Katharevousa Episode 1: Dirty Language

May 06, 2016

Elements of oral greek before Korais, Turkish, Venetian, Slavic words in greek context, examples.
What does Korais consider as "dirty"?

Chaotic is the character of the language spoken by the Greeks during the Ottoman occupation.
In a comedy written with a great sense of the linguistic output of the local,
the writer Demetrios Byzantios, depicts the oral mode of modern greeks of his time.
Of this kind is the language the archaists wanted to cleanup, and most probably the language that
the father of Korais used to communicate with everyday people of his birthplace as a merchant in Smyrna.
The play is set in Nafplion, the first capital of the Greek State after the Revolution.

In Nafplion all tribes of Greeks gathered, making it a multicolored capital.

 

Introduction by the author, in comprehensible Katharevousa. The argument put here is that the greek language is "corrupt".
A certainly funny but also sorrowful incident is this to D. Byzantios. For this "corruption to which the greek language has befallen/ lapsed into has been happening exceptionally ever since the Greek nation was enslaved to the Ottomans".
What is more than obvious is that the writer connects the "fall" of the greek language to the Ottoman occupation of Greece (not to time passing or anything else) and to the "mixing of Turkish, Albanian and corrupted words".
And Greeks from all these different regions, Chios, Crete, Albania, Eptanisa, would find it "impossible to understand one another without a translator". This argument makes some sense in terms of comedy and theatre, which is the goal of the writer.
But who would be this hypothetical "translator"? How would all these different dialects greek speakers communicate?
Did they communicate or was it impossible?
Some linguists* History of the Greek Language, ELIA, Mackridge
have argued that the modern greek spoken today had an impossible to-track-down predecessor, the Koine used in commerce my merchants, a simplified greek that avoided the phonetic varieties to which we come across in this play.
Of course this play is made up from what Byzantios, the writer, caught in his daily intercourse with local greeks from different places. He can exaggerate on certain phenomena, for the shake of humor. Here, we will try to translate the play into a rather average modern greek and then to english.
An interesting point made by the author in the introduction is that he does not want to "mock" (εμπαίζω) the speakers of the varieties and dialects that he writes down, but to "educate and to propagate the PAIDEIA!"
He disagrees also with the "Archaists", even though he does not name them. He writes "so that I am not understood as desiring the Old greek to be spoken in the pedantic/bookish manner, as some of our scholars are accustomed to, so that it is absolutely incomprehensible, I have interpolated/ inserted on stage the Pedantic Scholar, in order to prove of how much insipidity the manner of the scholastic dialectic is a consul, when spoken in the middle of colloquial speakers, and even more when people that do not have the light of PAIDEIA are encountering one another, for when misunderstood by these people (this language) produces laughter".

 

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ

Η

Η ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

ΚΩΜΩΔΙΑ

ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ

 

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΑΣ.

Εἶναι μὲν ἀστεῖον, ἀλλὰ καὶ λυπηρὸν ἐξ ἐναντίας τὸ νὰ βλέπῃ τὶς εἰς μίαν συναστροφὴν διαφόρων Ἑλλήνων, οἷον· Χίων, Κρητῶν, Ἀλβανῶν, Βυζαντίων, Ἀνατολιτῶν, Ἑπτανησίων, καὶ λοιπῶν, ὡς ἐκ τῆς διαφθορᾶς, εἰς ἣν ὑπέπεσεν ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπὸ ἀρχαιοτέρας ἐποχὰς, ἐξαιρέτως δὲ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς καθ' ἥν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ὑπεδουλώθη ὑπὸ τὴν Ὀθωμανικὴν Δυναστείαν, ἄλλον μὲν νὰ μιγνύῃ λέξεις Τουρκικὰς, ἄλλον Ἰταλικὰς, ἄλλον δὲ Ἀλβανικὰς, καὶ ἄλλον διεφθαρμένας.[1] Καὶ εἰς τὴν αὐτὴν συναναστροφὴν ὅλοι Ἕλληνες ὄντες, νὰ μὴ δύνανται νὰ ἐννοῶσιν ὁ εἷς τὸν ἄλλον χωρὶς τῆς ἀνάγκης μεταφράσεως, ἢ ἐξηγήσεως τῶν προφερομένων ἆφ' ἕνα ἕκαστον λέξεων, ὥστε ἡ συναναστροφὴ ἐκείνη νὰ καταντᾷ Βαβυλωνία[2].

Τὴν λυπηρὰν αὐτὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξετραχηλίσθη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὴ θελήσας νὰ ἐκτραγωδήσω, ἐθέμην σκοπὸν νὰ κωμῳδήσω, ὥστε διὰ τῆς ἀστειότητος μᾶλλον νὰ καταρτισθῶσιν οἱ κακῶς προφέροντες τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν, καὶ νὰ προτραπῶσιν εἰς τὴν κατὰ τόπους σύστασιν σχολείων πρὸς ἐκπαίδευσιν τῆς Νεολαίας των.

Δὲν ἀποβλέπω πρὸς ἐμπαιγμὸν τῶν εἰς τὴν σκηνὴν παρουσιαζομένων προσώπων, ἀλλ' ὡς εἶπον, πρὸς καταρτισμὸν, καὶ τὴν διὰ τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας προτροπήν[3].

Διὰ νὰ μὴ ὑποληφθῶ δὲ ὡς ἐπιθυμῶν νὰ ὁμιλῆται ἡ παλιὰ Ἑλληνικὴ μὲ τὸν Σχολαστικὸν τρόπον (ὡς συνειθίζουν τινὲς τῶν λογίων μας), ὥστε νὰ μὴ ἐννοῆται τελείως, ἕνεκα τούτου παρεισῆξα εἰς τὴν σκηνὴν καὶ τὸν Σχολαστικὸν Λογιώτατον, διὰ νὰ ἀποδείξω πόσης ἀηδείας πρόξενος εἶναι καὶ ὁ τρόπος τῆς Σχολαστικῆς διαλεκτικῆς μεταξὺ τῆς καθομιλουμένης ὁμιλούμενος, πολὺ δὲ μᾶλλον εἰς συναναστροφὰς ἀνθρώπων μὴ ἐχόντων τὰ φῶτα τῆς παιδείας, καθότι ἀπὸ τῶν τοιούτων παρεξηγουμένη ἐπάγει γέλωτα.

Δὲν εἰσῆξα πολλὰ γένη Ἑλλήνων εἰς τὴν σκηνὴν, περιορισθεὶς εἰς μόνα αὐτὰ, μετὰ τῶν ὁποίων συμπεριλαμβάνονται ὅσα μὲν μιγνύουν τὴν Τουρκικὴν, ἰδίως μὲ τὸν Ἀνατολίτην· ὅσα τὴν Ἰταλικὴν καὶ τὰς ἄλλας Εὐρωπαϊκὰς διαλέκτους, μὲ τον Ἑπταννήσιον· ὅσα τὴν Ἀλβανικὴν, μὲ τὸν Ἀλβανὸν· καὶ ὅσα τὰς διεφθαρμένας ἄλλας λέξεις, μὲ τοὺς λοιποὺς, (καθότι εἰς πολλὰ μέρη τῆς Τουρκίας πολλῶν ἡ ὁμιλίας δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκείνην τῶν Ἀνατολιτῶν).

Ἡ ἀνάγνωσις τῆς Κωμῳδίας αὐτῆς ἔχει τὴν κομψότητα, ὅταν τὴν προφέρουν μὲ τὸν τρόπον τῶν παρουσιαζομένων εἰς τὴν σκηνὴν προσώπων.

Τὴν Κωμῳδίαν ταύτην ἐξέδωκα τὸ 1836 ἔτος· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶδον ὅτι εὐχαρίστησε τὸ κοινὸν, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν τὴν παρέστησαν εἰς θεατρικὰς παραστάσεις, καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν πρὸς διασκέδασιν, ἐπεχείρησα νὰ ἐκδώσω τὸ δεύτερον ἤδη αὐτὴν, παραλλάξας καὶ μεταθέσας τὰς μὲν σκηνὰς εἰς τὸ εὐκολώτερον διὰ τὰς θεατρικὰς παραστάσεις, προσθαφαιρέσας δὲ καὶ πολλά χάριν ἀστεϊσμοῦ[4], συγγράψας δὲ διὰ στίχων τὴν τετάρτην πρᾶξιν αὐτῆς, ὡς ἐν εἴδει παρεισοδίου πρὸς περισσοτέραν κομψότητα.

Παρακαλῶ τοὺς ἀναγινώσκοντες νὰ μοὶ χορηγήσωσι συγγνώμην (ὄχι κατηγορίαν)[5], διὰ τὰς ἐλλείψεις της, ὑπισχνούμενος νὰ τοὺς εὐχαριστήσω καὶ μὲ ἄλλας ἀκολούθως ἐκδοθησομένας Κωμῳδίας.

Ὁ Συγγραφεὺς
Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ.

 

 Full Text:

http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/6/0/1/metadata-428-0000019.tkl&do=113267_W_UOC.pdf&lang=en&pageno=1&pagestart=1&width=728&height=516&maxpage=49

 

 

Sample:

 

In this scene, a literary man tries to communicate with the locals. It appears quite impossible.

 

ΣΚΗΝΗ Γ ΄.

Χῖος, Κρὴς, Ἀλβανὸς, Λογιώτατος, Κύπριος, (εἰσέρχονται ὅλοι ὁμοῦ).

Χῖος. Καλὲ σεῖς, μάθετεν τὰ μαντάτα; ἤκαψαν τὴν ἁρμάδα τοῦ Μπραήμη στὸ Νιόκαστρο…

Ἀνατ. Ποιὸς ἔκαψε; ἀλήτεια;

Χῖος. Κι' ἔ γλέπετεν τὰ τζαγκιά μου[16] π' οὖν' ὅλο λάσπες π' οὔτρεχα νὰ μάθω; ἔ σᾶς χορατεύγω, νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου.

Πελ. Ναίσκε, τὰ σωστὰ λέγει· ἔτζι εἶναι - νὰ, τὸ γράφει καὶ στὴν ἐφημερίς.

Λογ. (λαμβάνων τὴν ἐφημερίδα εἰς χεῖρας) νέαι τινες ἀγγελίαι γεγράφανται;

Πελ. Νέαι, καὶ νέαι - πάγει ὁ μπραήμης πίσων τὸν Ἥλιο.

Λογ. Πῶς δὲ; ἠλευθέρωται Ἑλλὰς;

Ἀνατ. Ἰστὲ, Μόσκοβο, φραντζέζο, ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ πασσᾶ, βέσσελαμ[17] ντὲ ντιαβάζεις φημερίδα; ἐσὺ εἶσαι Λογιώτατο.

Λογ. Οἱ στόλοι τῶν δυνάμεων;

Ἀνατ. Τὶ λὲς, ἄδαμ; κύριε τῶν δυνάμεω; σαρακοστὴ ἀκόμα ντὲν ἦρτε.

Ἀλβ. Πρὰ, τί χαμπέρι ὀρέ;

Ἀνατ. Καινούρια χαβαντήσια.

Ἀλβ. Πλιάτζκα[18] ὀρέ;

Ἀνατ. Πλάτζκα μάτζκα ντὲν εἶναι· μόσκοβο ἄδαμ, Φραντζέζο, Ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ Πασσᾶ - ἄκουσες τώρα;

Ἀλβ. Πρὰ, ποῦ ὀρὲ νὰ τὸ κάψῃς τὸ καράβγιες; στὸ κότρο;

Ἂνατ. Τί τὰ πῆ κότρο;

Χῖος. Στὴν Κόρθο ἄματις θὲ νὰ πῆ - ὄσκαι, στὸ Νιόκαστρο.

Κρὴς Ἔμαθά το δὰ κι' ἐγὼ ποῦρι δεδίμ.

Χῖος. Ἐμάθετέν το κι' ἐσεῖς; (πρὸς τοὺς ἄλλους) γλέπετεν; ἔ σᾶς ἤλεγα γὼ, κι' ἔ μοῦ πιστεύγατεν; τώρη πλιὰ πρέπει νὰ ξεφαντώσουμε.

Πελ. Τώρα ναὶ, χρειάζεται νὰ κάμουμε ἕνα καλὸ γλέντι.

Ἀνατ. Τὶ; τζουμποῦσι;[19] ἄϊδε ντέ!! ἄμμα νὰ κάτζουμε οὕλοι σ' ἕνα σουφρά.

Χῖος. Ναίσκε, ὅλοι νὰ κάμουμεν μιὰν παρέγεια μὲ τὸ ῥεφενέ[20] μας.

Λογ. Καὶ δὴ εὐθυμητέον τήμερον, καὶ πανηγυριστέον τὴν τῆς Ἑλλάδος παλιγγενεσίαν - κἀγὼ μεθ' ὑμῶν.

Ἀνατ. Κάτεσαι κι' ἐσὺ μαζῆ μας σουφρὰ[21], λογιώτατε;

Λογ. Ἔγωγε.

Ἀνατ. Τζάνουμ, λογιώτατε, μπαμπᾶ[22] σου γλῶσσα γιὰ τὶ ντὲ μιλᾷς;

Λογ. Τὴν τῶν προγόνων διαλέγεσθαι χρή.

Ἀνατ. Ἐγὼ χρὴ, μὴ, γόνω, μόνω, ντὲ ξέρω· γιατὶ ντὲ μιλᾶς ῥωμαῖκα, ἔριφ;[23]

Λογ. Ταύτην γὰρ καὶ μεμάθηκα.

Ἀνατ. Ὥρσε κι' ἄλλο!!! ἐγὼ λέω, γιατὶ ντὲ μιλᾷς ῥωμαῖκα, ἐκεῖνο μὲ λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα - ἄν μπορῇς κατάλαβε πγιὰ.

Χῖος. Καλὲ, ἴντα θὰ κάμουμεν τώρη; ἔν καθούμεστεν πλιά;

Ἀλβ. Πῶ, νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι[24] μαζῆ, ὀρέ.

Ἀνατ. Ναὶ, οὕλοι σ' ἕνα σουφρᾶ νὰ κάτζουμε τζάνουμ.

Ἀλβ. Χὰ, χὰ καλὸ εἶναι ἔτζι, ὀρέ.

Κύπ. Σὰ θὰ κάτζουσιν ὅλοι τοῦτοι νὰ φᾶσιν, τρώω κι' ἐώ.

Χῖος. Νὰ διαβάσουμεν τώρη τὴ λίστα, νὰ δγιοῦμεν ἴντα φαγιὰ μᾶς ἔχει. - Λογιώτατε, διαβάστεν τη ἐσεῖς τὴ λίστα· (τῷ δίδει τὸν κατάλογον).

Λογ. (ἀναγινώσκει) σοῦπαν ἀπὸ κολοκύνθια, βραστὸν βούδινον, ἐντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, - (ἀφίνει τὸν κατάλογον) ταῦτα Τουρκιστὶ ἐγεγράφατο, ἅπερ δὴ καὶ ἰλιγγιᾶ με ἀναγινώσκοντα. (πρὸς τὸν Κύπριον) ἀνάγνωθι οὖν σὺ, Κύπριε·

Κύπρ. (ἀναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμμὶν, κρασσὶν, τυρὶν, ψάριν ψηττὸ, ψάριν βραστὸ, φροῦττα, καὶ ποκλαβάτην.

Ἀνατ. Ἄδαμ; μπακλαβᾶ πές το μπρὲ; - (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) ἀμὲ ντικό μου παστουρμᾶ;

Ξεν. Ὅτοιμος εἶναι νὰ σᾶς χαρῶ.

Ἀλβ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) Πρὰ, ὀρὲ Λοκάντα… πῶ, ἐσὺ, ὀρὲ, Λοκάντα! πρετζέσι ὀρὲ, δὲν ἔχει;

Ξεν. Ἴντ' ἆν' αὐτὸ τὸ πρετζέσι;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ πέρνῃς ἐσὺ ὀρὲ σικότι, νὰ τὸ βάνῃς ς' τὸ κιομλέκι[25], νὰ τὸ ῥίχνης καὶ πολὺ πολὺ σκορδάρι, πρὰ νὰ τὸ τρίβῃς μέσα καὶ ψύχα ψύχα κουραμάνα[26], νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι.

Ξεν. Θέτεν το ἄματις νὰ σᾶς τὸ φτιάξω;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ ζήσῃς ὀρέ. - χὰ, χὰ, νὰ τὸ φκιάνης, πῶ κι' ἐγὼ νὰ τὸ πλερώνῃς οὕλο βενετίκαις.

Ξεν. Ὀχονοῦς[27] σᾶς τὸ φτιάνω. (καθ' ἑαυτὸν) οὔργιος[28] εἶν' καὶ τοῦτος στὴν πίστι μου.

Λογ. Ἆξον δὴ κᾀμοὶ πλακοῦντα, τὸν καὶ μάκαρες ποθέουσιν.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) μισὲ Μπαστιὰ, μισὲ Μπαστιὰ - ἔλα - ἔλα - Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

Λογ. οὐχὶ, ἀλλὰ πλακοῦντα καὶ δὴ εἴρηκα τὸν καὶ μάκαρες…

Ἀνατ. Ἰστὲ μακαρόνια γιὰ, ἐσὺ καμήλα εἶσαι νὰ φᾶς χαμοῦρι[29] ἄδαμ, ντὲν τρῶς ντολμᾶ σὰν τὸ γρότο μου, κιοφτὲ σὰν τὸ παποῦτζι μου, μόνε μακαρόνια ὕρεψες;

Λογ. Οὐκ ἔγνωκας.

Ἀνατ. Ἔγνωκας, μέγνωκας, ντὲν ἔχει ἀρτὶκ· ἐσὺ καλὸ φαῒ ποιὸ εἶναι δὲν ἰξέρεις, (πρὸς τὸν Ξενοδόχον), μισὲ, (καθ' ἑαυτὸν) ἀλλάχ τζιζά βερσὶν[30] οὗλο ἰξεχνῶ ὄνομά του - ἆ - Μπαστιὰ - ηὗρα - μισὲ Μπαστιά, τζιμποῦκι ντὲν ἔχει ἐντῶ πέρα;

Ξεν. Ἔχω, νὰ σᾶς χαρῶ - ὁρίστε- (τῷ δίδει)

Λογ. Ἄγε δή μοι καὶ τριχείας τεταριχευμένους σὺν ὀξυγάρῳ τε καὶ ἐλαίῳ.

Ξεν. Ἴντ' ἄπετεν;

Πελ. Τριχιαῖς γυρεύει νὰ τὸν δέσουνε - μοιάζει μουρλάθηκε ὁ κουρούνης.

Ξεν. Καλ' ἀλήθεια κουζουλαθήκετεν[31] καὶ θέτενε νὰ σᾶς δέσουμεν; κι' ὡς πόσαις ὀργειαῖς τῆς θέτε ν' ἆναι;

Λογ. Οὕμενουν· ἀλλὰ τριχείας καὶ δὴ ἔφην, τοὺς καὶ σαρδέλας βαρβαριστὶ καλουμένους.

Ξεν. Κι' ἔ λέτενε νὰ σᾶς φέρω σαρδέλαις, μόνε λέτεν τριχιαῖς; (καθ' ἑαυτὸν) κι' ἔν εἶν' κουζουλὸς[32] τώρη; νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου γιὰ δέσιμο σᾶς ἔχω, κι' ἔννοια σας.

Λογ. Καὶ δὴ ἄγαγέ μου καὶ σωλῆνα.

Ξεν. Ἔν ἠφέρανε σήμερις σουλῆνες - χάβαρα ἔχουνε - θέτεν τα;

Λογ. Οὐχὶ, ἀλλὰ καπνοσύριγγα…

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) συρίγγα υρεύει λογιώτατο, σφίξι ἔχει.

Λογ. Οὔκ, ἀλλὰ τὸ νικοτιανάγωγον, εἴρηκα, ἀμφὶ τῇ χοάνῃ, καὶ τῇ νικοτιανοπήρᾳ.

Ἀνατ. Σακὶν[33] τζιμποῦκι τέλεις κι' ἐσὺ; ζέρεμ τζιμποῦκι μου πολὺ κυττάζεις.

Λογ. Καὶ μάλα γε, καπνιστέον καὶ γάρ.

Ἀνατ. Ἄϊ μπουταλᾶ[34] ἄι!! καὶ δὲ λὲς τζιμποῦκι, μόνε ἀνακάτωσες οὕλα τὰ πράματα, σουλῆνες, μουλῆνες, συρίγγαις, μυρίγγαις; πολὺ σασκίνη[35] ἄντρωπο εἶσαι, νὰ μὲ συμπατήσῃς.

Κύπρ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) φέρε κι' ἐμένα ἀπ' ἐκεῖνο τὸ πῶς τὸ λέσιν.

Ξεν. Ἴντα λέσιν θέτενε κι' ἐσεῖς πάλι;

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν,

Ξεν. Ἴντ' ἆν τοῦτο τὸ χαλλοῦμιν πάλι; πρώτη βολλά τ' ἀκούγω, νὰ χαρῶ τὸν πάη μου.

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν εἶν' τυρὶν ποῦ τρῶσιν το. (καθ' ἑαυτὸν) πίσσαν ν' ἄχῃς - ἕνα κουφφίνιν εἴχασιν στὸ παζάριν, καὶ πουλλάγασίν το.

Ξεν. Ἒν τὸ ξέρω, κι' ἒν ἔχω, κι' ἒν τ' ἄκουσα ποτές μου. (καθ' ἑαυτὸν) καλὲ τοῦτοι τοῦ διαβόντρου οἱ γυιοὶ νὰ μοῦ τὸν πιπιλήσουνε θένε τὸ νοῦ μου. (ἀναχωρεῖ).

Commentary, in katharevousa greek:

 

16 Ὑποδήματα.

17 Τετέλεσται.

18 Λάφυρα.

19 Διάχυσιν.

20 Ἔρανον.

21 Τράπεζαν.

22 Πατρός.

23 Ἄνθρωπε.

24 Μεγαλοπρέπειαν.

25 Χύτραν.

26 Στρατιωτικὸν ψωμί.

27 Εὐθύς.

28 Ἀνόητος.

29 Ζυμάρι.

30 Κακόν τι νὰ τῷ δώσῃ ὁ Θεός.

31 Τρελλαθήκετε.

32 Τρελλός.

33 Μήπως.

34 Ἀνόητε.

35 Ἠλήθιος.

 

 Full text:

http://anemi.lib.uoc.gr/search/?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=100&keep_number=100&cclterm1=βαβυλωνία&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=term&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&display_help=0&offset=1&search_coll[metadata]=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&store_query=1&show_form=&ioffset=1&export_method=none&display_mode=detail&ioffset=1&offset=2&number=1&keep_number=100&old_offset=1&search_help=detail

Η Βαβυλωνία

Πρόκειται για μια ιστορία Ελλήνων από διαφορετικά μέρη της Ελλάδος οι οποίοι γιορτάζουν τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Το έργο διαδραματίζεται σε ένα πανδοχείο στο Ναύπλιο. Το έργο μεταφέρει, με κωμικό τρόπο, την ασυνεννοησία μεταξύ των χαρακτήρων η οποία δημιουργείται λόγω των τοπικών ιδιωμάτων και γλωσσών του καθενός. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[2] Στην αρχή είχε γραφτεί σε τέσσερις πράξεις αλλά αργότερα ο συγγραφέας πρόσθεσε και μία πέμπτη.[3] Το θεατρικό έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Ναύπλιο το 1836,[4] ενώ το 1970 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Διζικιρίκη.

 

Film: https://www.youtube.com/watch?v=MIjRv26un2s

Staging of the play: Simplified into modern greek.

 

16 Ὑποδήματα.

17 Τετέλεσται.

18 Λάφυρα.

19 Διάχυσιν.

20 Ἔρανον.

Χῖος, Κρὴς, Ἀλβανὸς, Λογιώτατος, Κύπριος, (εἰσέρχονται ὅλοι ὁμοῦ).

Χῖος. Καλὲ εσεῖς, μάθατε τὰ νέα; Έκαψαν τὴν ἁρμάδα τοῦ Ιμπραήμ στὸ Νεόκαστρο…

Ἀνατ. Ποιὸς ἔκαψε; ἀλήθεια;

Χῖος. Και δεν βλέπετε τὰ παπούτσια μου[16] που είναι' ὅλο λάσπες ποὔ έτρεχα νὰ μάθω; ἔ σᾶς κάνω πλάκα, νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου. ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΤΖΑΤΖΑ ?

Πελ. Ναί, τὰ σωστὰ λέγει· ἔτσι εἶναι - νὰ, τὸ γράφει καὶ στὴν ἐφημερίδα.

Λογ. (λαμβάνων τὴν ἐφημερίδα εἰς χεῖρας) νέαι τινες ἀγγελίαι γεγράφανται;

Πελ. Νέαι, καὶ νέαι - πάει ὁ Ιμπραήμ πίσων???? τὸν Ἥλιο.

Λογ. Πῶς δὲ; ἠλευθέρωται Ἑλλὰς;

Ἀνατ. Ἰστὲ, Μόσκοβο, φραντζέζο, ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ πασσᾶ, Τελείωσε βέσσελαμ[17] ντὲ ντιαβάζεις φημερίδα; ἐσὺ εἶσαι Λογιώτατο.

Λογ. Οἱ στόλοι τῶν δυνάμεων;

Ἀνατ. Τὶ λὲς, ἄδαμ; κύριε τῶν δυνάμεω; σαρακοστὴ ἀκόμα ντὲν ἦρτε.

Ἀλβ. Πρὰ, τί χαμπέρι ὀρέ;

Ἀνατ. Καινούρια χαβαντήσια.

Ἀλβ. Πλιάτζκα[18] ὀρέ;

Ἀνατ. Πλάτζκα μάτζκα ντὲν εἶναι· μόσκοβο ἄδαμ, Φραντζέζο, Ἐγκλέζο, ἔκαψε καράβια Ἰμπραήμ Πασσᾶ - ἄκουσες τώρα;

Ἀλβ. Πρὰ, ποῦ ὀρὲ νὰ τὸ κάψῃς τὸ καράβγιες; στὸ κότρο;

Ἂνατ. Τί τὰ πῆ κότρο;

Χῖος. Στὴν Κόρθο ἄματις θὲ νὰ πῆ - ὄσκαι, στὸ Νιόκαστρο.

Κρὴς Ἔμαθά το δὰ κι' ἐγὼ ποῦρι δεδίμ.

Χῖος. Ἐμάθετέν το κι' ἐσεῖς; (πρὸς τοὺς ἄλλους) γλέπετεν; ἔ σᾶς ἤλεγα γὼ, κι' ἔ μοῦ πιστεύγατεν; τώρη πλιὰ πρέπει νὰ ξεφαντώσουμε.

Πελ. Τώρα ναὶ, χρειάζεται νὰ κάμουμε ἕνα καλὸ γλέντι.

Ἀνατ. Τὶ; τζουμποῦσι;[19] ἄϊδε ντέ!! ἄμμα νὰ κάτζουμε οὕλοι σ' ἕνα σουφρά.

Χῖος. Ναίσκε, ὅλοι νὰ κάμουμεν μιὰν παρέγεια μὲ τὸ ῥεφενέ[20] μας.

Λογ. Καὶ δὴ εὐθυμητέον τήμερον, καὶ πανηγυριστέον τὴν τῆς Ἑλλάδος παλιγγενεσίαν - κἀγὼ μεθ' ὑμῶν.

Ἀνατ. Κάτεσαι κι' ἐσὺ μαζῆ μας σουφρὰ[21], λογιώτατε;

Λογ. Ἔγωγε.

Ἀνατ. Τζάνουμ, λογιώτατε, μπαμπᾶ[22] σου γλῶσσα γιὰ τὶ ντὲ μιλᾷς;

Λογ. Τὴν τῶν προγόνων διαλέγεσθαι χρή.

Ἀνατ. Ἐγὼ χρὴ, μὴ, γόνω, μόνω, ντὲ ξέρω· γιατὶ ντὲ μιλᾶς ῥωμαῖκα, ἔριφ;[23]

Λογ. Ταύτην γὰρ καὶ μεμάθηκα.

Ἀνατ. Ὥρσε κι' ἄλλο!!! ἐγὼ λέω, γιατὶ ντὲ μιλᾷς ῥωμαῖκα, ἐκεῖνο μὲ λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα - ἄν μπορῇς κατάλαβε πγιὰ.

Χῖος. Καλὲ, ἴντα θὰ κάμουμεν τώρη; ἔν καθούμεστεν πλιά;

Ἀλβ. Πῶ, νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι[24] μαζῆ, ὀρέ.

Ἀνατ. Ναὶ, οὕλοι σ' ἕνα σουφρᾶ νὰ κάτζουμε τζάνουμ.

Ἀλβ. Χὰ, χὰ καλὸ εἶναι ἔτζι, ὀρέ.

Κύπ. Σὰ θὰ κάτζουσιν ὅλοι τοῦτοι νὰ φᾶσιν, τρώω κι' ἐώ.

Χῖος. Νὰ διαβάσουμεν τώρη τὴ λίστα, νὰ δγιοῦμεν ἴντα φαγιὰ μᾶς ἔχει. - Λογιώτατε, διαβάστεν τη ἐσεῖς τὴ λίστα· (τῷ δίδει τὸν κατάλογον).

Λογ. (ἀναγινώσκει) σοῦπαν ἀπὸ κολοκύνθια, βραστὸν βούδινον, ἐντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, - (ἀφίνει τὸν κατάλογον) ταῦτα Τουρκιστὶ ἐγεγράφατο, ἅπερ δὴ καὶ ἰλιγγιᾶ με ἀναγινώσκοντα. (πρὸς τὸν Κύπριον) ἀνάγνωθι οὖν σὺ, Κύπριε·

Κύπρ. (ἀναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμμὶν, κρασσὶν, τυρὶν, ψάριν ψηττὸ, ψάριν βραστὸ, φροῦττα, καὶ ποκλαβάτην.

Ἀνατ. Ἄδαμ; μπακλαβᾶ πές το μπρὲ; - (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) ἀμὲ ντικό μου παστουρμᾶ;

Ξεν. Ὅτοιμος εἶναι νὰ σᾶς χαρῶ.

Ἀλβ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) Πρὰ, ὀρὲ Λοκάντα… πῶ, ἐσὺ, ὀρὲ, Λοκάντα! πρετζέσι ὀρὲ, δὲν ἔχει;

Ξεν. Ἴντ' ἆν' αὐτὸ τὸ πρετζέσι;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ πέρνῃς ἐσὺ ὀρὲ σικότι, νὰ τὸ βάνῃς ς' τὸ κιομλέκι[25], νὰ τὸ ῥίχνης καὶ πολὺ πολὺ σκορδάρι, πρὰ νὰ τὸ τρίβῃς μέσα καὶ ψύχα ψύχα κουραμάνα[26], νὰ τὸ κάνῃς ἀδαλέτι.

Ξεν. Θέτεν το ἄματις νὰ σᾶς τὸ φτιάξω;

Ἀλβ. Πρὰ νὰ τὸ ζήσῃς ὀρέ. - χὰ, χὰ, νὰ τὸ φκιάνης, πῶ κι' ἐγὼ νὰ τὸ πλερώνῃς οὕλο βενετίκαις.

Ξεν. Ὀχονοῦς[27] σᾶς τὸ φτιάνω. (καθ' ἑαυτὸν) οὔργιος[28] εἶν' καὶ τοῦτος στὴν πίστι μου.

Λογ. Ἆξον δὴ κᾀμοὶ πλακοῦντα, τὸν καὶ μάκαρες ποθέουσιν.

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) μισὲ Μπαστιὰ, μισὲ Μπαστιὰ - ἔλα - ἔλα - Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

Λογ. οὐχὶ, ἀλλὰ πλακοῦντα καὶ δὴ εἴρηκα τὸν καὶ μάκαρες…

Ἀνατ. Ἰστὲ μακαρόνια γιὰ, ἐσὺ καμήλα εἶσαι νὰ φᾶς χαμοῦρι[29] ἄδαμ, ντὲν τρῶς ντολμᾶ σὰν τὸ γρότο μου, κιοφτὲ σὰν τὸ παποῦτζι μου, μόνε μακαρόνια ὕρεψες;

Λογ. Οὐκ ἔγνωκας.

Ἀνατ. Ἔγνωκας, μέγνωκας, ντὲν ἔχει ἀρτὶκ· ἐσὺ καλὸ φαῒ ποιὸ εἶναι δὲν ἰξέρεις, (πρὸς τὸν Ξενοδόχον), μισὲ, (καθ' ἑαυτὸν) ἀλλάχ τζιζά βερσὶν[30] οὗλο ἰξεχνῶ ὄνομά του - ἆ - Μπαστιὰ - ηὗρα - μισὲ Μπαστιά, τζιμποῦκι ντὲν ἔχει ἐντῶ πέρα;

Ξεν. Ἔχω, νὰ σᾶς χαρῶ - ὁρίστε- (τῷ δίδει)

Λογ. Ἄγε δή μοι καὶ τριχείας τεταριχευμένους σὺν ὀξυγάρῳ τε καὶ ἐλαίῳ.

Ξεν. Ἴντ' ἄπετεν;

Πελ. Τριχιαῖς γυρεύει νὰ τὸν δέσουνε - μοιάζει μουρλάθηκε ὁ κουρούνης.

Ξεν. Καλ' ἀλήθεια κουζουλαθήκετεν[31] καὶ θέτενε νὰ σᾶς δέσουμεν; κι' ὡς πόσαις ὀργειαῖς τῆς θέτε ν' ἆναι;

Λογ. Οὕμενουν· ἀλλὰ τριχείας καὶ δὴ ἔφην, τοὺς καὶ σαρδέλας βαρβαριστὶ καλουμένους.

Ξεν. Κι' ἔ λέτενε νὰ σᾶς φέρω σαρδέλαις, μόνε λέτεν τριχιαῖς; (καθ' ἑαυτὸν) κι' ἔν εἶν' κουζουλὸς[32] τώρη; νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου γιὰ δέσιμο σᾶς ἔχω, κι' ἔννοια σας.

Λογ. Καὶ δὴ ἄγαγέ μου καὶ σωλῆνα.

Ξεν. Ἔν ἠφέρανε σήμερις σουλῆνες - χάβαρα ἔχουνε - θέτεν τα;

Λογ. Οὐχὶ, ἀλλὰ καπνοσύριγγα…

Ἀνατ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) συρίγγα υρεύει λογιώτατο, σφίξι ἔχει.

Λογ. Οὔκ, ἀλλὰ τὸ νικοτιανάγωγον, εἴρηκα, ἀμφὶ τῇ χοάνῃ, καὶ τῇ νικοτιανοπήρᾳ.

Ἀνατ. Σακὶν[33] τζιμποῦκι τέλεις κι' ἐσὺ; ζέρεμ τζιμποῦκι μου πολὺ κυττάζεις.

Λογ. Καὶ μάλα γε, καπνιστέον καὶ γάρ.

Ἀνατ. Ἄϊ μπουταλᾶ[34] ἄι!! καὶ δὲ λὲς τζιμποῦκι, μόνε ἀνακάτωσες οὕλα τὰ πράματα, σουλῆνες, μουλῆνες, συρίγγαις, μυρίγγαις; πολὺ σασκίνη[35] ἄντρωπο εἶσαι, νὰ μὲ συμπατήσῃς.

Κύπρ. (πρὸς τὸν Ξενοδόχον) φέρε κι' ἐμένα ἀπ' ἐκεῖνο τὸ πῶς τὸ λέσιν.

Ξεν. Ἴντα λέσιν θέτενε κι' ἐσεῖς πάλι;

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν,

Ξεν. Ἴντ' ἆν τοῦτο τὸ χαλλοῦμιν πάλι; πρώτη βολλά τ' ἀκούγω, νὰ χαρῶ τὸν πάη μου.

Κύπρ. Τὸ χαλλοῦμιν εἶν' τυρὶν ποῦ τρῶσιν το. (καθ' ἑαυτὸν) πίσσαν ν' ἄχῃς - ἕνα κουφφίνιν εἴχασιν στὸ παζάριν, καὶ πουλλάγασίν το.

Ξεν. Ἒν τὸ ξέρω, κι' ἒν ἔχω, κι' ἒν τ' ἄκουσα ποτές μου. (καθ' ἑαυτὸν) καλὲ τοῦτοι τοῦ διαβόντρου οἱ γυιοὶ νὰ μοῦ τὸν πιπιλήσουνε θένε τὸ νοῦ μου. (ἀναχωρεῖ).

Commentary, in katharevousa greek:

 

21 Τράπεζαν.

22 Πατρός.

23 Ἄνθρωπε.

24 Μεγαλοπρέπειαν.

25 Χύτραν.

26 Στρατιωτικὸν ψωμί.

27 Εὐθύς.

28 Ἀνόητος.

29 Ζυμάρι.

30 Κακόν τι νὰ τῷ δώσῃ ὁ Θεός.

31 Τρελλαθήκετε.

32 Τρελλός.

33 Μήπως.

34 Ἀνόητε.

35 Ἠλήθιος.