀλήθεια!!!

Χῖος (Κεντᾷ τὸν πελοποννήσιον μὲ τὴν χεῖρα του) καὶ πῇτεν τώρη, πῇτεν, καλὲ πλιὰ ἕνα τραγοῦδι - (πετᾷ ἕν πιάτον, καὶ φωνάζει, ὠχοῦ!!!).

Πελ. Κόρακας ντὲ μαγκοῦφη - μ' ἔσκιαξες μὲ τὰ σκουξίματά σου - τὶ σκούζεις σὰ μουρλός, καὶ μὲ σπρώχνεις; (πρὸς τοὺς ἄλλους) νὰ ποῦμετε ὅλοι ἀπ' ὅνα τραγοῦδι, γιὰ νὰ γλυτώσουμ' ἀπ' αὐτουνοῦ τοῦ μουρλοῦ τὰ χέργια (πρὸς τὸν Χῖον) ἀρχίνα ντὲ! κόφ' τὸ σβέρκο σου!

 

ΣΚΗΝΗ Στ΄.

(Καθ' εἷς ἐξ αὐτῶν λέγει ἀπὸ ἓν τραγοῦδι κατὰ τὸ ἔθος τῆς πατρίδος του.)

Χῖος. Καὶ λέτεν νὰ κάμω 'γὼ τὴν ἀρχὴ; ἂς πῶ πλιὰ ἕναν, μὰ θὰ πῇτεν κι' σεῖς ὕστερις ἀπ' ὅνα. (τραγῳδεῖ)

»Σ' ὥριον περιβολάκι με τ' ἄνθη στολισμένο,
μιὰν ἄνοιξη διαβαίνω νὰ παρηγορηθῶ.

(πρὸς τοὺς ἄλλους) πιάντε τὸ ἴσο, διαβόντρου γυιοὶ, κάμτεν ἐσεῖς τὸ γάδαρο - ω, ω, ω.

Ὄλοι Ω, ῶ, ῶ, ῶ, ῶ, ῶ, ῶ.

Χῖος (ἐξακολουθεῖ) »νὰ ξεφαντώσ' ὁ νοῦς μου ἀπὲ τοῖς λογισμούς μου, γιατὶ »μὲ βασανίζουν τὰ κάλλ' ὁποῦ θωρῶ.

Ὄλοι Ω, ω, ω, ω.

Χιῖς καὶ κάμτετόνε καλὰ τὸ γάδαρο - ῶ, ῶ, ἔν ἠξέρετεν μαθὲς τὰ ψαρτικὰ, πα, βου, ζαζὰ, καὶ ζᾶ νὰ γενῆτενε; - (ἐξακολουθεῖ) »θωρῶ μιὰν περιστέρα, κι' ἐπότιζεν τὰ δένδρη ἀπὲ τὸ κρυὸ νερὸ. (ὠχοῦ τζάτζα μου, κουζουλάθηκα).

Ὄλοι ο, ο, ο, ο, ο, ο,

Χῖος πῆτεν τώρη κι' ἄλλος - (πρὸς τὸν ἀνατολίτην) ἐλᾶστεν τώρη ἐσεῖς, μισὲ χαντζῆ, πῆτεν πλιὰ (μεγαλοφώνως) πῆτεν - πῆτεν -

Ἀνατ. Σῶπα νὰ δγιοῦμε, ἄϊ, δελὶ ζιρζόπ[48] ντικό μου ἀράδα εἶναι; χάϊδε ἂς πῶ πγιὰ. (τραγῳδεῖ)

»τὲ ν' ἀρχινήσω ἆ δουδοὺμ[49]
»νὰ σὲ παινέσω ἆ κουζοὺμ.[50]
»ντουντοὺμ ὅσον κρατ' ὁ σεβτᾶς[51]
»τὸ ντοῦλο σου μὴν τὸν ἰξεχνᾷς,

(πρὸς τοὺς ἄλλους) τραβοῦδι, τραβοῦδι. Ἰστὲ αὐτὸ εἶναι - ντὲν εἶναι καλὸ; - ἠξέρω κι' ἄλλα ἀκόμη, ἄμμα φωνή μου πγιάστηκε - βῆχα ἔχω πολὺ - ἀπόψι οὕλη νύχτα γκούχου, γκούχου τὸ πήγαινα - μεγάλος ἄστρος βγῆκε, ἐγὼ ἀκόμα ἔβηχα, κατόλου μάτι μου ντὲν ἐσφάλιξα - γιόξαμ[52] ἔλεα τραβούντια ὁποῦ, οὔλοι ν' ἀπομείνετε ἰξεροὶ ἀπὲ τὸ μακάμι[53] ἴλλεμ[54] ν' ἆναι νύχτα, καὶ ν' ἄχῃς φορτωμέναις ἕνα καντάρι[55] Καμήλαις ἀράδα, ἀράδα, κι' ἐσὺ ἀπάνου ς' τὸ γκαϊντοῦρι νὰ τραβουδίζῃς καὶ νὰ παγαίνῃς - ὤχ - (πρὸς τὸν πελοποννήσιον) ἔϊ, μώραλη πραματευτῆ - τώρα ντικό σου ἀράδα ἦρτε, πές το τώρα.

Πελ. (τραγῳδεῖ) »πέντε πό, μωρ' πέντε πὸ, πέντε ποντικοὶ βαρβάτοι, πέντε »ποντικοὶ βαρβάτοι, μοῦ χαλάσαν τὸ κρεββάτι κι' ἄλλοι τρεῖ, μωρ' κι' »ἄλλοι τρεῖ, κι ἄλλοι τρεῖς μονουχισμένοι[56] μοῦ τὸ σιάχναν οἱ καϊμένοι. -

(πρὸς τὸν Κρῆτα) ἔλα Κρητικὲ, πέσε καὶ σὺ τώρα ἕνα.

Κρὴς (τραγῳδεῖ) »ἔπαρ' ἐσὺ τὴ λύρα σου, κι' ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ μου,
»ν' ἀκούσῃς ντὰ θὲ νὰ σοῦ πῶ π' ὄχω
»μὲσ' τὴν καρδιά μου
»ὅντας σὲ πρωταγάπησα ἤτανε ῥαμαζάνι, κι'
»ἐκόλλησ' ἡ ἀγάπη μου σὰ μέλι στὸ σαχάνι.
ποῦρι, ποῦρι, πο·ῦρι, ποῦρι,
ἔχεις κούτελο καὶ μοῦρι.

(πρὸς τοὺς ἄλλους) ν' ἆχα δὰ, δεδὶμ[57] καὶ τὴ λύρα μου ὁμάδι, διαλὲ τὸν ἕνα σας π' οὔθελε ν' αὔγῃ μπροστάς μου.

Ἀλβ. Πῶ νὰ τὸ λὲς, ὀρὲ, κι' ἐγὼ ψύχα τραγούδιαις ….. (τραγῳδεῖ)

»τρία πουλάκιαις κάθουνται στὸ διάκο στὸ ταμπούργια - τ' ὅνα τηράει »τὴ ῥούμελη, γιοῦ - καὶ τ' ἄλλο τὸ Δερβένιαις - τὸ τρί, μωρὲ, τὸ τρί, »τὸ τρίτο τὸ καλήτεραις οὔ - μηργιολογάει καὶ λέει - ποῦ εἶσαι - γιοῦ »- γιόνα, μωρὲ γιόνα - (πρὸς τοὺς ἄλλους) πῳ, ν' ἄχες ὀρὲ ψύχα καὶ τὸ γιογκάρι νὰ τὸ βάργιες - πῶ νὰ τὸ λένε τὰ τὰ τὰ κρικόνια[58], νὰ τὸ γλέπῃς ὀρὲ χαβά.[59]

Κύπ. Σὰν τ' ἄπασιν ὅλοι, ἂς πῶ κι' ἐὼ, (τραγῳδεῖ).

«γιομίζζω τὸ γαλλοῦνιν[60] μου καπνὸν ποῦ τὸ πουντζίν μου,
»πυρκοολλῶ, κι' ἀμὰν ἀμὰν, πυρκοολλῶ, κι' ἀφτένω το, λαμπρὸν[61] ποῦ το βλαντζίν[62] μου». - ἄχ μαργιώλλισσα!

Ἀνατ. (φωνάζει, ντῖ ῖ ῖ ῖ ῖ, χάϊδε, χάϊδε - (καθ' ἑαυτὸν) χιώτη εἶπα μέτυσε, ἄμμα κι' ἐγὼ παρακάτου ντὲν παγαίνω - μέτυσα ἆ τζανοὺμ - μέτυσα - ἀρτὶκ πολλὰ λόγια ντὲ τέλει.

 

ΣΚΗΝΗ Ζ΄.

Ἀνατολίτης, καὶ ὁ Λογιώτατος

ἔπειτα οἱ λοιποί.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Λογιώτατον σκεπτόμενον) ὀλὰν λογιωτοτώτατε. - σιοῦ - ἐσένα λέω - μπὲ σασκὶν σοφτὰ[63] - λογιωτοτοτοτώτατε - ντὲν ἀκοῦς; - τί συλλογιέσαι ὅλαν σὰν ἁρμένη πετερά του πέτανε; ντὲν τραβουδίζει κι' ἐσύ;

Λογ. Οὐκ ἔμαθον ᾄδειν, εἰ μὴ ὕμνους.

Ἀνατ. Ἐσὺ πὲς, καὶ πὲς ὕμνος - (πρὸς τοὺς ἄλλους) τζάνουμ σωπᾶτε τώρα - λογιώτατο ὕμνος τὰ πῇ, ν' ἀκούσουμε - (πρὸς τὸν λογιώτατον) ντὲ, νὰ ντιοῦμε - ἀρχίνισε ντέ!!

Λογ. (ᾄδει μεγαλοφώνως) ΖΕΥ!!!

Ἀνατ. Μὲ τρόμαξες ἄδαμ…

Λογ. (ἐξακολουθεῖ) Ζεῦ μακάρων καὶ ἀνθρώπων σὺ μόνε γονεῦ, ὕψιστε σταθμεῦ, καὶ διανομεῦ -

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν ἐμπαίζων τὸν λογιώτατον) εὖ μακαρόνια εὖ, Ζεῦ μακαρόνια ζεῦ, - τζάνουμ, ἐρίφι καρντιὰ μακαρόνια τέλει, ντὲ βαζγκεστίζει[64].

Λογ. (ἐξακολουθεῖ) ἐπίτριψον, ἐπίτριψον τοὺς σὲ κακαγοροῦντας.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν λογιώτατον) τ' ὄσωσες; τοῦτο εἶναι ὕμνος, γιόξαμ ἔχει κι' ἄλλο ἀκόμα; ἃϊ, κάχπ ὄγλου[65] ἄϊ - κι' ἐγὼ τάρεψα ὕμνος, κάτι μεάλο πρᾶμα εἶναι εἶπα - τοῦτο ἕνα ζεῦ μεάλο κόπτησε[66] τρόμαξα, ὕστερα ἀρτὶκ εὖ, ζεῦ μακαρόνια εἶπες, στὰ ὑστερνὰ τρίψε καὶ κακὰ εἶπες - ἄφεριμ- ταμὰμ ὕμνος - καὶ τοῦ χρόνου - (πέρνει ἓν κομμάτι μπουρέκι) ἔλα τώρα, λογιώτατε, ἄνοιξαι ἰστόμα σου.

Λογ. Οὐ χωρεῖ τῷ στόματί μου.

Ἀνατ. Ντὲ, κωπόγλου, χωρεῖ, ντὲ χωρεῖ, ἐγὼ τὰ χώσω - ἆ - ἄνοιξαι ἰστόμα σου λέω,

Λογ. Ἰδού.

Ἀνατ. Ἰντοῦ μιντοῦ ντὲν ἔχει - κατάπιε το - οὕλο μιὰ βοῦκα, ντέ.

Λογ. Οὐχ ἑκὼν μὲν, καταπίω δὲ, καὶ δὴ τί ποιητέον; ἀνεκτέον τῶν πάντων.

Χῖος Καλὲ σεῖς λογιώτατε, ποῦ ξέρετεν τὰ λιανικά;

«σέντε μέντε κουντουσέντε,

καὶ τῶν ἀλλωνῶν μισέντε»

ξέρετεν ἴντα θὰ πῇ;

Λογ. Οὔ.

Χῖος. Οὔσας, κι' ὁ μισὲ Περῆς ἀντάμα· (πρὸς τοὺς ἄλλους) κι' ἒ χορεύγουμεν ἄματις;

Πελ. Νὰ χορέψουμε.

Ἀνατ. Ἄϊδε ντὲ, συκωτῆτε…

Ὅλοι Νὰ χορέψουμε… (χορεύουν).

Χῖος (φωνάζων) βάρτεν κρασὶ 'ς τὰ ποτήργια νὰ πγιούμενε. - (πέρνει ἓν ποτήριον) (πρὸς τοὺς ἄλλους) πάρτεν κι' ἐσεῖς ἀπ' ὅνα - αἲ βίδα - 'ς τὴν ὑγιά μας καλὴ γιὰ - στὴν ὑγιὰ τῆς λευτεριᾶς.

Ὅλοι (πέρνουν ἀπὸ ἓν ποτήριον) αἲ βίβα!!

Ἀνατ. Σία λευτερία.

Πελ. Εἰς ὑγίαν της, αἲ βίβα της - χαιράμενοι.

Ὅλοι (κτυπῶντες τὰ ποτήρια) αἲ βίβα!!!

Ἀλβ. Γιὰ τὸ λευτεριὰ ὀρὲ, ζτροῦ, - ὀρὲ ζτροῦ - (κτυπᾷ καὶ αὐτός).

Ὅλοι Αἲ βίβα!! (πίνουν).

 

ΣΚΗΝΗ Η΄.

Ὁ Ἀνατολίτης, ὁ Λογιώτατος, καὶ ὁ Ξενοδόχος, (οἱ δ' ἄλλοι σιωποῦν καθήμενοι).

Ἀνατ. (πρὸς τὸν λογιώτατον) ἐσὺ γιατὶ ντὲν ἐχόρεψες καλά;

Λογ. Οὐκ ἔμαθον ὀρχεῖσθαι.

Ἀνατ. Μάτε τώρα - νὰ, σύκω ἕνα σου ποδάρι, χτύπα ἄλλο σου ποδάρι, γένηκε χορὸς, πάει λέωντας.

Λογ. Ἔα με - (πρὸς τὸν ξενοδόχον) ἆξον μοι νηφοκοκκόζωμον.

Ἀνατ. Ντὲν τρέπεσαι ἐσύ κωντζά[67] μου λογιώτατο, νύφη τέλεις; ποῦ ν' αὕρουμε τώρα νύφη γιά; (πρὸς τὸν ξενοδόχον) ἔλα, ἔλα, Μισὲ Μπαστιὰ, λογιώτατο νύφη υρεύει.

Ξεν. (πρὸς τὸν λογιώτατον) καλὲ σεῖς, ἒν ντρεπούστενε νὰ λέτεν πῶς θέτενε νύφη; καὶ ποῦ νὰ σᾶς τὴν εὑροῦμεν τώρη;

Λογ. Οὐχὶ, ἀλλὰ νηφοκοκκόζωμον εἴρηκα.

Ἀνατ. Ἔϊ, ἰστὲ, νύφη κοκόνα γιά; ἕνα ζουμὶ ἔχει παραπάνου.

Λογ. Οὐκ ἔγνωκας ἀγράμματε.

Ἀνατ. Ἐγὼ γράμματα ντὲ ξέρω, ἀμμὰ, νύφη κοκόνα υρεύεις, καλὴ ντουλειὰ ντὲν εἶναι - ἐτοῦτο καταλαβαίνω τί τὰ πῆ.

Λογ. ὦ ἀναλφάβητε ἄνερ!!! καὶ δὴ ζωμὸν, ἔφην, τοῦ κόκκου, ὃν ἡμεῖς οἱ βάρβαροι καφφὲ καλεῖτε.

Ἀνατ. Καφφὲ τέλεις;

Λογ. Ἔγωγε.

Ἀνατ. Ἔγωγες νὰ γένῃς - καὶ ντέ λὲς ἔτζι, μόνε λὲς νύφη, καὶ κοκόνα; πολὺ σασκίνι ἄντρωπο εἶσαι· ἀτζαΐπικο[68] μπουταλᾶ εἶσαι, νὰ μὴ σὲ κακοφανῇ… ἐγὼ ἔτζι σασκίνη ἄντρωπο ντὲν εἶδα ἀκόμη… καρδιά του τέλει καφφὲ, καὶ νὰ υρεύῃ κοκόνα νύφη - ἀκόμα νὰ δγιοῦμε τί τὰ υρέψῃς λοῇς κοπῆς ἀνάποντα πράματα.

 

ΣΚΗΝΗ Θ΄.

(ὁ ἀνατολίτης καθ' ἑαυτὸν παρατηρῶν τοὺς ἄλλους.)

Ἀνατ. Ἔ!!!! χιώτη μέτυσε, κοιμᾶται, μωραΐτη λογαριάζει - κυπριώτη συλλογιέται - Κηρτικὸ τζιμποῦκι πίνει - λογιώτατο γράφει - ἄμμα Ἀρβανίτη δουλιὰ καλὰ ντὲν παγαίνει - νὰ, νὰ - γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του τρίβει μουστάκι του - ἄλλα ἀλέμ καυγκᾶ τὰ κοπαρδίσει[69], γιατὶ κουρουλδήστικε[70] - πολὺ φοβοῦμαι, Ἀρβανίτη καυγκατζῆ[71] ἄντρωπο εἶναι - τὸ κάμει ἆ!!!

 

ΣΚΗΝΗ Ι΄.

(Ὁ Ἀλβανὸς μεθυσμένος μαλώνει μὲ τὸν Κρητικὸν, πυροβολεῖ μὲ τὴν πιστόλαν, καὶ τὸν πληγώνει πολλὰ ἐλαφρὰ εἰς τὸν βραχίονα).

Ἀλβανὸς, Κρὴς, καὶ ὁ Ἀνατολίτης.

Ἀλβ. Ὀρὲ κρητίκα, ὀρὲ - πρᾶ - ἐσὺ ἐσὺ ὀρὲ κρητίκα! - πῶ τὸ γουρουνίζεις ἐσὺ ἐμένα ὀρὲ τὸ πα, πα, πα, τὸ παλουκάρι;

Κρης. Δὲν κατέχω ἐτζὰ πρᾶμα, μηδὲ κατέχω σε πούρι, θιὸς κ' ἡ ψυχή μου.

Ἀλβ. Πῶς ὀρέ νὰ τὸ λὲς ἔτζι ἐσὺ ὀρὲ ἐσὺ, ποὗρτες ὀρὲ ἐγὼ στὸ-στὸ-στὸ Κρήτη ὀρὲ; κι' ἔριχνες ἐγὼ ὀρὲ τὸ-τὸ-τὸ τουφέκιαις σὰ-σὰ-σὰν τὸ βροχάδες;…

Κρὴς. Εἶπα σοῦ το δά μαθὲς, δὲ σὲ κατέχω δεδὶμ, διάλε τὰ πάσπαλα[72] ποῦ θὰ θέσω στὸν ᾅδη.

Ἀλβ. Πρὰ, πῶς τὸ κάνεις ἔτζι ὀρὲ ποῦ δὲν τὸ γουρουνίζεις; πῶ σὲ γουρουνίζω ἐγώ…

Κρὴς. Κατέχω δὰ σὲ δεδὶμ, τώρα, π' οὖρθες κι' ἔφαγες τὰ κουράδια[73] μας.

Ἀλβ. (μὲ θυμὸν) τφοῦ, ἀλὰ μπελιάβερσιν[74] ποιὸς ὀρὲ νὰ τρῶς κουράδιαις;

Ἀνατ. (καθ' ἑαυτὸν) ἔ! - καυγκᾶ τώρα σὰ μόσκο τὰ μυρίσει.

Κρὴς. Καὶ γιάντα δὰ δεδὶμ, ψόματ' ᾆναι δὰ ποῦ δὲν ἀφήκατε κουράδια στὴν Κρήτη;

Ἀλβ. Ἄϊδε νὰ χάνεσαι, πίθε μούτη. (τρίζων τοὺς ὀδόντας) ποιὸς ὀρὲ τ' ὄφαγες κουράδιαις;

Κρὴς. Ἐσὺ δὰ, μαθὲς, κι' οἱ συντρόφοι σου, δεδὶμ κιὰ ὀλιᾶς.

Ἀλβ. (τὸν πτύει) τφοῦ, τεταχήνιε.[75]

Κρὴς. (τὸν πτύει) τφοῦ…

Ἀλβ. (τὸν πτύει) τφοῦ, καὶ σὺ μούτη - (εὐγάζων τὴν πιστόλαν) νὰ ὀρὲ ποιὸς νὰ τρῶς κουράδιαις - (πυροβολεῖ, καὶ φεύγει)

Κρὴς. Ὢ, ὢ, ὢ· διάλε τζ' ἀποθαμμένοι σου καὶ τζ' ἀπομεινάροι σου, μ' ἐσκότωσες ἐδά.

Ἀνατ. Δὲν εἶπα ἐγὼ; Ἰστέ. Ἀρβανίτη χουνέρι[76] τοῦ ἔκαμε. (τρέχει πρὸς τὸν Κρῆτα) ποῦ χτύπησε; Ἰστέκα, Ἰστέκα, (βλέπει τὴν πληγὴν) ἔ! - ζαράρι[77] ντὲν ἔχει, τίποτα - μὴ φοβᾶσαι - σύκω, σύκω. (τὸν σηκώνει ὀλίγον).

 

ΣΚΗΝΗ ΙΑ΄.

(ὁ ξενοδόχος ἀκούσας τὸν κρότον τοῦ πιστολίου, τρέχει φωνάζων, καὶ ὀδυρόμενος.)

Ξεν. Οὐγοῦ, οὐγοῦ, οὐγοῦ· - οὐγοῦ διαβόντρου γυιοὶ - ἀλοὶ, ἀλοὶ, ἀλοί μου τοῦ κακόσορτου, ἴντ' ἆν' τοῦτο π' οὔπαθα - ἀλοὶ - (πρὸς τὸν Χῖον κοιμώμενον). Καλὲ σεῖς, μισὲ Μπουρλῆ, κοιμοῦστεν καλέ;

Χῖος Ἴντα πάθετεν;

Ξεν. Φονικὸ διαβόντρου γυιὲ, φονικὸ - κι' ἔ ξυπνᾶτεν πλιὰ;

Χῖος Καὶ ποῦντο ἄματις τὸ χειμονικό;

Ξεν. Καλὲ διαβόντρου κουλούκι, ἐγὼ λέγω σας φονικὸ, κι' ἐσεῖς ὀνειρευγοῦστεν χειμονικό; ἔν ξυπνᾶτεν τώρη νὰ δγῆτεν τὰ αἵματα;

Χῖος. Πιταοῦ κι' ἤγλεπά το ς' τὸ ὄνειρό μου - καὶ καὶ ποιὸς νὰ σᾶς χαρῶ ἤκαμέν το;

Ἀνατ. Ἀρβανίτη χτύπησε κηρτικό;

Χῖος. Καὶ π' οὖντος τώρη ἀρβανίτης;

Ἀνατ. Ἔφυγε - χοῦ - ἂν τὸ πγιάσῃς.

Χῖος. Οὐγοῦ, οὐγοῦ, ἴντα δουλειαῖς π' οὐπάθαμεν. Ἴντα νὰ τὸν κάμωμεν τώρη τὸν κρητικὸν;

Κύπρ. Νὰ τὸ γιατρέψψουμε.

Χῖος. Καὶ ποιὸς νὰ τὸ νὲ γιατρέψῃ, νὰ σᾶς χαρῶ;

Κύπρ. Ἐγὼ τὸ γιατρεύω - φέρτε ξύδιν, λάδιν, ῥακὶν, στουπὶν, μαστίχιν, καὶ ἕνα σαχάνιν, ἅψετε καὶ λαμπρὸν στῆ φουκοῦν νὰ τὸ κάμω μεχλάμιν[78] νὰ τ' ἀλλείψω τὸ γιαράν του.

Χῖος. (πρὸς τὸν ξενοδόχον) μισὲ Μπαστιᾶ!… ἀκούσετέν τα; φέρτεν τα…

Ξεν. Ὀχωνοῦς φέρνω σᾶς τα· μὰ ἔν κάμνει, νὰ σᾶς χαρῶ, ν' ἆναι δῶ ὁ κρητικός. - νὰ τὸν σηκώσουμ' ἀπ' ἐδῶ. (φεύγει)

Κρὴς. Δὲν μπορῶ κιὰ ὀλιᾶς νὰ πουρήσω[79] θιὸς κ' ἡ ψυσή μου.

Κύπρ. Σὲ καβαλλᾶμε στὸν ἄπαρο[80].

 

ΣΚΗΝΗ ΙΒ΄.

(ὁ ξενοδόχος εἰσέρχεται ἔντρομος, καὶ εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ὅτι ἔφθασεν ἡ ἀστυνομία)

Ξεν. Καλὲ σεῖς, καλὲ σεῖς - οὐγοῦ - πλάκωσεν ἡ ἀστυνομία, πλάκωσε. Νὰ - ἔρχεται - ἔρχεται - ἀλοί μου ἀλοὶ, ἀλοὶ!! - Ἴντα νὰ κάμω τώρη; - ἤσβυσα πλιὰ ὁ κακόσορτος - ἤσβυσα.

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

1 Τώρα ἤρχησαν νὰ μιγνύουν καὶ γαλλικὰς· μάλιστα πολλαὶ Κυρίαι καὶ πολλοὶ Κύριοι τὰς μεταχειρίζονται ὡς συρμόν· οἷον «ὑπάγω νὰ κάμω ῥαντεβοῦ· εἶμαι σήμερον νεγκλιζέ· εἶναι ἐνδεδυμένος ἀ μπορζουά· εὑρίσκεται ἀν ἀμπὶ δου λὰ σιάμπρ» καὶ τὰ τοιαῦτα.

2 Ἄν τινες ὁμιλοῦντες διεφθαρμένας λέξεις, ἤθελον προφασισθῆ ὅτι αὐταὶ εἶναι λείψανα τῶν παλαιῶν διαλέκτων, τῆς Ἀττικῆς, Δωρικῆς, Ἰωνικῆς, Αἰολικῆς, καὶ Ἑλληνικῆς, δὲν ἔχει ὁ λόγος των κανένα παραλληλισμὸν ὡς πρὸς τὴν σημερινὴν διαφθορὰν, καθότι αἱ περὶ ὧν ὁ λόγος διάλεκτοι ἦσαν κανονισμέναι.

3 Εἶχα ὕλην ἐνταῦθα νὰ ὁμιλήσω πολλὰ, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ ἀναμίξω τὰ σπουδαῖα μὲ τὰ ἀστεῖα, σιωπῶ, ἀφίνων αὐτὰ εἰς ἄλλον καιρόν.

4 Ἐκδιδομένης ἤδη τῆς Βαβυλωνίας εἰς τὴν δευτέραν ταύτην ἔκδοσιν, ἡ πρώτη μένει περιττὴ πλέον.

5 Εἷς τῶν λογίων πολλάκις δημοσίως ἐκατηγόρησε τὴν Κωμῳδίαν αὐτὴν, ὡς ἀτυχῆ. Ἕως τῆς ὥρας ὅμως αὐτῆς δὲν εἴδομεν τῆς σοφολογιότητός του καμμίαν συγγραφὴν οὔτε ἀτυχῆ, οὔτε εὐτυχῆ· ἦτον εὐχῆς ἔργον, ὁ λόγιος αὐτὸς ἀνὴρ ἐὰν ἤθελε μᾶς ἀξιώσῃ τῆς τοιαύτης χάριτος, διὰ νὰ μᾶς μάθῃ τοὐλάχιστον τὸν τρόπον τοῦ εὐτυχῶς κωμῳδεῖν, ἢ καὶ εὐτυχῶς συγγράφειν· ἀλλὰ, «τί δουλειὰ ἔχει ἡ ἀλουποῦ ς' τὸ παζάρι;»

6 Θεμένα ἐν τάξει.

7 Ἂς ἴδωμεν.

8 Ἄνθρωπε.

9 Ψυχή μου.

10 Ἰδού.

11 Πλέον.

12 Εὗγε.

13 Κρέας ξηρὸν ταριχευμένον.

14 Διότι.

15 Νέαν εἴδησιν.

16 Ὑποδήματα.

17 Τετέλεσται.

18 Λάφυρα.

19 Διάχυσιν.

20 Ἔρανον.

21 Τράπεζαν.

22 Πατρός.

23 Ἄνθρωπε.

24 Μεγαλοπρέπειαν.

25 Χύτραν.

26 Στρατιωτικὸν ψωμί.

27 Εὐθύς.

28 Ἀνόητος.

29 Ζυμάρι.

30 Κακόν τι νὰ τῷ δώσῃ ὁ Θεός.

31 Τρελλαθήκετε.

32 Τρελλός.

33 Μήπως.

34 Ἀνόητε.

35 Ἠλήθιος.

36 Ἴσως.

37 Δῶρον.

38 Ὁ Θεὸς κακόν νὰ τῷ δώσῃ.

39 Δὲν εἶναι χρήματα.

40 Ἐσχάτην ζώνην.

41 Εὗγε.

42 Θησαυρόν.

43 Εὐτύχει.

44 Ὅλως δι' ὅλου.

45 Κάλυμμα.

46 Σάλπιγξ τῶν γύφτων.

47 Ἰδίωμα.

48 Τρελλέ.

49 Εἶδος ψιττακοῦ.

50 Ἀρνίον μου.

51 Ἔρως.

52 Ἄλλως δέ.

53 Μελῳδία.

54 Μάλιστα

55 Σειρά.

56 Εὐνουχισμένοι.

57 Εἶπα.

58 Οἱ ψυχουιοί.

59 Ἦχον.

60 Τζιμποῦκι.

61 Φωτιάν.

62 Σηκότι.

63 Τουρκοσχολαστικέ.

64 Τραβᾷ χέρι.

65 Υἱὲ πόρνης.

66 Ὁρμητικῶς ἐξῆλθεν, ἐκόπη.

67 Μέγας.

68 Παράξενος.

69 Ἐκρήξει.

70 Προητοιμάσθη

71 Φίλερις.

72 Κόνιν τῶν λειψάνων.

73 Πρόβατα ἢ κοπάδια.

74 Κακὸν νὰ τὸν δώσῃ ὁ Θεός.

75 Στὸν διάβολον

76 Προτέρημα.

77 Βλάβην.

78 Ἀλειφήν.

79 Νὰ εὔγω ἔξω.

80 Ἄλογον.


Katharevousa Episode 4 : Erotokritos - The Medieval Love Epic in Colloquial Greek

 

 

 

Erotokritos - Ta Thlivera Mantata
(Ερωτόκριτος - Τα Θλιβερά Μαντάτα)

Erotokritos
(The Dreary Tidings)

Τ' άκουσες Αρετούσα μου
Τα θλιβερά μαντάτα
Ο κύρης σου μ' εξόρισε
Εις της ξενιτιάς τη στράτα

 

Τέσσερις μέρες μοναχά
Μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι ύστερα να ξενιτευτώ
Πολύ μακριά να πηαίνω

 

Και πώς θα σ’ αποχωριστώ
Και πώς θα σου μακρύνω
Και πώς να ζήσω δίχως σου, ιιι!
Τον χώρισμόν εκείνο;

 

Κατέχω το κι ο κύρης σου
Γρήγορα σε παντρεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο
Σαν είσαι συ γυρεύει

 

Και δεν μπορείς ν’ αντισταθείς
Σα θέλουν οί γονείς σου
Νικούν τηνε τη γνώμη σου
Κι αλλάσει η όρεξή σου

 


Μια χάρη αφέντρα σου ζητώ
Κι εκείνη θέλω μόνο
Και μετά 'κείνη ολόχαρος
Τη ζήση μου τελειώνω

 

Όταν θ’ αρραβωνιστείς
Να βαριαναστενάξεις
Κι όταν σα νύφη στολιστείς
σαν παντρεμένη αλλάξεις

 

Ν’ αναδακρυώσεις καί να πεις
Ρωτόκριτε καημένε
'Τα σού 'ταζα λησμόνησα
Τα 'θέλες πια δέν έναι

 

Και κάθε μήνα μια φορά
Μέσα στην κάμερά σου
Λόγιαζ'ιντα 'παθα γιά σε
Να με πονεί η καρδιά σου

 

Και πιάσε και τη ζωγραφιά
Που 'βρες στ’ αρμάρι μέσα
Και τα τραγούδια πού λεγα
Όπου πολύ σ’ αρέσαν

 

Και διάβαζέ τα 'θώρειε τα
Κι αναθυμού κι εμένα
Πως μ' εξορίσανε για σε
Πολύ μακριά εις τα ξένα

 

Κι ας τάξω ο κακορίζικος
Πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κεράκι αφτούμενο

Εκράτου κι έσβησέ μου

Ας τάξω πως επιάστηκα

Σε μιας γυναίκας τρίχα
Έσπασε η τρίχα κι έχασα
Εις τον κόσμο ό,τι κι αν είχα

 

Λησμόνησε παντοτινά
Και διώξε κάθε ελπίδα
Και πες πως δεν με γνώρισες
Κι ουτέ και ‘γω πως σ’ είδα

 

Όπου κι αν πάω κι αν βρεθώ
Κι ό,τι καιρό κι αν ζήσω
Τάζω σου άλλη να μη δώ
Μηδέ ν’ ανατρανίσω

 

Κάλλια `χω 'σε με θάνατο
Παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σένα εγεννήθηκε
Στον κόσμο το κορμί μου

My Aretousa1 did you hear
the oh so dreary tidings
your sire has deported me
in far lands to be hiding

 

Only four days he's given me
that's all I have to tarry
then I must travel overseas
to far parts I must hurry

 

And how can I break up with you
and how can I start running
and how can I without you live
the separation coming

 

I know of course your sire lord
is marrying you quite shortly
to a young prince or lord like you
he looks for someone courtly

 

And surely you cannot oppose
your parents' disposition
for swiftly they defeat your mind
and soon change your volition

 


This thing alone I ask from you
it's all I want my lady
and after this I'll be quite pleased
to end my life I'm ready

 

The moment when you get betrothed
let out a sigh long carried
again when you dress up a bride
when you change back as married

 

To shed a tear and say: Oh poor
'Rotokritos2 undaunted
I've now forgotten those I pledged
and all of those you wanted

 

And once a month when you're alone
there in your bedroom waking
think back to what I've borne for you
for me your heart be aching

 

And also take what's in my drawer
the painting that I treasure
and all the songs I sung for you
and you have heard with pleasure

 

And read them all and look at them
and think of me a little
how they deported me for you
my life became a cripple

 

And let me the ill-fated pledge
that I have seen you never
one candle I was holding lit

now it burned out forever

And let me pledge I held onto

a sole hair of a woman
the hair has snapped and I have lost
all that I've got as human

 

And do forget forevermore
and chase off all hope clean through
and make like you have known me not
and neither I have seen you

 

Wherever I'll go or I'll be
whatever times or moment
I pledge you woman not to see
nor to lay eyes upon one

 

It's better to have you in death
than someone else in living
this body was just born for you
for you alone it's breathing


Episode 13: How the Military Junta ruined Katharevousa

http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2015/11/Bodila-24grammata.com_.pdf

 

In April 1967, a military junta regime takes over Greece.

In his opening speech, the Dictator Georgios Papadopoulos, kills katharevousa with an absolutely wrong usage.

 

He also liked to make metaphors, like the famous "surgery" one. Funny to listen to now, but in terms of syntax, his katharevousa 

makes no sense, unfortunately:

“ευρισκόμεθα προ ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί χειρουργικής κλίνης, και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως και της ναρκώσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπαρχει πιθανότης αντί δια της εγχειρήσεως να του χαρίσει την αποκατάστασιν της υγείας, να τον οδηγήσει εις θάνατον. [...] Οι περιορισμοί είναι η πρόσδεσις του ασθενούς επί κλίνης δια να υποστή ακινδύνως την εγχείρισιν

Translated as:

“...We are in front of a patient, whom we have on a surgical bed, and whom if the surgeon does not strap on the surgical bed during the time of the surgery and the anesthesia, there is a chance instead of the surgery granting him the restoration of his health, to lead him to his death [...] The restrictions are the straps, keeping the patient tied to the surgical bed so that he will undergo the surgery without danger.

In the same speech Papadopoulos continued:[26][28]

"Ασθενή έχομεν. Εις τον γύψον τον εβάλαμεν. Τον δοκιμάζομεν εάν ημπορεί να περπατάει χωρίς τον γύψον. Σπάζομεν τον αρχικόν γύψον και ξαναβάζομεν ενδεχομένως τον καινούργιο εκεί όπου χρειάζεται Το Δημοψήφισμα θα είναι μία γενική θεώρησις των ικανοτήτων του ασθενούς. Ας προσευχηθώμεν να μη χρειάζεται ξανά γύψον. Εάν χρειάζεται, θα του τον βάλομεν. Και το μόνον που ημπορώ να σας υποσχεθώ, είναι να σας καλέσω να ειδήτε και σεις το πόδι χωρίς γύψον!

which translates as follows:

"We have a patient. We test him if he can walk without a plaster cast. We break the initial cast and, if warranted, we put another cast where is needed. The referendum will be a general overview of the capabilities of the patient. Let us pray that he may not need a cast again. If he needs one, we will put one on him. And the only thing I can promise you, is to invite you to see the foot without a cast!

https://books.google.gr/books?id=XqKfCwAAQBAJ&pg=PT269&lpg=PT269&dq=Ευρισκόμεθα+προ+ενός+ασθενούς+χειρουργικής+κλίνης+Παπαδόπουλος&source=bl&ots=d5_rlBaLL9&sig=rjCLO-0RuVHkuGNUG_AckpetvXY&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwiUnq_mjPnOAhXGvhQKHaGwArUQ6AEIMDAD#v=onepage&q=Ευρισκόμεθα%20προ%20ενός%20ασθενούς%20χειρουργικής%20κλίνης%20Παπαδόπουλος&f=false

 

 

During the military junta, the Greek Composer Mikis Theodorakis is held in captivity. On 1 June, the Colonels published "Army decree No 13", which banned playing, and even listening to his music. Theodorakis himself was arrested on 21 August, and jailed for five months. Following his release end of January 1968, he was banished in August to Zatouna with his wife Myrto and their two children, Margarita and Yorgos. Later he was interned in the concentration camp of Oropos.In Zatuna, he writes the following song.

Intersting is the usage of the form συνεμορφώθην in contradiction with the absolutely demotic της ελευθεριάς genitive,

instead of the medium demotic της ελευθερίας. The first verse describes the reasons of the composer's captivity,

whereas the second his hope for liberty and freedom.

Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει της ελευθεριάς το φως.

 

Το τραγούδι του Μίκη "διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις" γράφτηκε κατά τη διάρκεια της χουντικής δικτατορίας και έγινε τόσο πολύ δημοφιλές, γιατί άγγιξε βαθύτατα τα εκατομμύρια των Ελλήνων που καταδιώκονταν από το 1945 μέχρι το 1974 επειδή πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση του 1941-44, κι επειδή ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική, προοδευτική και έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο.

 

 

George Babiniotis as an advisor for the military Junta:

http://yannisharis.blogspot.gr/2015/06/blog-post_14.html

 

Όταν η χούντα γλωσσολογεί

Posted by sarant στο 14 Δεκεμβρίου, 2009

 
 
 
 
 
 
4 Votes

 


Το καλοκαίρι, μέσα στις διακοπές, ένας φίλος μού έστειλε ηλεμήνυμα και μου επισήμαινε ένα σχόλιο εφημερίδας για ένα «μυθικό» βιβλίο που είχε εκδοθεί επί δικτατορίας. Όταν του είπα ότι το έχω, με παρακάλεσε (έντονα) να γράψω κάτι. Υποσχέθηκα, το ξέχασα, τώρα μου το ξαναθύμισε (πιο έντονα), οπότε, μπροστά στον κίνδυνο να θεωρήσει ότι ψέματα του είπα ότι το έχω, σφίγγω τα δόντια και κάθομαι και γράφω το σεντονάκι που ακολουθεί.

Λοιπόν, στα τέλη Ιουλίου, στη στήλη του στην Καθημερινή, ο Στ. Κασιμάτης έβαλε στους αναγνώστες του ένα δύσκολο κουίζ:

Σας προειδοποιώ ότι δεν είναι από τα εύκολα…

Ο Οδυσσέας Αγγελής, ως αρχηγός του ΓΕΣ, συμμετείχε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Διετέλεσε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιπρόεδρος της χούντας. Συνέγραψε όμως (ορθότερα, υπέγραψε…) και γλωσσολογικό πόνημα, που δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο «Ιστορία της ελληνικής γλώσσης». Ποιος λαμπρός καθηγητής ήταν ο πραγματικός συγγραφέας και πού βρίσκεται σήμερα;

Και εντελώς τυχαία, το επόμενο σχόλιο της στήλης ήταν μια μπηχτή που φωτογράφιζε συγγενικό πρόσωπο του καθηγητή που εννοούσε ο Στ. Κασιμάτης.

Το κουίζ είναι χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου που αποκαλέσαμε «συνεννόηση Λοΐζος». Θέλω να πω, ο Κασιμάτης δίνει λάθος σχεδόν όλα τα στοιχεία, αλλά τελικά πολλοί καταλαβαίνουν ποιον εννοεί. Προειδοποίηση: αν κι εσείς καταλάβατε ποιος καθηγητής εννοείται, μην το γράψετε στα σχόλια, διότι θα το σβήσω. Ούτε να γράψετε τίποτε για τους υπαινιγμούς περί συγγενικού προσώπου.

Λέω ότι ο Κασιμάτης δίνει λάθος τα στοιχεία, διότι:

α) το γλωσσολογικό πόνημα δεν είχε τίτλο «Ιστορία της Ελληνικής γλώσσης» αλλά «Εθνική γλώσσα», και

β) δεν το υπέγραφε ο Αγγελής, αλλά το «Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων» -δείτε και την εικόνα για του λόγου το αληθές.

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η ευρέως διαδεδομένη άποψη, από τότε, ήταν ότι το βιβλιαράκι το είχε γράψει ο Αγγελής. Κι ο πατέρας μου έτσι μου είπε, όταν τον ρώτησα για το βιβλίο αυτό. Όπως μάλιστα δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα μετά τη χούντα, οι άλλοι χουντικοί, που θεωρούσαν ψώνιο τον Αγγελή, έλεγαν μεταξύ τους: «Το διάβασες το βιβλίο του ακαδημαϊκού;» (γιατί αυτό το παρατσούκλι του είχαν βγάλει).

 

Στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας, το 1975, ο μάρτυρας κατηγορίας Ευάγγελος Παπανούτσος αναφέρθηκε στο βιβλίο αυτό, θεωρώντας το αντεθνικό για όσα λέει κατά της γλώσσας του λαού. Σε ερώτηση του προέδρου, πρόσθεσε ότι «είναι απρόσωπον το βιβλίον». «Ξέρω ότι είναι απρόσωπον», απαντάει ο πρόεδρος Ιω. Ντεγιάννης, «αλλά υπάρχει ένας κάποιος θρύλος, ο οποίος…», οπότε ο Παπανούτσος απαντάει ότι «υπεστηρίχθη ότι ο ίδιος ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων τότε, ο Στρατηγός Αγγελής [ήταν] ο συγγραφεύς, δεν ξέρω σε συνεργασίαν με ποίους άλλους λογίους του». Σε μεταγενέστερο άρθρο του, ο άγιος Κριαράς, που θυμάται καλύτερα από τον Κασιμάτη κι ας είναι λιγάκι μεγαλύτερος, αναφέρεται στο ανόητο τεύχος «Εθνική γλώσσα» που δημοσίευσαν το 1973 ορισμένα «πνευματικά» ενεργούμενα των συνταγματαρχών.

Το βιβλίο αυτό πράγματι κυκλοφόρησε το 1973, υπό την αιγίδα και με την ενίσχυση του αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων από την «Εταιρεία των Φίλων του Λαού». Η εταιρεία αυτή, που ιδρύθηκε το 1865 (!), απέκτησε χάρη στη χούντα τα ιδιόκτητα γραφεία που και σήμερα διατηρεί στην οδό Ευριπίδου 12. Οι ιδρυτές της εταιρείας θεώρησαν «συμπλήρωμα και κορωνίδα του όλου έργου της Εταιρείας» την έκδοση βιβλίων, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν 108 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιήσει η εταιρεία την πρώτη της έκδοση, κι αυτή έμελλε να είναι, με χουντική επιχορήγηση, η «Εθνική Γλώσσα». Ωραία κορωνίδα, δεν βρίσκετε; Άργησαν αλλά το πέτυχαν.

Ο άγνωστος χουντικός συγγραφέας στην αρχή ορίζει τι είναι λαός: «επί του γλωσσικού πεδίου, όταν λέγωμεν λαός, δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν, αλλά μόνον τους αγραμμάτους». (Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από πνεύματα, περισπωμένη και υπογεγραμμένη). Στη συνέχεια, αποφαίνεται ότι στην Ελλάδα του 1973 υπάρχουν εν χρήσει τρεις γλώσσες: η λαϊκή, η λογία (καθαρεύουσα) και η δημοτική, η οποία έχει ως πυρήνα της τα ιδιώματα της Πελοποννήσου και τείνει να καταστεί σχεδόν μητρική γλώσσα των μεγάλων αστικών κέντρων. Επομένως, λέει, δεν έχουν δίκιο οι δημοτικιστές όταν ζητούν να διδάσκεται το παιδί στο σχολείο τη γλώσσα που μαθαίνει από τη μάνα του, αφενός «διότι καμμία μάννα δεν λέγει, φέρ’ ειπείν, ‘της κυβέρνησης’» (η δική μου η μάνα πάντως έτσι έλεγε το 1973) και αφετέρου διότι «το παιδί του λαού της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας μαθαίνει από την μητέρα του να λέγη: Ψόφσι του μσκαρ. Του σκλι τ’ Γιώρ’ τ’ κφου πήδσι του φραχτ κι δάκους του γρουν τς θειας τς Λιενς. Πιρίμινι ναρθ η πατέρας ναν του που να σι δειρ. Τς έεις τς ασς; Πραζ π’ τράου; κλπ.»

Τη γλωσσική εξέλιξη ο χουντικός γλωσσολόγος τη θεωρεί τυχαία και ανώμαλη, αποτέλεσμα αγραμματοσύνης. Αρνείται ότι υπάρχουν νόμοι της γλωσσολογίας, π.χ. ότι «όταν εις την αυτήν λέξην υπάρχουν δύο ρ γίνεται ανομοίωσις», π.χ. άροτρο > αλέτρι, πρώρα > πλώρη. Τότε, λέει, γιατί το κριάρι δεν έπαθε ανομοίωση, ή το τριάρι ή το κριθάρι; Δεν πρόκειται για νόμο, πρόκειται για παραποίηση, αυτό δεν είναι εξέλιξις είναι διαφθορά. Μιμούμενος τον Μπέρναρντ Σω που για να ειρωνευτεί την προφορά της αγγλικής είχε γράψει ότι η λέξη fish θα μπορούσε κάλλιστα να γράφεται ghoti (γκουγκλίστε να βρείτε το γιατί), λέει ότι «βάσει των νόμων της γλωσσολογίας» η λέξη αγελάδα προέρχεται από τη λέξη κόρη ως εξής: κόρη > γόρη (κατά το κωβιός > γωβιός), γόρη > αγόρη (κατά το α-μασκάλη), αγόρη > αγέρη (κατά το αποθνήσκω > πεθαίνω), αγέρη > αγέλη (κατά το πρώρα > πλώρη) και αγέλη > αγελάδα (κατά το ζάλη > ζαλάδα), όπερ έδει δείξαι (σελ. 26).

Και όλο το βιβλίο συνεχίζεται έτσι, με απύθμενη περιφρόνηση για τον «αγράμματο» λαό, με κλεφτοπόλεμο στις θέσεις των δημοτικιστών και με εξυπνάδες. Ποίος όμως ημπορεί να κάμη την διάκρισιν αυτήν; Ο λαός, βεβαίως, δεν είναι εις θέσιν, λέει σε ένα σημείο. Και αλλού: Πάντως το μεγαλόπρεπος αποκλείεται να το έπλασεν ο λαός, διότι δεν γνωρίζει τι σημαίνει. (σελ. 100). Ή εκεί που μιλάει για τους παιδαριώδεις στίχους των δημοτικών τραγουδιών (σελ. 143) που όμως δεν τολμά κανείς να επικρίνει διότι θα κατηγορηθεί ότι «βρίζει το λαό».

Πάντως ο χουντικός συγγραφέας αποδεικνύεται πιο προσγειωμένος από κάποιους σημερινούς «ακαδημαϊκούς» που μιλάνε για 5 ή 100 εκατομμύρια λέξεις της αρχαίας ελληνικής, διότι λέει: «Όταν μία γλώσσα, η οποία είχε περισσοτέρας των 100 χιλιάδων λέξεις, και εις την οποίαν διετυπώθησαν τα υψηλότερα νοήματα του ανθρώπου, καταντά εις μίαν γλώσσαν 2-3 χιλιάδων λέξεων, με τας οποίας δεν ημπορείτε να εκφράσετε παρά μόνον ‘συγκεκριμένας εννοίας’ του καθημερινού πρακτικού βίου, αυτό δεν είναι εξέλιξις, υπό την ποιοτικήν σημασίαν του όρου».

Και ο συγγραφέας τελειώνει με τις αιτίες του αγώνος κατά της εθνικής γλώσσης, που είναι οι ακρότητες του λογιωτατισμού, η μίμησις των δημοτικών τραγουδιών, η εκμετάλλευσις του κινήματος από τους κομμουνιστάς, η αγλωσσία και η αγραμματωσύνη, η μανία της λεξιθηρίας και της γλωσσοπλαστίας, η ξενομανία και το πνεύμα επαναστάσεως κατά του κατεστημένου.

Και καταλήγει: Απαραίτητος όμως προϋπόθεσις διά την πραγματοποίησιν οιασδήποτε των ανωτέρω ελπίδων, είναι ότι η γλώσσα των δημοτικιστών δεν θα εισαχθή εις την παιδείαν, αλλά θα εξακολουθήση να διδάσκεται εκεί μία γλώσσα την οποίαν, οι μεγαλοφυέστεροι άνδρες της αισθητικής του λόγου, ανήγαγον εις βαθμόν τελειότητος και η οποία εξακολουθεί ν’ αποτελή την ακένωτον πηγήν από την οποίαν η παγκόσμιος επιστήμη αντλεί τας λέξεις διά την απόδοσιν των εννοιών της. (Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου, χωρίς καμιά αλλαγή από μέρους μου).

Όμως, η αλήθεια είναι ότι η χούντα, με τη γλωσσική πολιτική της, έδωσε τη χαριστική βολή στην καθαρεύουσα. Στη συζήτηση στη Βουλή του 1976 με την οποία καθιερώθηκε η διδασκαλία της δημοτικής στην εκπαίδευση (Σήμερα ενταφιάζουμε την καθαρεύουσα, είχε πει ο Γεώργιος Ράλλης) ελάχιστοι ήταν οι βουλευτές που υπερασπίστηκαν την καθαρεύουσα, κι αυτοί το έκαναν χλιαρά.

Όταν το διαβάζω αυτό το βιβλίο, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι το έχουν γράψει δύο ή περισσότεροι άνθρωποι. Αλλού είναι εμφανές το χοντροκομμένο στρατιωτικό ύφος, αλλού υπάρχουν επιχειρήματα λογικά. Σε μερικά σημεία ο συγγραφέας δείχνει αβυσσαλέα αμάθεια, π.χ. όταν μέμφεται τη γραμματική Τριανταφυλλίδη γιατί περιλαμβάνει κάπου τον τύπο «χαλασοχώρηδες», λέγοντας ότι έτσι θα μπορούσε κανείς χάριν αστεϊσμού να πλάσει χιλιάδες λέξεις όπως χαλασοσπίτης, χαλασοπαρέας, χαλασοσυντροφιάς, χαλασογλέντης, χαλασοτραπέζης, χαλασογειτονιάς, προφανώς αγνοώντας ότι τους Χαλασοχώρηδες τους έχει απαθανατίσει ο άγιος Παπαδιαμάντης. Οι μύδροι του κατά της μοντέρνας τέχνης (έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής αντάξια του σπηλαιανθρώπου, γράφει) δείχνουν… ευρύτητα πνεύματος που αφθονούσε στον ελληνικό στρατό. Αλλού πάλι παρουσιάζεται ενημερωμένος για τα κείμενα των δημοτικιστών και κερδίζει κάποιους πόντους επισημαίνοντας τα κενά της γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ή δείχνει εξοικειωμένος με την ορολογία της γλωσσολογίας (π.χ. μιλάει για «τέρματα»), αλλά και με την εσωτερική ζωή της φιλοσοφικής Αθηνών.

Λογουχάρη, στις σελίδες 76-77 επικρίνει «σημερινή (22.11.72)» ανακοίνωση φοιτητριών (sic) υποψηφίων για το ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών Φιλοσοφικής Αθηνών, επειδή χρησιμοποίησαν τον τύπο «πληρώνεται η προϋπόθεση». Όχι μόνο έχει δίκιο σε όσα γράφει επί του γλωσσικού (δηλ. ότι το οργανούται μπορεί να αντικατασταθεί από το οργανώνεται, όχι όμως το πληρούται από το πληρώνεται διότι αυτό έχει άλλη σημασία στη γλώσσα του λαού), αλλά και το όλο στιλ μου φαίνεται δύσκολο να μην έχει γραφτεί από άνθρωπο που ζει μέσα στο πανεπιστήμιο. Επειδή είναι πολύ μεγάλο παραθέτω μόνο το τέλος: Και ο μεν λαός πιθανόν ν’ αγανακτήση δια τον δύστροπον εργοδότην ο οποίος κατακρατεί τους μισθούς της «προϋπόθεσης» και δεν την πληρώνει, αλλ’ οι γραμματισμένοι γονείς θ’ αγανακτήσουν δια τας αυριανάς καθηγητρίας εις τας οποίας θα παραδώσουν τα τέκνα των διά να μάθουν γράμματα. Διότι, όπως φαίνεται από την ανακοίνωσίν των, «δεν πληρώνουν τα προσόντα».

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν αποκλείεται κάποιος στρατιωτικός με φιλολογική έφεση να έχει στη βιβλιοθήκη του τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, δύσκολα θα πιστεύαμε ότι αποδελτιώνει και τις ομιλίες των δημοτικιστών καθηγητών πανεπιστημίου, όπως κάνει ο συγγραφέας του βιβλίου (και παραθέτει αποσπάσματα των οποίων στη συνέχεια καταδεικνύει τις υποτιθέμενες αδυναμίες ή τις όποιες αντιφάσεις). Οπότε, το συμπέρασμά μου είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα το έργο έχει γραφτεί από περισσότερους του ενός συγγραφείς, ένας από τους οποίους πρέπει να ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εναλλακτικά, ότι το έγραψε ένας συγγραφέας (της Φιλοσοφικής) και μετά το πήρε ένας φιλολογών καραβανάς και πρόσθεσε τα δικά του (τα σημεία εξαιρετικής βλακείας και φτηνού χιούμορ, που ξεχωρίζουν).

Σε κάθε περίπτωση, εγώ αυτά είχα να πω για το μυθικό αυτό βιβλίο και να βγάλω από πάνω μου την υποχρέωση προς τον φίλο μου. Θα σας παρακαλούσα στη συζήτηση να μην κατονομάσετε τον λαμπρό καθηγητή που φωτογραφίζει στο άρθρο του ο κ. Κασιμάτης, διότι δεν ξέρουμε αν αυτός έγραψε το χουντοβιβλίο. Σε εσχάτη ανάγκη, βάλτε το πρώτο γράμμα του επωνύμου του μόνο.

Ενημέρωση: Όπως προέκυψε από τη συζήτηση, το πόνημα αυτό είχε γνωρίσει τρεις εκδόσεις. Δύο το 1972, και την τρίτη που έχω εγώ και παρουσίασα. Την πρώτη έκδοση του 1972 μπορείτε να την κατεβάσετε από τη διεύθυνση που δίνεται στο σχόλιο αρ. 20. Η δεύτερη έκδοση, που ήταν «επηυξημένη και βελτιωμένη» έχει το εξής εξώφυλλο που μου έστειλε ο Γιάννης Χάρης:

Σε σχέση με την πρώτη έκδοση (που μπορείτε να κατεβάσετε), η τρίτη έχει προσθέσει αρκετό υλικό, ακόμα και ολόκληρες ενότητες, ιδίως στον έλεγχο της γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Όμως, όλο το κείμενο είναι ξαναδουλεμένο, και γενικά οι προσθήκες-βελτιώσεις δείχνουν να έχουν γίνει από χέρι φιλολόγου (και όχι καραβανά), και μάλιστα πανεπιστημιακού από την Αθήνα (π.χ. τα παραθέματα από ανακοινώσεις του συλλόγου φοιτητών).

Δεν έχω δει το κείμενο της δεύτερης έκδοσης, οπότε δεν ξέρω αν οι αλλαγές της τρίτης είχαν γίνει όλες ήδη από τη δεύτερη έκδοση ή αν υπήρξαν δύο φάσεις «επαύξησης» και «βελτίωσης» του κειμένου.

 https://sarantakos.wordpress.com/2009/12/14/xountaglos/

http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2015/11/Bodila-24grammata.com_.pdf

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-74.pptx

http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_b1/b_1_thema.htm

 

Η γλώσσα στη μεταπολίτευση. Του Νίκου Σαραντάκου

14:42 | 07 Οκτ. 2013

Ίσως σε καμιάν άλλη έκφανση της ζωής να μην είναι τόσο απότομη η μετάβαση από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση όσο στη γλώσσα. Πράγματι, η δικτατορία, με το να υιοθετήσει τόσο φανατικά την καθαρεύουσα, ως στοιχείο του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και ως «εθνική γλώσσα», δεν κατάφερε παρά να την απαξιώσει και να τη στιγματίσει εσαεί.

 

Όχι τυχαία, Εθνική γλώσσα ονομαζόταν και ένα βιβλιαράκι-λίβελλος κατά της δημοτικής, που γνώρισε τρεις εκδόσεις (τις δύο πρώτες από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το 1972, και την τρίτη, επαυξημένη, από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού το 1973) και διανεμήθηκε σε όλα τα σχολεία. Η ταυτότητα του συγγραφέα του ανώνυμου αυτού πονήματος παραμένει (δευτερεύον) μυστήριο. Πολλοί θεωρούσαν συγγραφέα του τον πραξικοπηματία Οδυσσέα Αγγελή[1], τον οποίο οι συνάδελφοί του πραξικοπηματίες αποκαλούσαν ειρωνικά «ακαδημαϊκό» εξαιτίας των φιλολογικών του τάσεων. Σύμφωνα με τον Πίτερ Μάκριτζ, συγγραφέας ή εμπνευστής του ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Παν. Αθηνών Γεώργιος Κουρμούλης[2], ενώ σε κατά καιρούς δημοσιεύματα[3] αναφέρεται ως συγγραφέας του ο Γ. Μπαμπινιώτης, που διαδέχτηκε τον Κουρμούλη. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιθανό[4] το βιβλίο να έχει γραφτεί από δύο ή περισσότερους συγγραφείς, π.χ. έναν στρατιωτικό και έναν πανεπιστημιακό της Φιλοσοφικής Αθηνών.

brad74
Μόλις έπεσε η δικτατορία, η “κυβέρνησις” έγινε “κυβέρνησι”
 
Η δικτατορία λοιπόν απαξίωσε την καθαρεύουσα, μεταξύ άλλων και με την κωμική χρήση της από τους ίδιους τους πρωτοδικτάτορες κι έτσι, εύλογα, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως οι εφημερίδες, άρχισαν να προσπαθούν να χρησιμοποιούν δημοτική ή τουλάχιστον να αποφεύγουν τους πιο «χαρακτηρισμένους» τύπους της καθαρεύουσας· μια από τις πιο χτυπητές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο γλωσσικές μορφές ήταν τα τριτόκλιτα θηλυκά· επί δικτατορίας, ήταν υποχρεωτικοί οι καθαρεύοντες τύποι (η κυβέρνησις, της κυβερνήσεως). Μετά την πτώση της δικτατορίας, είναι πολύ χαρακτηριστικός ο πηχυαίος τίτλος της αντιδικτατορικής αλλά συντηρητικής Βραδυνής όταν επανεκδόθηκε στις 24.7.74: Κυβέρνησι Καραμανλή· υιοθετήθηκε δηλαδή μια μεσοβέζικη λύση ανάμεσα στον καθαρεύοντα τύπο («η κυβέρνησις») που ήταν ο καθιερωμένος επί δικτατορίας, και στον δημοτικό τύπο («η κυβέρνηση»)· ωστόσο, τις αμέσως επόμενες μέρες η Βραδυνή άρχισε να χρησιμοποιεί τον δημοτικό τύπο σε λιγότερο χαρακτηρισμένα ουσιαστικά (π.χ. «Συνάντηση Καραμανλή-Ετσεβίτ στις 29.7.74), ενώ ο τύπος «κυβέρνηση» εμφανίζεται πρωτοσέλιδος στις 3 Αυγούστου.

Για την εποχή εκείνη, θυμάται ο Βασίλης Αγγελικόπουλος (Καθημερινή 6.7.2003): «Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με πρωτοβουλία Γεωργίου Pάλλη, και η διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη της ΕΡΤ» ανέθεσαν στον Νάσο Δετζώρτζη, ως επικεφαλής επιτελείου «ανασυντακτών», να «μεταγράφει στην καθομιλουμένη τα δελτία ειδήσεων, γιατί οι συντάκτες είχαν συνηθίσει να γράφουν σε παπαδοπούλειο γλώσσα».

Από το Σύνταγμα του 1975 απουσιάζει το άρθρο που κατοχύρωνε την καθαρεύουσα ως «επίσημη γλώσσα του κράτους». Στις 5 Ιανουαρίου 1976 ο Γεώργιος Ράλλης αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας και δρομολογεί τις «μεγάλες συσκέψεις» του Ιανουαρίου 1976, με συμμετοχή και του πρωθυπουργού, στις οποίες αποφασίζεται η καθιέρωση της δημοτικής «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η απόφαση ανακοινώνεται στις 28 Ιανουαρίου 1976 και γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον Τύπο[5].

Όταν συζητήθηκε στη Βουλή ο νόμος 309/1976, ο οποίος υλοποίησε τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται η μεταρρύθμιση του 1976, ο αρμόδιος υπουργός Γ. Ράλλης ανακοίνωσε επίσημα: «Πράγματι και η δημοτική και η καθαρεύουσα, είναι γνήσια τέκνα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, με μία διαφο­ρά: Ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της»[6]. Η αντιπολίτευση εστιάστηκε στην ανάγκη να καθιερωθεί και το μονοτονικό σύστημα, καταθέτοντας σχετικές τροπολογίες. Πολλοί βουλευτές της συμπολίτευσης (π.χ. Βάσος Βασιλείου, Αθ. Μίχας. Ιω. Φικιώρης κτλ.) τάχθηκαν ένθερμα υπέρ του μονοτονικού, αλλά ο Γ. Ράλλης υποστήριξε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες. Τόνισε ότι η νέα Γραμματική κατάργησε τη βαρεία και ότι δόθηκε κατεύθυνση προς τους διδάσκοντες να μην είναι αυστηροί με τα λάθη στα πνεύματα· τελείωσε λέγοντας ότι η δασεία και η περισπωμένη μπορούσαν να καταργηθούν χωρίς να χρειαστεί νόμος. Τελικά οι τροπολογίες της αντιπολίτευσης απορρίφθηκαν.

Ακολούθησε η κυκλοφορία της ιστορικής εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση από τον Γ. Ράλλη (που διατηρούσε προσωρινά και το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως παράλληλα με το Υπουργείο Παιδείας). Η εγκύκλιος αυτή, που καθιέρωνε τη δημοτική στη δημόσια διοίκηση από τις 1.2.1977 και έδινε οδηγίες στους συντάκτες κειμένων, επαινέθηκε από τους δημοτικιστές, που πάντως επισήμαναν τον συντηρητισμό της (π.χ. δεν συνιστούσε τον τύπο «της κυβέρνησης», που τον χαρακτήριζε «υπερδημοτικό», ενώ ανεχόταν για ένα διάστημα τύπους όπως «οι μαθηταί-τους μαθητάς»)[7]. Την ίδια περίοδο, γλωσσικά συντηρητικοί γλωσσολόγοι επιχειρούν να αναζητήσουν μια σύνθεση «πέρα της δημοτικής και της καθαρευούσης»[8], η οποία κατά τους δημοτικιστές είναι ουσιαστικά επαναφορά της καθαρεύουσας.

Όσο για το τονικό σύστημα, συνεχώς πληθαίνουν οι φωνές υπέρ του μονοτονικού. Το 1977 το ΚΕΜΕ του Υπουργείου Παιδείας εισηγείται στην κυβέρνηση την καθιέρωση του μονοτονικού, κάτι που αποτελεί και αίτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Το καλοκαίρι του 1979 το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση νόμου για την καθιέρωση του μονοτονικού. Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, αν και, όπως δήλωσε ο αρμόδιος υφυπουργός, ο Βασ. Κοντογιαννόπουλος, η κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη με το μονοτονικό σύστημα, πρέπει όμως πρώτα να επιλυθούν άλλα ζητήματα της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ο βουλευτής κ. Καραϊσκάκης, ζήτησε μεν την απόρριψη της πρότασης νόμου χαρακτηρίζοντας το νομοσχέδιο «ατελές», ωστόσο στην ομιλία του τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης του μονοτονικού στην εκπαίδευση και ζήτησε από τον αρμόδιο υπουργό να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο που να ρυθμίζει το θέμα.[9] Ίσως η στάση αυτή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να αποτελούσε κωλυσιεργία ή εύσχημο τρόπο απόρριψης, πάντως το 1979 το σύνολο του πολιτικού κόσμου συμφωνούσε ρητά στην ανάγκη να καθιερωθεί μονοτονικό σύστημα. Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος (ουσιαστικά από τις αρχές του 1980) σε συνδυασμό με την όξυνση των αντιπαραθέσεων δημιούργησαν κλίμα που δεν ήταν πρόσφορο για να συζητηθεί ξανά η τονική μεταρρύθμιση πριν από τις εκλογές του 1981.

Εικ1 Νέα160379 τονισμός κουκίδας
Το “σύστημα κουκίδας” (Νέα 16.3.1979)
 
Στην πράξη όμως, μορφές μονοτονικού εφαρμόστηκαν σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας πολύ πριν καθιερωθεί επίσημα το νέο τονικό σύστημα τον Ιανουάριο του 1982. Αναφέρομαι σε «μορφές μονοτονικού», επειδή το κάθε έντυπο ακολουθούσε δική του γραμμή. Μια μορφή ήταν το λεγόμενο «σύστημα κουκίδας», το οποίο αντικαθιστούσε όλα τα τονικά σημάδια (τόνους και πνεύματα) του πολυτονικού με μια τριγωνική κουκίδα. Το σύστημα αυτό δίκαια επικρίθηκε από τον Εμμανουήλ Κριαρά και πολλούς άλλους, επειδή φόρτωνε τις λέξεις με δύο (ή και τρεις) κουκίδες, από τις οποίες η μία μόνο ήταν τονική και οι άλλες παραπλανητικές. Μια άλλη διαδεδομένη μορφή μονοτονικού, την οποία ο Εμμ. Κριαράς χαρακτήρισε «συντηρητικό μονοτονικό» (βλ. εικόνα 2), ήταν όμοια με το σημερινό μονοτονικό, με τη διαφορά ότι τόνιζε και τις μονοσύλλαβες λέξεις. Η χρήση του μονοτονικού επηρεάστηκε και από τις τεχνικές δυνατότητες της κάθε εφημερίδας. Πολλές εφημερίδες, για τεχνικούς λόγους, ακολουθούσαν άλλο σύστημα τονισμού στους τίτλους των άρθρων και άλλο στα κείμενα των άρθρων.

Εικ2 Καθημερινή 151178 Τήλεφος με συντηρητικό μονοτονικό
Το “συντηρητικό μονοτονικό” (Καθημερινή 15.11.1978)
 
Η πρωτοπορία ως προς τη χρήση του μονοτονικού ανήκει στη Μακεδονία, την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη από τις 23.2.1964, μια εβδομάδα μετά τη νίκη Παπανδρέου στις εκλογές, άρχισε να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» μόνο σε έναν ή δύο τίτλους. Συνέχισε και μετά το πραξικόπημα της 21.4.67, σε μερικούς τίτλους της πρώτης σελίδας και στο κείμενο άρθρων στις μέσα σελίδες. Το ίδιο ακολουθούσε και η ομογάλακτη Θεσσαλονίκη, επίσης του συγκροτήματος Βελλίδη.

Από τα αθηναϊκά έντυπα, η Ελευθεροτυπία αρχίζει να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» από τον Ιανουάριο του 1978 στο κείμενο των άρθρων ενώ οι τίτλοι παραμένουν σε πολυτονικό. Από τον Ιούνιο του 1978 εφαρμόζει «συντηρητικό μονοτονικό» στο κείμενο, ενώ από τον Οκτώβριο του 1978 γράφονται έτσι και οι τίτλοι.

Την ίδια εποχή (1978) υιοθετεί το «σύστημα κουκίδας» ο Ταχυδρόμος, το περιοδικό του ΔΟΛ. Τα Νέα και τοΒήμα, οι καθημερινές εφημερίδες του συγκροτήματος, θα περάσουν σε «σύστημα κουκίδας» από τα τέλη Ιανουαρίου 1979 για το κείμενο των άρθρων και από τον Μάρτιο του 1979 για το σύνολο της εφημερίδας.

Η Καθημερινή κάνει την αρχή τυπώνοντας σε συντηρητικό μονοτονικό το χρονογράφημα της Ελένης Βλάχου στις 7.9.1978. Το πείραμα επαναλαμβάνεται στις 10.9.1978, όπου η συντάκτρια δηλώνει ότι «η ώρα αυτής της τόσο σημαντικής απλοποιήσεως … έχει πλέον φθάσει». Σταδιακά, όλο και περισσότερες στήλες της εφημερίδας γράφονται με μονοτονικό, αν και οι τίτλοι παραμένουν πολυτονικοί. Αντίστροφα, η Απογευματινή εφαρμόζει μονοτονικό στους τίτλους (από τον Οκτώβριο του 1979), ενώ διατηρεί το πολυτονικό στο κείμενο των άρθρων. Η πολυτυπία αυτή οδηγεί την Καθημερινή (στις 7.4.1979) στη διαπίστωση ότι τώρα πια που εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και άλλα έντυπα τυπώνονται με το μονοτονικό σύστημα, οφείλουν οι αρμόδιοι να προπορευτούν και να δώσουν ένα δοκιμασμένο πρότυπο στον κόσμο που εφαρμόζει ή θα ήθελε να εφαρμόσει την τονική μεταρρύθμιση. Ταυτόχρονα, έντονος ήταν ο διάλογος στις εφημερίδες και στα ειδικά έντυπα μεταξύ των οπαδών του μονοτονικού σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος (ποιες μονοσύλλαβες λέξεις θα τονίζονται, αν θα μπαίνει τόνος στη λήγουσα, αν θα υπάρχει ενωτικό στα εγκλιτικά κτλ.)

Τα έντυπα της Αριστεράς δεν εφάρμοσαν καμιά μορφή μονοτονικού πριν από την επίσημη καθιέρωσή του. Και αν ο Ριζοσπάστης, έχοντας περισσότερες τεχνικές δυνατότητες, υιοθέτησε σχετικά γρήγορα (από τις 6 Ιουνίου 1982) το επίσημο πλέον αμιγές μονοτονικό, στην Αυγή το πολυτονικό διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα. Αρχικά έγιναν μονοτονικοί μόνο οι τίτλοι, ενώ το πρώτο αμιγώς μονοτονικό φύλλο της Αυγής δεν εμφανίστηκε παρά στις 29 Ιανουαρίου 1984, δυο χρόνια μετά την ψήφιση του μονοτονικού από τη Βουλή.


[1]
 Έτσι π.χ. κατέθεσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος στη δίκη των πραξικοπηματιών το 1975.

[2] Peter Mackridge (2010) Language and National Identity in Greece. 1766-1976

[3] Π.χ. Στέφανος Κασιμάτης, Καθημερινή 24.7.2009.

[4] «Όταν η χούντα γλωσσολογεί», http://sarantakos.wordpress.com/2009/12/14/xountaglos/

[5] Χαραλάμπους, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) «Η προσχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη «γλώσσα των καπεταναίων και των συνοδοιπόρων των»: όροι και όρια», στο:1976-2011: 35 χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

[6] Εκτενή αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων εκείνων υπάρχουν στο βιβλίο του Γ. Λαμψίδη Οι περιπέτειες της δημοτικής (1993). Βλ. και Νίκος Σαραντάκος Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 251-259.

[7] Αναλυτική κριτική στο άρθρο του Εμμ. Κριαρά «Με το καλό: Η δημοτική και στα δημόσια έγγραφα» (1977), στο Εμμ. Κριαράς Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή (Εστία 1979).

[8] Τίτλος σειράς άρθρων του Γ. Μπαμπινιώτη στην Καθημερινή (12, 13 και 16.3.1976).

[9] Βλ. και Ν. Σαραντάκος, Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 260-266.

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 15ο τεύχος του περιοδικού Αρχειοτάξιο


Katharevousa Episode 1: Dirty Language

Elements of oral greek before Korais, Turkish, Venetian, Slavic words in greek context, examples.
What does Korais consider as "dirty"?

Chaotic is the character of the language spoken by the Greeks during the Ottoman occupation.
In a comedy written with a great sense of the linguistic output of the local,
the writer Demetrios Byzantios, depicts the oral mode of modern greeks of his time.
Of this kind is the language the archaists wanted to cleanup, and most probably the language that
the father of Korais used to communicate with everyday people of his birthplace as a merchant in Smyrna.
The play is set in Nafplion, the first capital of the Greek State after the Revolution.

In Nafplion all tribes of Greeks gathered, making it a multicolored capital.

 

Introduction by the author, in comprehensible Katharevousa. The argument put here is that the greek language is "corrupt".
A certainly funny but also sorrowful incident is this to D. Byzantios. For this "corruption to which the greek language has befallen/ lapsed into has been happening exceptionally ever since the Greek nation was enslaved to the Ottomans".
What is more than obvious is that the writer connects the "fall" of the greek language to the Ottoman occupation of Greece (not to time passing or anything else) and to the "mixing of Turkish, Albanian and corrupted words".
And Greeks from all these different regions, Chios, Crete, Albania, Eptanisa, would find it "impossible to understand one another without a translator". This argument makes some sense in terms of comedy and theatre, which is the goal of the writer.
But who would be this hypothetical "translator"? How would all these different dialects greek speakers communicate?
Did they communicate or was it impossible?
Some linguists* History of the Greek Language, ELIA, Mackridge
have argued that the modern greek spoken today had an impossible to-track-down predecessor, the Koine used in commerce my merchants, a simplified greek that avoided the phonetic varieties to which we come across in this play.
Of course this play is made up from what Byzantios, the writer, caught in his daily intercourse with local greeks from different places. He can exaggerate on certain phenomena, for the shake of humor. Here, we will try to translate the play into a rather average modern greek and then to english.
An interesting point made by the author in the introduction is that he does not want to "mock" (εμπαίζω) the speakers of the varieties and dialects that he writes down, but to "educate and to propagate the PAIDEIA!"
He disagrees also with the "Archaists", even though he does not name them. He writes "so that I am not understood as desiring the Old greek to be spoken in the pedantic/bookish manner, as some of our scholars are accustomed to, so that it is absolutely incomprehensible, I have interpolated/ inserted on stage the Pedantic Scholar, in order to prove of how much insipidity the manner of the scholastic dialectic is a consul, when spoken in the middle of colloquial speakers, and even more when people that do not have the light of PAIDEIA are encountering one another, for when misunderstood by these people (this language) produces laughter".

 

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ

Η

Η ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

ΚΩΜΩΔΙΑ

ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ

 

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΑΣ.

Εἶναι μὲν ἀστεῖον, ἀλλὰ καὶ λυπηρὸν ἐξ ἐναντίας τὸ νὰ βλέπῃ τὶς εἰς μίαν συναστροφὴν διαφόρων Ἑλλήνων, οἷον· Χίων, Κρητῶν, Ἀλβανῶν, Βυζαντίων, Ἀνατολιτῶν, Ἑπτανησίων, καὶ λοιπῶν, ὡς ἐκ τῆς διαφθορᾶς, εἰς ἣν ὑπέπεσεν ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπὸ ἀρχαιοτέρας ἐποχὰς, ἐξαιρέτως δὲ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς καθ' ἥν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ὑπεδουλώθη ὑπὸ τὴν Ὀθωμανικὴν Δυναστείαν, ἄλλον μὲν νὰ μιγνύῃ λέξεις Τουρκικὰς, ἄλλον Ἰταλικὰς, ἄλλον δὲ Ἀλβανικὰς, καὶ ἄλλον διεφθαρμένας.[1] Καὶ εἰς τὴν αὐτὴν συναναστροφὴν ὅλοι Ἕλληνες ὄντες, νὰ μὴ δύνανται νὰ ἐννοῶσιν ὁ εἷς τὸν ἄλλον χωρὶς τῆς ἀνάγκης μεταφράσεως, ἢ ἐξηγήσεως τῶν προφερομένων ἆφ' ἕνα ἕκαστον λέξεων, ὥστε ἡ συναναστροφὴ ἐκείνη νὰ καταντᾷ Βαβυλωνία[2].

Τὴν λυπηρὰν αὐτὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξετραχηλίσθη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὴ θελήσας νὰ ἐκτραγωδήσω, ἐθέμην σκοπὸν νὰ κωμῳδήσω, ὥστε διὰ τῆς ἀστειότητος μᾶλλον νὰ καταρτισθῶσιν οἱ κακῶς προφέροντες τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν, καὶ νὰ προτραπῶσιν εἰς τὴν κατὰ τόπους σύστασιν σχολείων πρὸς ἐκπαίδευσιν τῆς Νεολαίας των.

Δὲν ἀποβλέπω πρὸς ἐμπαιγμὸν τῶν εἰς τὴν σκηνὴν παρουσιαζομένων προσώπων, ἀλλ' ὡς εἶπον, πρὸς καταρτισμὸν, καὶ τὴν διὰ τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας προτροπήν[3].

Διὰ νὰ μὴ ὑποληφθῶ δὲ ὡς ἐπιθυμῶν νὰ ὁμιλῆται ἡ παλιὰ Ἑλληνικὴ μὲ τὸν Σχολαστικὸν τρόπον (ὡς συνειθίζουν τινὲς τῶν λογίων μας), ὥστε νὰ μὴ ἐννοῆται τελείως, ἕνεκα τούτου παρεισῆξα εἰς τὴν σκηνὴν καὶ τὸν Σχολαστικὸν Λογιώτατον, διὰ νὰ ἀποδείξω πόσης ἀηδείας πρόξενος εἶναι καὶ ὁ τρόπος τῆς Σχολαστικῆς διαλεκτικῆς μεταξὺ τῆς καθομιλουμένης ὁμιλούμενος, πολὺ δὲ μᾶλλον εἰς συναναστροφὰς ἀνθρώπων μὴ ἐχόντων τὰ φῶτα τῆς παιδείας, καθότι ἀπὸ τῶν τοιούτων παρεξηγουμένη ἐπάγει γέλωτα.

Δὲν εἰσῆξα πολλὰ γένη Ἑλλήνων εἰς τὴν σκηνὴν, περιορισθεὶς εἰς μόνα αὐτὰ, μετὰ τῶν ὁποίων συμπεριλαμβάνονται ὅσα μὲν μιγνύουν τὴν Τουρκικὴν, ἰδίως μὲ τὸν Ἀνατολίτην· ὅσα τὴν Ἰταλικὴν καὶ τὰς ἄλλας Εὐρωπαϊκὰς διαλέκτους, μὲ τον Ἑπταννήσιον· ὅσα τὴν Ἀλβανικὴν, μὲ τὸν Ἀλβανὸν· καὶ ὅσα τὰς διεφθαρμένας ἄλλας λέξεις, μὲ τοὺς λοιποὺς, (καθότι εἰς πολλὰ μέρη τῆς Τουρκίας πολλῶν ἡ ὁμιλίας δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκείνην τῶν Ἀνατολιτῶν).

Ἡ ἀνάγνωσις τῆς Κωμῳδίας αὐτῆς ἔχει τὴν κομψότητα, ὅταν τὴν προφέρουν μὲ τὸν τρόπον τῶν παρουσιαζομένων εἰς τὴν σκηνὴν προσώπων.

Τὴν Κωμῳδίαν ταύτην ἐξέδωκα τὸ 1836 ἔτος· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶδον ὅτι εὐχαρίστησε τὸ κοινὸν, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν τὴν παρέστησαν εἰς θεατρικὰς παραστάσεις, καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν πρὸς διασκέδασιν, ἐπεχείρησα νὰ ἐκδώσω τὸ δεύτερον ἤδη αὐτὴν, παραλλάξας καὶ μεταθέσας τὰς μὲν σκηνὰς εἰς τὸ εὐκολώτερον διὰ τὰς θεατρικὰς παραστάσεις, προσθαφαιρέσας δὲ καὶ πολλά χάριν ἀστεϊσμοῦ[4], συγγράψας δὲ διὰ στίχων τὴν τετάρτην πρᾶξιν αὐτῆς, ὡς ἐν εἴδει παρεισοδίου πρὸς περισσοτέραν κομψότητα.

Παρακαλῶ τοὺς ἀναγινώσκοντες νὰ μοὶ χορηγήσωσι συγγνώμην (ὄχι κατηγορίαν)[5], διὰ τὰς ἐλλείψεις της, ὑπισχνούμενος νὰ τοὺς εὐχαριστήσω καὶ μὲ ἄλλας ἀκολούθως ἐκδοθησομένας Κωμῳδίας.

Ὁ Συγγραφεὺς
Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ.

 

 Full Text:

http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/6/0/1/metadata-428-0000019.tkl&do=113267_W_UOC.pdf&lang=en&pageno=1&pagestart=1&width=728&height=516&maxpage=49

 

 

Sample:

 

In this scene, a literary man tries to communicate with the locals. It appears quite impossible.

 

ΣΚΗΝΗ Γ ΄.

Χῖος, Κρὴς, Ἀλβανὸς, Λογιώτατος, Κύπριος, (εἰσέρχονται ὅλοι ὁμοῦ).

Χῖος. Καλὲ σεῖς, μάθετεν τὰ μαντάτα; ἤκαψαν τὴν ἁρμάδα τοῦ Μπραήμη στὸ Νιόκαστρο…

Ἀνατ. Ποιὸς ἔκαψε; ἀλήτεια;

Χῖος. Κι' ἔ γλέπετεν τὰ τζαγκιά μου[16] π' οὖν' ὅλο λάσπες π' οὔτρεχα νὰ μάθω; ἔ σᾶς χορατεύγω, νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου.

Πελ. Ναίσκε, τὰ σωστὰ λέγει· ἔτζι εἶναι - νὰ, τὸ γράφει καὶ στὴν ἐφημερίς.

Λογ. (λαμβάνων τὴν ἐφημερίδα εἰς χεῖρας) νέαι τινες ἀγγελίαι γεγράφανται;

Πελ. Νέαι, καὶ νέαι - πάγει ὁ μπραήμης πίσων τὸν Ἥλιο.

Λογ. Πῶς δὲ; ἠλευθέρωται Ἑλλὰς;

Ἀνατ. Ἰστὲ, Μόσκοβο, φραντζέζο, ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ πασσᾶ, βέσσελαμ[17] ντὲ ντιαβάζεις φημερίδα; ἐσὺ εἶσαι Λογιώτατο.

Λογ. Οἱ στόλοι τῶν δυνάμεων;

Ἀνατ. Τὶ λὲς, ἄδαμ; κύριε τῶν δυνάμεω; σαρακοστὴ ἀκόμα ντὲν ἦρτε.

Ἀλβ. Πρὰ, τί χαμπέρι ὀρέ;

Ἀνατ. Καινούρια χαβαντήσια.

Ἀλβ. Πλιάτζκα[18] ὀρέ;

Ἀνατ. Πλάτζκα μάτζκα ντὲν εἶναι· μόσκοβο ἄδαμ, Φραντζέζο, Ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ Πασσᾶ - ἄκουσες τώρα;

Ἀλβ. Πρὰ, ποῦ ὀρὲ νὰ τὸ κάψῃς τὸ καράβγιες; στὸ κότρο;

Ἂνατ. Τί τὰ πῆ κότρο;

Χῖος. Στὴν Κόρθο ἄματις θὲ νὰ πῆ - ὄσκαι, στὸ Νιόκαστρο.

Κρὴς Ἔμαθά το δὰ κι' ἐγὼ ποῦρι δεδίμ.

Χῖος. Ἐμάθετέν το κι' ἐσεῖς; (πρὸς τοὺς ἄλλους) γλέπετεν; ἔ σᾶς ἤλεγα γὼ, κι' ἔ μοῦ πιστεύγατεν; τώρη πλιὰ πρέπει νὰ ξεφαντώσουμε.

Πελ. Τώρα ναὶ, χρειάζεται νὰ κάμουμε ἕνα καλὸ γλέντι.

Ἀνατ. Τὶ; τζουμποῦσι;[19] ἄϊδε ντέ!! ἄμμα νὰ κάτζουμε οὕλοι σ' ἕνα σουφρά.

Χῖος. Ναίσκε, ὅλοι νὰ κάμουμεν μιὰν παρέγεια μὲ τὸ ῥεφενέ[20] μας.

Λογ. Καὶ δὴ εὐθυμητέον τήμερον, καὶ πανηγυριστέον τὴν τῆς Ἑλλάδος παλιγγενεσίαν - κἀγὼ μεθ' ὑμῶν.

Ἀνατ. Κάτεσαι κι' ἐσὺ μαζῆ μας σουφρὰ[21], λογιώτατε;

Λογ. Ἔγωγε.

Ἀνατ. Τζάνουμ, λογιώτατε, μπαμπᾶ[22] σου γλῶσσα γιὰ τὶ ντὲ μιλᾷς;

Λογ. Τὴν τῶν προγόνων διαλέγεσθαι χρή.

Ἀνατ. Ἐγὼ χρὴ, μὴ, γόνω, μόνω, ντὲ ξέρω· γιατὶ ντὲ μιλᾶς ῥωμαῖκα, ἔριφ;[23]

Λογ. Ταύτην γὰρ καὶ μεμάθηκα.

Ἀνατ. Ὥρσε κι' ἄλλο!!! ἐγὼ λέω, γιατὶ ντὲ μιλᾷς ῥωμαῖκα, ἐκεῖνο μὲ λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα - ἄν μπορῇς κατάλαβε πγιὰ.

Χῖος. Καλὲ, ἴντα θὰ κάμουμεν τώρη; ἔν καθούμεστεν πλιά;

Ἀλβ. Πῶ, νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι[24] μαζῆ, ὀρέ.

Ἀνατ. Ναὶ, οὕλοι σ' ἕνα σουφρᾶ νὰ κάτζουμε τζάνουμ.

Ἀλβ. Χὰ, χὰ καλὸ εἶναι ἔτζι, ὀρέ.

Κύπ. Σὰ θὰ κάτζουσιν ὅλοι τοῦτοι νὰ φᾶσιν, τρώω κι' ἐώ.

Χῖος. Νὰ διαβάσουμεν τώρη τὴ λίστα, νὰ δγιοῦμεν ἴντα φαγιὰ μᾶς ἔχει. - Λογιώτατε, διαβάστεν τη ἐσεῖς τὴ λίστα· (τῷ δίδει τὸν κατάλογον).

Λογ. (ἀναγινώσκει) σοῦπαν ἀπὸ κολοκύνθια, βραστὸν βούδινον, ἐντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, - (ἀφίνει τὸν κατάλογον) ταῦτα Τουρκιστὶ ἐγεγράφατο, ἅπερ δὴ καὶ ἰλιγγιᾶ με ἀναγινώσκοντα. (πρὸς τὸν Κύπριον) ἀνάγνωθι οὖν σὺ, Κύπριε·

Κύπρ. (ἀναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμμὶν, κρασσὶν, τυρὶν, ψάριν ψηττὸ, ψάριν βραστὸ, φροῦττα, καὶ ποκλαβάτην.

Ἀνατ. Ἄδαμ; μπακλαβᾶ πές το μπρὲ; - (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) ἀμὲ ντικό μου παστουρμᾶ;

Ξεν. Ὅτοιμος εἶναι νὰ σᾶς χαρῶ.

Ἀλβ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) Πρὰ, ὀρὲ Λοκάντα… πῶ, ἐσὺ, ὀρὲ, Λοκάντα! πρετζέσι ὀρὲ, δὲν ἔχει;

Ξεν. Ἴντ' ἆν' αὐτὸ τὸ πρετζέσι;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ πέρνῃς ἐσὺ ὀρὲ σικότι, νὰ τὸ βάνῃς ς' τὸ κιομλέκι[25], νὰ τὸ ῥίχνης καὶ πολὺ πολὺ σκορδάρι, πρὰ νὰ τὸ τρίβῃς μέσα καὶ ψύχα ψύχα κουραμάνα[26], νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι.

Ξεν. Θέτεν το ἄματις νὰ σᾶς τὸ φτιάξω;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ ζήσῃς ὀρέ. - χὰ, χὰ, νὰ τὸ φκιάνης, πῶ κι' ἐγὼ νὰ τὸ πλερώνῃς οὕλο βενετίκαις.

Ξεν. Ὀχονοῦς[27] σᾶς τὸ φτιάνω. (καθ' ἑαυτὸν) οὔργιος[28] εἶν' καὶ τοῦτος στὴν πίστι μου.

Λογ. Ἆξον δὴ κᾀμοὶ πλακοῦντα, τὸν καὶ μάκαρες ποθέουσιν.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) μισὲ Μπαστιὰ, μισὲ Μπαστιὰ - ἔλα - ἔλα - Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

Λογ. οὐχὶ, ἀλλὰ πλακοῦντα καὶ δὴ εἴρηκα τὸν καὶ μάκαρες…

Ἀνατ. Ἰστὲ μακαρόνια γιὰ, ἐσὺ καμήλα εἶσαι νὰ φᾶς χαμοῦρι[29] ἄδαμ, ντὲν τρῶς ντολμᾶ σὰν τὸ γρότο μου, κιοφτὲ σὰν τὸ παποῦτζι μου, μόνε μακαρόνια ὕρεψες;

Λογ. Οὐκ ἔγνωκας.

Ἀνατ. Ἔγνωκας, μέγνωκας, ντὲν ἔχει ἀρτὶκ· ἐσὺ καλὸ φαῒ ποιὸ εἶναι δὲν ἰξέρεις, (πρὸς τὸν Ξενοδόχον), μισὲ, (καθ' ἑαυτὸν) ἀλλάχ τζιζά βερσὶν[30] οὗλο ἰξεχνῶ ὄνομά του - ἆ - Μπαστιὰ - ηὗρα - μισὲ Μπαστιά, τζιμποῦκι ντὲν ἔχει ἐντῶ πέρα;

Ξεν. Ἔχω, νὰ σᾶς χαρῶ - ὁρίστε- (τῷ δίδει)

Λογ. Ἄγε δή μοι καὶ τριχείας τεταριχευμένους σὺν ὀξυγάρῳ τε καὶ ἐλαίῳ.

Ξεν. Ἴντ' ἄπετεν;

Πελ. Τριχιαῖς γυρεύει νὰ τὸν δέσουνε - μοιάζει μουρλάθηκε ὁ κουρούνης.

Ξεν. Καλ' ἀλήθεια κουζουλαθήκετεν[31] καὶ θέτενε νὰ σᾶς δέσουμεν; κι' ὡς πόσαις ὀργειαῖς τῆς θέτε ν' ἆναι;

Λογ. Οὕμενουν· ἀλλὰ τριχείας καὶ δὴ ἔφην, τοὺς καὶ σαρδέλας βαρβαριστὶ καλουμένους.

Ξεν. Κι' ἔ λέτενε νὰ σᾶς φέρω σαρδέλαις, μόνε λέτεν τριχιαῖς; (καθ' ἑαυτὸν) κι' ἔν εἶν' κουζουλὸς[32] τώρη; νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου γιὰ δέσιμο σᾶς ἔχω, κι' ἔννοια σας.

Λογ. Καὶ δὴ ἄγαγέ μου καὶ σωλῆνα.

Ξεν. Ἔν ἠφέρανε σήμερις σουλῆνες - χάβαρα ἔχουνε - θέτεν τα;

Λογ. Οὐχὶ, ἀλλὰ καπνοσύριγγα…

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) συρίγγα υρεύει λογιώτατο, σφίξι ἔχει.

Λογ. Οὔκ, ἀλλὰ τὸ νικοτιανάγωγον, εἴρηκα, ἀμφὶ τῇ χοάνῃ, καὶ τῇ νικοτιανοπήρᾳ.

Ἀνατ. Σακὶν[33] τζιμποῦκι τέλεις κι' ἐσὺ; ζέρεμ τζιμποῦκι μου πολὺ κυττάζεις.

Λογ. Καὶ μάλα γε, καπνιστέον καὶ γάρ.

Ἀνατ. Ἄϊ μπουταλᾶ[34] ἄι!! καὶ δὲ λὲς τζιμποῦκι, μόνε ἀνακάτωσες οὕλα τὰ πράματα, σουλῆνες, μουλῆνες, συρίγγαις, μυρίγγαις; πολὺ σασκίνη[35] ἄντρωπο εἶσαι, νὰ μὲ συμπατήσῃς.

Κύπρ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) φέρε κι' ἐμένα ἀπ' ἐκεῖνο τὸ πῶς τὸ λέσιν.

Ξεν. Ἴντα λέσιν θέτενε κι' ἐσεῖς πάλι;

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν,

Ξεν. Ἴντ' ἆν τοῦτο τὸ χαλλοῦμιν πάλι; πρώτη βολλά τ' ἀκούγω, νὰ χαρῶ τὸν πάη μου.

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν εἶν' τυρὶν ποῦ τρῶσιν το. (καθ' ἑαυτὸν) πίσσαν ν' ἄχῃς - ἕνα κουφφίνιν εἴχασιν στὸ παζάριν, καὶ πουλλάγασίν το.

Ξεν. Ἒν τὸ ξέρω, κι' ἒν ἔχω, κι' ἒν τ' ἄκουσα ποτές μου. (καθ' ἑαυτὸν) καλὲ τοῦτοι τοῦ διαβόντρου οἱ γυιοὶ νὰ μοῦ τὸν πιπιλήσουνε θένε τὸ νοῦ μου. (ἀναχωρεῖ).

Commentary, in katharevousa greek:

 

16 Ὑποδήματα.

17 Τετέλεσται.

18 Λάφυρα.

19 Διάχυσιν.

20 Ἔρανον.

21 Τράπεζαν.

22 Πατρός.

23 Ἄνθρωπε.

24 Μεγαλοπρέπειαν.

25 Χύτραν.

26 Στρατιωτικὸν ψωμί.

27 Εὐθύς.

28 Ἀνόητος.

29 Ζυμάρι.

30 Κακόν τι νὰ τῷ δώσῃ ὁ Θεός.

31 Τρελλαθήκετε.

32 Τρελλός.

33 Μήπως.

34 Ἀνόητε.

35 Ἠλήθιος.

 

 Full text:

http://anemi.lib.uoc.gr/search/?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=100&keep_number=100&cclterm1=βαβυλωνία&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=term&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&display_help=0&offset=1&search_coll[metadata]=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&store_query=1&show_form=&ioffset=1&export_method=none&display_mode=detail&ioffset=1&offset=2&number=1&keep_number=100&old_offset=1&search_help=detail

Η Βαβυλωνία

Πρόκειται για μια ιστορία Ελλήνων από διαφορετικά μέρη της Ελλάδος οι οποίοι γιορτάζουν τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Το έργο διαδραματίζεται σε ένα πανδοχείο στο Ναύπλιο. Το έργο μεταφέρει, με κωμικό τρόπο, την ασυνεννοησία μεταξύ των χαρακτήρων η οποία δημιουργείται λόγω των τοπικών ιδιωμάτων και γλωσσών του καθενός. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[2] Στην αρχή είχε γραφτεί σε τέσσερις πράξεις αλλά αργότερα ο συγγραφέας πρόσθεσε και μία πέμπτη.[3] Το θεατρικό έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Ναύπλιο το 1836,[4] ενώ το 1970 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Διζικιρίκη.

 

Film: https://www.youtube.com/watch?v=MIjRv26un2s

Staging of the play: Simplified into modern greek.