Slow Greek Katharevousa 4: Romeiki Glossa - Ioannis Vilaras

March 21, 2017

Η Ρομεηκη γλοσα του Ιωάννη Βηλαρά

 

«Αγαπαμε τα καλα δηχος περηφανια, κε ζουμε φιλοσοφηκα με ηπομονη». Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με πρόταση που παρέδωσε κακήν κακώς ανορθόγραφος μαθητής σε απροειδοποίητο τεστ για τον «Επιτάφιο» του Περικλή. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αυτούσια μετάφραση από το πλέον πολύκροτο βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά το 1814, γραμμένο μάλιστα από επιφανή σατιρικό ποιητή και πεζογράφο της εποχής. Χάρη στη «Ρομεηκη γλοσα» του Ιωάννη Βηλαρά, το «φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» δεν θα γνώριζε ποτέ άλλοτε μια τόσο αλλόκοτη «διασκευή», στην οποία το πνεύμα ενός διαφωτιστή συναντά τα ορνιθοσκαλίσματα ενός ανεπίδεκτου μαθήσεως.

 

"We love the good (things) without pride, and we live philosophically and with patience". At first sight it resembles a sentence handed over badly by a student who mispells words during an unexpected test on Pericles' "Epitaph/ Funeral Oration". In fact, it is a translation from the most noisy book published in Greek in 1814, written actually by an eminent satirical poet and prose writer of the time. Thanks to Ioannes Vilaras's "Romeiki Glossa", the phrase «φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» would never know such a strange "adaptation," in which the spirit of an enlightener meets the scribble of a student incapable of learning.

 

 

 

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε ο Βηλαράς κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα, από το τυπογραφείο της Τενέδου, το οποίο σε εγκύκλιο του γάλλου διοικητή (1798) αναφερόταν ως το «πρώτο εν Ελλάδι». Προφανώς οι καθαρευουσιάνοι της εποχής θα έτριβαν τα μάτια τους, όταν το εξώφυλλό του - εντελώς ανορθόγραφο και χωρίς τόνους - φιγουράρισε για πρώτη φορά στο κτίριο πίσω από τη Μονή της Παναγιάς του Κορμήλου, κοντά στο Νέο Φρούριο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Θεοτόκου. Ηταν ένα ακόμη casus belli ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που ορκίζονταν - με διαφορετικούς όρκους - στην αξία της ελληνικής γλώσσας. Οι αρχαϊστές και φίλοι του Κοραή από τη μια, οι δημοτικιστές από την άλλη.

 

The only book he published while Vilaras lived, was published in Corfu, from the printing house of Tenedos, which on a bulletin by the French governor (1798) was referred to as "the first in Greece". Obviously, the Purists of the time would not believe their eyes, when its cover - completely mispelled and without accents - first appeared in the building behind the Monastery of Panagia of Kormilos, near the New Fortress, where today is the church of the Virgin Mary . It was another casus belli between the two camps that each of them sweared - with different vows - on the value of the Greek language. The Archaists and friends of Korais on the one side, the Demoticists on the other.

 

 

 

 

 

Η πρωτοβουλία του Βηλαρά ήταν ένα πυροτέχνημα, προορισμένο να προκαλέσει σοκ. Και το μέσο της τυπογραφικής έκδοσης ήταν το μήνυμα: ο ηπειρώτης γιατρός, που ζούσε κοντά στην αυλή του Αλή Πασά, πρότεινε να καταργηθούν οι τόνοι και τα πνεύματα της αρχαίας ορθογραφίας. Τη θέση τους όφειλε να καταλάβει η φωνητική γραφή της νέας ελληνικής με τη χρήση μόνο του «η». Για του λόγου το αληθές, η «Ρομεηκη γλοσα» περιείχε δείγματα μεταφράσεων από τον «Επιτάφιο» μέχρι τον «Ανακρέοντα» και τον «Κρίτωνα» του Πλάτωνα.

 

Vilaras's initiative was a firework, intended to cause shock. And the medium of printing was the message: the doctor from Epirus, who lived near the court of Ali Pasha, suggested that the accents and stresses of ancient spelling be abolished. Their position had to be undertaken by the phonetic writing of modern Greek, with the single use of "η" (ήτα). Truth be told, "Romeiki Glossa" contained samples of translations from the "Funeral Oration" to "Anakreon" and Plato's "Kriton".

 

 

 

«Η πρότασή του», λέει στα «ΝΕΑ» ο Αλέξης Πολίτης, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, «ανταποκρινόταν στο αίτημα της εποχής για μια γλώσσα πιο προσιτή στον αγράμματο λαό. Από την άλλη, είναι λογικό ότι απέτυχε. Τη γλώσσα αυτή πρέπει να την ακούσεις - με τα μάτια μπερδεύεσαι. Φανταστείτε ότι ακόμη και σήμερα δυσκολευόμαστε να γράψουμε "Ζμύρνη", μόνο και μόνο επειδή έτσι ακούγεται. Γι' αυτό και σύμφωνα με τον επιμελητή Γιώργο Ανδρειωμένο, ο Βηλαράς δεν επέμεινε μέχρι τέλους. Τα τελευταία χειρόγραφά του εκδίδονται στην ιστορική ορθογραφία».

 

 

"His proposal," says Alexis Politis, professor of Modern Greek Literature at the Department of Philology of the University of Crete, "answers to the demand of the era for a language more accessible to the illiterate people. On the other hand, it makes sense that his attempt failed. This language must be heard - if you try with your eyes, you get confused. Imagine that even today we find it difficult to write "Zmirni" simply because it sounds like this. That is why, according to curator George Andreiomenos, Vilaras did not insist until the end. His latest manuscripts are published in historical spelling. "

 

 

 

 

«Οταν λες το "ψωµί" ψωµίον, το αγοράζεις φτηνότερο;»

Ηταν τα χρόνια του γλωσσικού φανατισμού, τότε που ένας κύκλος ριζοσπαστών διαφωτιστών - γιατροί, δάσκαλοι, εμπορευόμενοι, ιερείς - αλληλογραφούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη φωνητική γραφή, προσβλέπουν στις πεφωτισμένες δυναστείες της Ευρώπης και ειρωνεύονται τον Κοραή.

«Αφησε αυτά τα κορακίστικα, παιδί μου, γιατί σε περιγελάν ο κόσμος», γράφει ο Βηλαράς στο διήγημα «Ο λογιώτατος ή ο κολοκυθούλης». «Μη φαντάζεσαι να σε πάρουν για σοφόν, επειδή και καμώνεσαι να κρένης τη γλώσσα των προπατόρων σου, σε τρόπον οπού δε θέλα την απείκαζαν μητ' εκείνοι, αν την ήκουγαν από το στόμα σου. Αμ' δε μου λες, παιδί μου, όταν λες το "ψωμί" ψωμίον, οπού από τούς Ελληνας ονομάζονταν "άρτος", μη παντεχαίνης να το λες ελληνικά; Το αγοράζεις φτηνότερο ή το τρως με περσότερη νοστιμάδα;... Μακάρι να είχαν τα λόγια τη δύναμη να μεταμορφώνουν τα πράγματα!».

 

 

"When you call bread "psomion", do you buy it cheaper?"
It was the years of linguistic fanaticism, when a circle of radical enlighteners - medical doctors, teachers, merchants, priests - corresponded with each other using the phonetic spelling, looking forward to the enlightened dynasties of Europe and mocking Korais.
"Let go off the this Crow-Tongue, my child, because the world is laughing at you," Vilaras  writes in the short story "The nobleman or the pumpkinboy." "Do not fantasize about being considered a wise man by them, just because you act as if you're using the tongue of your forefathers, in a manner that even they themselves would not want to illustrate, had they heard it from your mouth. Why don't you tell me, my child, when you call "psomi" psomion, whereas the Hellenes called it "artos", do you think you expect yourself to call it in Hellenic style? Do you buy it cheaper this way or do you eat it with more tastefullness/ delicacy? ... If only the words had the power to transform things! "

 

 

 

 

ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ. Ο απόηχος της «Ρομεηκης γλοσας» θα φτάσει μέχρι το 1928, οπότε ο Δημήτρης Γληνός δημοσιεύει σε συνέχειες το άρθρο «Το κύμα της αγραματωσύνης» στον «Νέο Δρόμο», το περιοδικό του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στη θεραπεία που προτείνει για την καθυστέρηση του εκπαιδευτικού συστήματος περιλαμβάνει τη φωνητική ορθογραφία, αλλά και την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου - «πρώτα μας εισάγει μορφικά στην οικογένεια των εβρωπαϊκών λαών, έπειτα λύνει με μιας ολόκληρο το ορθογραφικό πρόβλημα. Δε θα μπορεί και θέλοντας κανείς ν' ανορθογραφήσει...», σημειώνει (όχι χωρίς μια δόση σαρκασμού, θα λέγαμε από την πλευρά μας).

 

THE SUCCESSORS. The result of "Romeiki Glossa" will reach as far as until 1928, when Dimitris Glinos publishes in a series the article "The wave of illiteracy" on the  magazine "Neos Dromos", the magazine of the Educational Group. The therapy he proposes for the delay of the educational system includes phonetic spelling, as well as the introduction of the Latin alphabet - "first it introduces us formally to the family of the European peoples, then it also solves at once the whole spelling problem. One will not even be able to misspell, even if want to ... " Glinos points out (not without a dose of sarcasm, we would say from our part).

 

 

 

 

 

 

 

 

Σαράντα χρόνια αργότερα ο κλασικός φιλόλογος Αντώνης Μυστακίδης,  που θα μείνει γνωστός με το ψευδώνυμο Μεσεβρινός, αρχίζει από τη Σουηδία την έκδοση των «Τετραδίων του Ρήγα» μ' ένα ιδιότυπο μονοτονικό, καταργώντας τις διφθόγγους. Η δημοτική γλώσσα, όπως την οραματίζεται, πρέπει να φτάσει σε όλα τα σημεία της ομογένειας, στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα. Το 1978, ο ίδιος προτείνει τη συμπλήρωση του ελληνικού αλφαβήτου με τα λατινικά στοιχεία «b», «d», «g».

 

Εχει μεσολαβήσει ήδη, ωστόσο, μια δαιμόνια καταγραφή των ελληνικών sixties με φωνητική ορθογραφία. Το 1960 ένας ανερχόμενος σκιτσογράφος εκδίδει «Το λέφκομα μου» και τα επόμενα χρόνια ακολουθεί ένας θίασος από ανορθόγραφες καρικατούρες που διακωμωδούν με έμμετρο στυλ την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό και την ξενομανία των νεοελλήνων. Ο σκιτσογράφος θα περάσει στην Ιστορία ως Μποστ και το ιδίωμά του θα επιστρέψει τη φωνητική ορθογραφία εκεί όπου πραγματικά ανήκει: στην ειρωνεία της γραφής και της τέχνης.

 

 

Forty years later, the classical philologist Antonis Mystakides, who will be known under the pseudonym Mesebrinos, begins from Sweden the publication of the "Rigas Quarterly Notebooks" in an idiosyncratic monotonic system, abolishing all diphthongs. The Demotic language, as he envisions it, must reach all parts of the homogeneia, as part of the struggle against the Military Junta/ Dictatorship. In 1978, he proposes the completion of the Greek alphabet with the Latin elements "b", "d", "g".

In the meantime, though, there has intervened a gallant / demonic record of the Greek sixties in phonetic spelling. In 1960, a rising cartoonist publishes "My Scrapbuk" and in years to follow a group of mispelling caricatures, which in a rhythmic manner ridicule the half-knowledge, recently-gained wealth-ism and xenomania of modern Greeks. The cartoonist that will pass into History under the name Bost, and his own personal idiom will take back phonetic spelling where it really belongs: back to the irony of writing and art.

 

 

 

Κατα τη χρηα, οπου φανη να εχη καθε ηκονα για καθε χρομα, ετζη κε μης θελα τεριασομε τα στηχηα στα πραματα.
Κε βανοντας ενα σημα το αλο, οπιο φανη χρειαζουμενο, θελα φκιασομε σημαδια, οπου τα ονομαζουν σηλαβες.
Και ανταμονοντας παλη τες σηλαβες, απο τες οπιες γενουντε τα ονοματα, κε τα ρηματα, θελα στησομε ενα μεγα ηδος πλιο κε ομορφο, κε ακεριο.
Ο Πλατονας στον Κρατηλο (σελ.η) - Translated by Ioannes Vilaras
Plato Cratylus 424e
ὡς ἂν οἶμαι δοκῇ ἑκάστη ἡ εἰκὼν δεῖσθαι ἑκάστου φαρμάκου—οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς τὰ στοιχεῖα ἐπὶ τὰ πράγματα ἐποίσομεν, καὶ ἓν ἐπὶ ἕν, οὗ ἂν δοκῇ δεῖν, καὶ σύμπολλα, ποιοῦντες ὃ δὴ συλλαβὰς καλοῦσιν, 
καὶ συλλαβὰς αὖ συντιθέντες,  ἐξ ὧν τά τε ὀνόματα καὶ τὰ ῥήματα συντίθενται: 
καὶ πάλιν ἐκ τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων μέγα ἤδη τι καὶ καλὸν καὶ ὅλον συστήσομεν
English Translation:
I suppose, as they think the particular picture demands it. In just this way we, too, shall apply letters to things, using one letter for one thing, when that seems to be required, or many letters together, forming syllables, as they are called, and in turn combining syllables, and by their combination forming nouns and verbs. And from nouns and verbs again we shall finally construct something great and fair and complete. 

Η ΑΝΗΞΗ

Η γληκητατη ανηξη

Με τ' ανθη στολησμενη

Ροδοστεφανομενη

Τη γη γληκοτηραι.

Κ' η γη τη χλοη ντηνετε.

Τα δαση της ησκιονουν.

Τα κρηα χιονια λιονουν

Ο ουρανος γελαη.

Τα λουλουδακια βαφουντε

Τα πλαγια χροματιζουν

Κ ηδονηκες φοτηζουν

Η δροσερες αβγες.

Στ' αγγαθερο τρανταφηλο

Γληκολαλαι τ' αιδονη.

Το ξενο χεληδονη

Τεριαζη τη φολια.

Στους καμπους πλουσια, κι ακοπα

Στα πρασινα ληβαδια,

Τα ζοντανα κοπαδια

Βελαζουν, κε πηδαν.

Κι ο νιος βοσκος χαρουμενος,

Φησοντας τη φλογερα

Γιομοζη τον αγερα

Με τραγουδιου φονες.

Καθε ψηχη εφρενετε.

Την ανηξη γιορταζη.

Ο θηρσης σκηθροπαζει

Στη γενικη χαρα.

Ομορφη Δαφνη προβαλε

Να την αποστολησης,

Και τοτες ην' ο θηρσης 

Ο πλεον εφτηχης.

 

σελιδες ιδ'- ιε'

Η ΑΝΟΙΞΗ

Η γλυκυτάτη άνοιξη

Με τ' άνθη στολισμένη

Ροδοστεφανωμένη

Τη γη γλυκοτηράει.

Κ' η γη τη χλόη ντύνεται

Τα δάση της ισκιώνουν.

Τα κρύα χιόνια λειώνουν

Ο ουρανός γελάει.

Τα λουλουδάκια βάφουνται

Τα πλάγια χρωματίζουν

Κ' ηδονικές φωτίζουν

Οι δροσερές αυγές.

Στ' αγκαθερό τριαντάφυλλο

Γλυκολαλάει τ' αηδόνι.

Το ξένο χελιδόνι

Ταιριάζει τη φωλιά.

Στους κάμπους πλούσια, κι άκοπα

Στα πράσινα λειβάδια,

Τα ζωντανά κοπάδια

Βελάζουν, και πηδάν.

Κι ο νιος βοσκός χαρούμενος

Φυσώντας τη φλογέρα

Γεμίζει τον αγέρα

Με τραγουδιού φωνές.

Κάθε ψυχή ευφραίνεται.

Την άνοιξη γιορτάζει

Ο θύρσης σκυθρωπιάζει

Στη γενική χαρά.

Όμορφη Δάφνη πρόβαλε

Να την αποστολίσεις,

Και τότες είν' ο θύρσης

Ο πλέον ευτυχής.

 

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΒΛΗΟ ΤΟΥ ΘΟΥΚΗΔΗΔΗ 

λζ'

Γιατη εχομε κυβερνηση, οπου δε μιμιετε τους νομους τον γητονον, μονε ημεστε εμης περσοτερο παραδηγμα σ' αλους'

οχη να παρομε.

Κε το ονομα της, αφορμης οπου ινε αποθεμενη σε πολους, κι οχη σε οληγους, λεγετε δημοκρατηα.

Η οποηα ος προς τους νομους τους αποκαταστενη ολους ησοτημους για τες μερηκες διαφορες τους΄

ος προς τα αξηοματα παλη, καθεναν κατα την προκοπητου. 

Ετζη δεν προτημιετε οπιος ηνε απο μερος παρανο απο την αρετη, μητε μποδιετε ο φτοχος για το ταπηνο του αξηομα,

να καμη της πολητηας καλο, αντου δηνετε. 

 

 

 

[2] Μονε πολητεβομαστε ελεφτερα στα κηνα, κε μητε απο ηποψηα ενας του αλου στες καθημερνες μας ηποθεσες

οργηζομαστε καεναν, αν κανει τηποτες για την ορεξη του,

μητε ηποκρηνομεστε σκηθροποτητα, αβλαβη νε, μονε βαρετη για τους αλους.

 

 

 

 

 

 

 

 

[3] Κε κηταζοντας τα σπητησια μας δηχος να μας βαρεση,

δεν παραστρατουμε στα κηνα απο τους νομους, 

απο φοβο το πλιοτερο για την ηπακοη μας προς τ' εκηνους,

οπου βρησκουντε παντοτε σ' εξουσηα, κε προς τους νομους'

ξεχορηστα προς οσους απο ταφτους διαφεντεβουν τους αδηκημενους, 

κε προς τ' εκηνους, οπου κε αγραφη προξεναν φανερη κατεσκηνη.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

 

λζ'

 

Γιατί έχουμε κυβέρνηση, όπου δε μιμείτε τους νόμους των γειτόνων, μόνον είμαστε εμείς περισσότερο παράδειγμα σ' άλλους'

όχι να πάρουμε.

Και το όνομά της, αφορμής όπου είναι αποθεμέν σε πολλούς, κι όχι σε ολίγους, λέγεται δημοκρατία.

Η οποία ως προς τους νόμους τους αποκαταστένει όλους ισότιμους για τις μερικές διαφορές τους'

ως προς τα αξιώματα πάλι, καθέναν κατά την προκοπή του.

Έτσι δεν προτιμιέται όποιος είναι από μέρος παρ'α αν ο από την αρετή, μήτε μποδιέται (=εμποδίζεται) ο φτωχός για το ταπεινό του αξίωμα,

να κάμει της πολιτείας καλό, αν του δίνεται.  

[2] Μόνον πολιτευόμαστε ελεύθερα στα κοινά, και μήτε από υποψία ένας του άλλου στις καθημερινές μας υποθέσεις

οργιζόμαστε κανέναν, αν κάνει τίποτε(ς) για την όρεξή του,

μήτε υποκρινόμαστε σκυθρωπότητα, αβλαβή ναι, μόν' βαρετή για τους άλλους.

 

 

 

 

[3] Και κοιτάζοντας τα σπιτίσια μας δίχως να μας βαρέσει,

δεν παραστρατούμε στα κοινά από τους νόμους, 

από φόβο το πλιότερο για την υπακοή μας προς τ' εκείνους,

όπου βρίσκουντε πάντοτε σ' εξουσία, και προς τους νόμους'

ξεχωριστά προς όσους από τ' αυτούς διαφεντεύουν τους
αδικημένους,

 και προς τ' εκείνους, όπου και άγραφη προξενάν φανερή καταισχύνη.

 

 

 

‘χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους,

παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους.

 

καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ᾽ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται: 

μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον,

κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ,

οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ᾽ ἀρετῆς προτιμᾶται, 

οὐδ᾽ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν,

ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται.

 

 

 

[2] ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν,

οὐ δι᾽ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾽ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι.

 

 

[3] ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν,

τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων,

καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ᾽ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται

καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.

 [1] Our constitution does not copy the laws of neighboring states; we are rather a pattern to others than imitators ourselves. Its administration favors the many instead of the few; this is why it is called a democracy. If we look to the laws, they afford equal justice to all in their private differences; if to social standing, advancement in public life falls to reputation for capacity, class considerations not being allowed to interfere with merit; nor again does poverty bar the way, if a man is able to serve the state, he is not hindered by the obscurity of his condition. 

 [2] The freedom which we enjoy in our government extends also to our ordinary life. There, far from exercising a jealous surveillance over each other, we do not feel called upon to be angry with our neighbor for doing what he likes, or even to indulge in those injurious looks which cannot fail to be offensive, although they inflict no positive penalty.  [3] But all this ease in our private relations does not make us lawless as citizens. Against this fear is our chief safeguard, teaching us to obey the magistrates and the laws, particularly such as regard the protection of the injured, whether they are actually on the statute book, or belong to that code which, although unwritten, yet cannot be broken without acknowledged disgrace. 

Ο ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ  Ή Ο ΚΟΛΟΚΥΘΟΥΛΗΣ

 

  - Μην αφήνεις το παιδί σου να μάθει πολλά γράμματα, ήλεγε η κυρά-Ριγανούλα της γειτόνισσάς της κυρα-Παπαρούνας· γιατί το ύστερο θέλα το χάσεις. Ο Θεός να του φυλάξει τη γνώση του! … Αμ, δεν είδες τον Κολοκυθούλη της κυρα-Παρδάλως, οπού δεν είναι στα μέτρα του; Διάβασε, διάβασε, αλλαλόγησε το παιδί! Ξέρεις οπού μου το ’χε ειπεί και ο Αϊγούμενος από το Πουρνάρι – να ’χωμε την ευκή του – πως τα πολλά τα γράμματα δεν είναι καλά για τα παιδιά;

 

  Γιατί τα ήλεγε τάχα αυτά η κυρα-Ριγανούλα; Επειδής ήκουγε το λογιώτατο κυρ-Κολοκυθούλη να κρένει αλλοιώτικα απ’ όσους δεν είχαν τη χρυσή μοίρα να σπουδάξουν, σαν κι αυτόν, στα σκολειά μας. Ο χρησμός του Αϊγούμενου, ξεχωριστά, την είχε πληροφορήσει, πως η πολλή σπουδή χαλνάει τη γνώση. Δεν είχε τάχα δίκιο η κυρα-Ριγανούλα να τον πιστέψει;

  Αυτή δεν είχε ακούσει καμμιά φορά τον Αϊγούμενο να της μιλήσει με τη γλώσσα του κυρ-Κολοκυθούλη, και ξεχωριστά όποτ’ εχρειάζονταν να τη θυμίσει για τες προσφορές ή για τες λαμπάδες ή για τα μνημόσυνα, οπού η καλή γυναίκα έδινε άκοπα στο Μοναστήρι από ευλάβειά της. Μη θέλα ήξερε και πλειότερα ο Λογιώτατος από την αγιωσύνη του; Αϊγούμενος αυτός! και τον έφτανε άλλος στην προκοπή; Δεν είχε άδικο λοιπόν η κυρα-Ριγανούλα να στοχάζεται πως ο κυρ-Κολοκυθούλης είχε χάσει τη γνώση του, αφορμής οπού είχε γένει λογιώτατος.

  Αυτή η κυρα-Ριγανούλα είναι και σαν κομμάτι σκανταλιάρα, κι ήταν καλό να μην παρακρένουν οι λογιώτατοι, καταπώς συνηθάν, επειδή μπορεί να τα ακούσει, κι απέ δεν αργάει να τους ονομάσει Κολοκυθούληδες.

  Μιαν ημέρα ήλεγε της ίδιας γειτόνισσάς της:

- Ξέρεις, κυρα-Παπαρούνα μου, τι ήλεγε του Κολοκυθούλη ο πατέρας του; «Άφησε αυτά τα κορακίστικα, παιδί μου, γιατί σε περιγελάν ο κόσμος. Αν ορέγεσαι ν’ αποχτήσεις υπόληψη και να φανείς άξιος στο Γένος, αγωνίσου να φωτίσεις το Γένος με συμβουλές και συγγράμματα σε γλώσσαν οπού να την απεικάζουν όλοι. Μη φαντάζεσαι να σε πάρουν για σοφόν, επειδή και καμώνεσαι να κρένεις τη γλώσσα των προπατόρων σου, σε τρόπον οπού δε θέλα την απείκαζαν μήτ’ εκείνοι, αν την ήκουγαν από το στόμα σου. Αμ’ δε μου λες, παιδί μου· όταν λες το «ψωμί» ψωμίον, οπού από τους Έλληνας ονομάζονταν «άρτος», μη παντεχαίνεις να το λες ελληνικά; Το αγοράζεις φτηνότερο ή το τρως με περσότερη νοστιμάδα; Φοβάσαι τάχα να ειπείς το νερό νερό, οπού το λες νηρόν, κι οπού οι Έλληνες το ’λεγαν «ύδωρ», για να μη γένει λάδι; Μακάρι να είχαν τα λόγια τη δύναμη να μεταμορφώνουν τα πράματα! Κανένας δε θέλα απόμνησκε, οπού να μη γένει λογιώτατος, αν ίσως και το λογιώτατος έκανε τον άνθρωπο. Η προκοπή ενός αληθινού λογιώτατου, παιδί μου, είναι να ξέρει να παρασταίνει με τάξη τες ιδέες του στη φυσική του γλώσσα. Η διαφορά από τον σπουδαίον εις τον αμαθή δεν είναι άλλο από την ταχτική ή άταχτη παράσταση των ιδεών τους. Τα ομορφύτερα λόγια του κόσμου, σαν δε φανερώνουν σωστήν ιδέα και δεν τ’ απεικάζουν όλοι, δεν αποκόβουν την κυρα-Ριγανούλα να λέει πως ο λογιώτατος Κολοκυθούλης αλλαλογάει… »

  Δεν ξέρω, αδερφούλα, πού μ’ ήκουσε οπού είπα αυτόν το λόγο! Ωστόσο τον ορμήνευε σαν πατέρας, οπού όχι καλύτερα. Μόνε τι το όφελος; Ξέρεις τι έκανε ο Κολοκυθούλης, όσην ώρα τον ορμήνευσε ο πατέρας του; εχαμογέλαε κι έπιανε μύγες! Ο Αϊγούμενος, κυρά μου, ξέρει τι κρένει…

 

(Γραμμένο στα 1812 με 1815. Το πήρα από το: Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.α. Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή «μέση οδό», Οδυσσέας, 1981. Εκσυγχρόνισα τις υποτακτικές)

Μηκρη ορμηνια για την ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

Ο Γιάνης Βηλαράς υπήρξε για μένα ο σπουδαιότερος λόγιος Ρωμιός του 19ου αιώνα. Τα γραφτά του για το γλωσσικό ζήτημα πιστεύω πως είναι από τα πιο προχωρημένα κείμενα, όσον αφορά το θέμα της ρωμαίικης αυτογνωσίας, της ρωμαίικης πολιτισμικής συνείδησης. Και μπορώ να πω ότι ο Βηλαράς βρέθηκε με το νου του περισσότερο κοντά, από κάθε άλλο στον καιρό του, σε αυτό που δεν έγινε τελικά: στη συγκρότηση μιας κοινότητας με ρωμαίικη εθνική συνείδηση, δηλαδή, στη δημιουργία ενός ρωμαίικου έθνους.

Ποτέ δεν υπήρξε ρωμαίικη εθνική κοινότητα: δεν υπήρξε κοινότητα συγκροτημένη με βάση το ρωμαίικο λαϊκό πολιτισμό και τη ρωμαίικη λαϊκή γλώσσα, με πρόγραμμα τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας στην περιοχή, από την Υψηλή Πύλη και συνακόλουθα τη ρήξη με την ιδεολογική κυριαρχία του Φαναρίου, και την κατάργηση της λόγιας ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, της «ιερής» επαγγελματικής γλώσσας τού ορθόδοξου εκκλησιαστικού κατεστημένου (αυτού του βασικού πυλώνα της οθωμανικής διοίκησης).

Έθνος δημιουργήθηκε αργότερα, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Ελληνικού Βασιλείου, που είχε προηγουμένως συγκροτηθεί πάνω στη βάση ενός ρωσικού σχεδίου, με την ανοχή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Αυλή του εκ Βαυαρίας ρομαντικού και αρχαιολάτρη βασιλιά Όθωνα, η πραγματική κυβέρνηση της εποχής, είναι εκείνη που ξεκίνησε την εθνική επιχείρηση εξελληνισμού των Ρωμιών (όπως επίσης των Αρβανιτών, Βλάχων και Άλλων). Το έθνος που δημιουργήθηκε είχε ελληνική και όχι ρωμαίικη ιδεολογία. Ο πολιτισμός της Ρωμιοσύνης θεωρήθηκε βάρβαρος.

Η γλώσσα τέθηκε υπό διωγμό. Το κίνημα για τον «καθαρισμό» της γλώσσας, το γλωσσικό κίνημα της καθαρεύουσας, επέβαλε, ακόμα και συνταγματικά (το 1911), την απαγόρευση της ρωμαίικης γλώσσας στην κρατική διοίκηση. Μέχρι και στα δικά μου μαθητικά χρόνια, το μάθημα γινόταν στην καθαρεύουσα και τα βιβλία ήταν γραμμένα σε αυτήν. Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η δημοτική γλώσσα υποτίθεται πως επέστρεψε στα σχολεία. Στην ουσία το σώμα της, είχε ντυθεί κατά τα 2/3 με χιλιάδες λέξεις που οι φιλόλογοι του ελληνικού κράτους βρήκαν στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής και επέβαλαν με το χαστούκι και το χάρακα σε διαδοχικές γενιές μαθητών. Το νέο όνομα της γλώσσας ήταν τώρα «κοινή νεοελληνική». Η παλιά καθαρεύουσα μετονομάστηκε «σύγχρονη δημοτική», αλλάζοντας απλώς τις καταλήξεις των λέξεων.

Οι νέοι γλωσσαμύντορες, η διανόηση του ελληνικού έθνους, όπως ο Μπαμπινιώτης και οι όμοιοί του, φτιάχνουν τώρα καινούργια λεξικά. Και εκεί μέσα, κρύβουν την αλήθεια για το γλωσσικό πόλεμο που είχε το ελληνικό κράτος ενάμιση αιώνα με τη ρωμαίικη γλώσσα. Εμφανίζουν τις κατασκευασμένες λόγιες λέξεις, τα δημιουργήματα της καθαρεύουσας που βίαια επιβλήθηκαν στους μαθητές από τους δασκάλους, σα να επέζησαν αδιάκοπα στο στόμα του λαού για χιλιάδες χρόνια. Λες και δεν υπήρξε ποτέ η εθνική προσπάθεια γλωσσικού «καθαρισμού» ενός Κόντου ή ενός Χατζιδάκι και η σε αυτούς, έστω και χωρίς μπούσουλα, αντίσταση των Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη. Λες και δε χύθηκε αίμα για τη γλώσσα που θα μιλούσαν σε αυτό τον τόπο, όπως στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.

Ο Βηλαράς, αρκετά πριν από όλα αυτά, και από τους πρώτους (μαζί με τους Χριστόπουλο και Καλαρά), έγραψε στη ρωμαίικη γλώσσα, σε αντίθεση με τους μορφωμένους αρχαιόπληκτους Ρωμιούς, που θεωρούσαν τη μητρική τους γλώσσα «χυδαία».

Ο Βηλαράς θεωρούσε πως η ρωμαίικη γλώσσα ερχόταν από πολύ παλιά, αλλά δεν ήταν συνέχεια της αττικής διαλέκτου των αρχαίων Ελλήνων. Και το χειρότερο ήθελε τα ρωμαίικα να γράφονται διαφορετικά από τα αρχαία ελληνικά. Έσπασε λοιπόν τα δεσμά της «ιστορικής ορθογραφίας» και πρότεινε να αρχίσουν να γράφουν οι συμπατριώτες του με φωνητική γραφή.

Το μοναδικό βιβλίο του που τυπώθηκε όσο ζούσε ο ίδιος - στην Κέρκυρα (Κόρφο) το 1814 - Η Ρομέηκη Γλόσα, είναι τυπωμένο με φωνητική γραφή. Εξηγεί μάλιστα τη νέα γραφή του, στο σχετικό κεφάλαιο με τίτλο «Μηκρη ορμηνια για τα γραματα κε ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας». Αυτό το σημαντικό, ακόμα και με τα μέτρα του καιρού μας, κείμενο, δημοσιεύω εδώ στη συνέχεια.

Πιο προχωρημένη από την πρόταση του Βηλαρά, θεωρώ μόνο εκείνη των Φιλήντα – Γληνού για χρησιμοποίηση των λατινικών χαρακτήρων, που έρχεται πολύ αργότερα, στα χρόνια του μεσοπολέμου. Βέβαια και οι δύο προτάσεις είναι σε σύγκρουση (τόσο τότε, όσο και τώρα) με την ελληνική εθνική ιδεολογία και τα συμφέροντα των ταγών της.

Όσοι μάλιστα θίγουν τέτοια ζητήματα θεωρούνται από τους τελευταίους (και δίκαια) πως υπονομεύουν την κρατική εθνική ιδεολογία (τους).