[ 1 Αρχαιοελληνιστί ]
Ὄνος δέ ποτε ἐμακάριζεν ἵππον
διὰ τὴν τροφὴν αὐτοῦ καὶ θεραπείαν,
αὑτοῦ δὲ τύχην ὄνος κατεμυκτήρει,
ὡς ἀχθοφόρου καὶ πολλὰ κοπιῶντος,
οὐδὲ ἄχυρον λαμβάνοντος εἰς κόρον.
Ὅτε δ᾿ ἐπέστη ὁ καιρὸς τοῦ πολέμου,
ὁ στρατιώτης σὺν τοῖς ὅπλοις ἐπέβη
ὧδε κἀκεῖσε τὸν ἵππον ἐγκεντρίζων.
Ὁ δὲ εἰς μέσον ἐμβὰς τῶν πολεμίων
ξιφήρης εὐθὺς ἔκειτο ἐπ᾿ ἐδάφους.
Ὡς οὖν ἑώρα τοῦτον ευθὺς ὁ ὄνος,
μετεβάλλετο καὶ τὸν ἵππον ἠλέει.
Ὅτι τοὺς πλουσίους καὶ ἄρχοντας οὐ δεῖ ζηλοῦν,
ἀλλὰ τὸν κατ᾿ ἐκείνων φθόνον καὶ κίνδυνον
ἀναλογιζομένους ἀγαπᾶν χρὴ τὴν πενίαν, ἡσυχίας μητέρα.
[1Α Νεοελληνικά ]
Κάποτε ένας γάιδαρος ζήλεψε ένα άλογο. “Τι τυχερό που είναι το άλογο!” σκέφτηκε. “Δεν κουβαλάει τίποτε! Όλη τη μέρα τρώει δημητριακά. Το πλένουν. Το καθαρίζουν. Του χτενίζουν τα μαλλιά. Το προσέχουν ! Ενώ εγώ… Είμαι τόσο άτυχος! Κάνω όλες τις βαριές δουλειές! Κουβαλάω όλα τα βαριά φορτία. Τρώω μόνο άχυρο, και λίγο. Το φαγητό μου είναι πάντα λίγο. Δεν χορταίνω ποτέ. Είμαι βρώμικος. Τα μαλλιά μου είναι βρώμικα. Δεν με προσέχει κανένας. Τυχερό που είσα μωρέ άλογο!” μονολόγησε ο γάιδαρος.
Όταν όμως ήρθε ο καιρός του πολέμου, ο άνθρωπος έβαλε τη σέλα στο άλογο. Πήγε στη μάχη. Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα. Το άλογο, με τα καθαρά μαλλιά, τραυματίστηκε άσχημα. Ένα σπαθί το τρύπησε. Τότε ο γάιδαρος σκέφτηκε “Τυχερός που είμαι μωρέ άλογο! Καλύτερα να πεινάω και να ζω, παρά να είμαι χορτασμένος και νεκρός!”
Έτσι και οι άνθρωποι. Δεν είναι καλό να ζηλεύουν τους πλούσιους και τους άρχοντες. Σκεφτόμενοι τον φθόνο και τον κίνδυνο που έχουν οι πλούσιοι, καλό είναι να αγαπάνε την φτώχια. Η φτώχια είναι μητέρα της ησυχίας.
Verbs- Ρήματα:
ζήλεψε < ζηλεύω : to be jealous
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: ζηλεύω, ζηλεύεις, ζηλεύει, ζηλεύουμε, ζηλεύετε, ζηλεύουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: ζήλεψα, ζήλεψες, ζήλεψε, ζηλέψαμε, ζηλέψατε, ζήλεψαν
σκέφτηκε < σκέφτομαι : to think
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: σκέφτομαι, σκέφτεσαι, σκέφτεται, σκεφτόμαστε, σκέφτεστε, σκέφτονται
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: σκέφτηκα, σκέφτηκες, σκέφτηκε, σκεφτήκαμε, σκεφτήκατε, σκέφτηκαν
τρώει < τρώω : to eat
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: τρώω, τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρώνε
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: έφαγα, έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν / φάγανε----> οισο-φάγ-ος
κουβαλάει < κουβαλάω + accusative : to carry sth
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: κουβαλάω/κουβαλώ, κουβαλάς, κουβαλάει/κουβαλά, κουβαλάμε, κουβαλάτε, κουβαλάν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: κουβάλησα, κουβάλησες, κουβάλησε, κουβαλήσαμε, κουβαλήσατε, κουβάλησαν
πλένουν < πλένω : to wash
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: πλένω, πλένεις, πλένει, πλένουμε, πλένετε, πλένουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: έπλυνα, έπλυνες, έπλυνε, πλύναμε, πλύνατε, έπλυναν ***** ΟΧΙ *έπλυ-σα
καθαρίζουν < καθαρίζω : to clean up
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: καθαρίζω, καθαρίζεις, καθαρίζει, καθαρίζουμε, καθαρίζετε, καθαρίζουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: καθάρισα, καθάρισες, καθάρισε, καθαρίσαμε, καθαρίσατε, καθάρισαν
χτενίζουν < χτενίζω : to comb
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: χτενίζω, χτενίζεις, χτενίζει, χτενίζουμε, χτενίζετε, χτενίζουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: χτένισα, χτένισες, χτένισε, χτενίσαμε, χτενίσατε, χτένισαν
προσέχουν < προσέχω : to pay attention, to take care of sth/sb
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: προσέχω, προσέχεις, προσέχει, προσέχουμε, προσέχετε, προσέχουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: πρόσεξα, πρόσεξες, πρόσεξε, προσέξαμε, προσέξατε, πρόσεξαν
χορταίνω < χορταίνω : to feel full
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: χορταίνω, χορταίνεις, χορταίνει, χορταίνουμε, χορταίνετε, χορταίνουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: χόρτασα, χόρτασες, χόρτασε, χορτάσαμε, χορτάσατε, χόρτασαν
μονολόγησε < μονολογώ : to talk to oneself/ soliloquize
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: μονολογώ, μονολογείς, μονολογεί, μονολογούμε, μονολογείτε, μονολογούν(ε)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: μονολόγησα, μονολόγησες, μονολόγησε, μονολογήσαμε, μονολογήσατε, μονολόγησαν
Ήρθε < έρχομαι : to come, to arrive
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: έρχομαι, έρχεσαι, έρχεται, ερχόμαστε, ερχόσαστε/έρχεστε, έρχονται
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: ήρθα, ήρθες, ήρθε, ήρθαμε, ήρθατε, ήρθαν(ε)
έβαλε < βάζω : to put, to place sth
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: βάζω, βάζεις, βάζει, βάζουμε, βάζετε, βάζουν(ε)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: έβαλα, έβαλες, έβαλε, βάλαμε, βάλατε, έβαλαν/ βάλανε
πήγε < πηγαίνω : to go
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: πηγαίνω, πηγαίνεις, πηγαίνει, πηγαίνουμε, πηγαίνετε, πηγαίνουν(ε)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: πήγα, πήγες, πήγε, πήγαμε, πήγατε, πήγαν/ πήγανε
τραυματίστηκε < τραυματίζομαι : to wound oneself
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: τραυματίζομαι,τραυματίζεσαι, τραυματίζεται,τραυματιζόμαστε, τραυματιζόσαστε/τραυματίζεστε, τραυματίζονται
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: τραυματίστηκα, τραυματίστηκες, τραυματίστηκε, τραυματιστήκαμε, τραυματιστήκατε, τραυματιστήκανε
τρύπησε < τρυπάω/τρυπώ : to make a hole, to prick sth
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: τρυπάω/τρυπώ, τρυπάς, τρυπά, τρυπάμε, τρυπάτε, τρυπάν(ε)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: τρύπησα, τρύπησες, τρύπησε, τρυπήσαμε, τρυπήσατε, τρύπησαν
πεινάω < πεινάω : to be hungry
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: πεινάω/πεινώ, πεινάς, πεινά, πεινάμε, πεινάτε, πεινάν(ε)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: πείνασα, πείνασες, πείνασε, πεινάσαμε, πεινάσατε, πεινάσαν
ζω : to live
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ: ζω, ζεις, ζει, ζούμε, ζείτε, ζούνε/ζουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ: έζησα, έζησες, έζησε, ζήσαμε, ζήσατε, έζησαν
Ὀνος ἀκούσας φωνῆς τέττιγος ἡδέως αὐτῇ ἐπετέρπετο, καὶ τὸν τέττιγα ἐπηρώτα λέγων:
«Τί ἄρα τρεφόμενος οὔτω γλυκεῖαν ἔχεις τὴν φωνήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ τῷ ὄνῳ ἀντέφησεν: «Ἡ ἐμὴ τροφὴ ἀήρ ἐστι καὶ δρόσος».
Ὁ δὲ ὄνος τούτου ἀκούσας τοῦ ρήματος ἐνόμισε μέθοδον εὑρηκέναι δι ̓ ἧς ὅμοιαν τῷ τέττιγι σχοίη φωνήν καὶ τὸ στόμα εὐθὺς ἀνοίξας πρὸς τὸν ἀέρα κεχήνωτο ὡς δεξόμενος δῆθεν δρόσον εἰς διατροφήν, ἕως οὗ τῷ λιμῷ διεφθάρη.
Οὗτος ὁ μὺθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τινα τὰ φυσικὰ τοῖς παρὰ φύσιν ἐξομοιοὺν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἀφρόνως ἐπιχειρεῖν.
[2Α Νεοελληνικά ]
Ένας γάιδαρος άκουσε το τζιτζίκι να τραγουδά. «Τι ωραία που τραγουδάει!» σκέφτηκε. Ευχαριστημένος τον ρώτησε: «Μα τί τρως κι έχεις τόσο γλυκιά φωνή κύριε Τζίτζικα;» «Εγώ; Τρώω αέρα! Τρώω δροσιά! Και χορταίνω ! » απάντησε ο Τζίτζικας.
Ο γάιδαρος πίστεψε τα λόγια του Τζίτζικα. “Αυτό είναι το μυστικό του!” σκέφτηκε. “Θα τρώω και εγώ λοιπόν αέρα και δροσιά! Μετά θα έχω σίγουρα γλυκιά φωνή, σαν τον Τζίτζικα!” Άνοιξε αμέσως το στόμα του. Και περίμενε. Αλλά πώς να χορτάσει αέρα και δροσιά; Έμεινε χάσκοντας μέχρι που πέθανε της πείνας.
Ο μύθος δηλώνει πως δεν έχουμε όλοι την ίδια φύση. Είναι τρέλα να προσπαθούμε τα αδύνατα.
Verbs:
άνοιξε< ανοίγω = to open
περίμενε < περιμένω : to wait
πέθανε < πεθαίνω : to die
προσπαθούμε < προσπαθώ: to try/to make an attempt